Περπατώντας, λίγους μήνες πριν, στην πόλη, είχα δει ένα κατάστημα με είδη από την Ινδία. Άνοιξη ήταν, θυμάμαι, και η άνοιξη εκείνα τα χρόνια ήταν για μένα εποχή ιδιαίτερα κατάλληλη για λάθη. Όλη αυτή η ορμή που δίνεται από τον Θεό στη φύση για να αποτινάξει από πάνω της τη νάρκη του χειμώνα και να δώσει νέα ζωή, σε μένα λειτουργούσε σαν ένα ξυπνητήρι χαμηλών ενστίκτων. Αυτό, σε συνδυασμό με την ελαφρότητα της κρίσης μου απέναντι στις καταστάσεις, τον ανόητα ενθουσιώδη παρορμητισμό μου και την ακατάπαυστη τάση εξερεύνησης, πειραματισμού και ρίσκου, άνοιγε απέραντες προοπτικές αποτυχίας, δυστυχίας και κατάπτωσης. Και είναι ειρωνικό το ότι τόσα χρόνια θεωρούσα τον εαυτό μου «κυνηγό», ενώ στην πραγματικότητα ήμουν όσο κυνηγός μπορεί να είναι κάποιος που τον σέρνουν από τ’ αυτιά οι Σειρήνες.
Το μαγαζί μύριζε ινδικό αρωματικό στικ και ακουγόταν νανουριστική ινδική μουσική. Η φυσιογνωμία του μου έκανε αμέσως εντύπωση, έτσι όπως ήταν απόκοσμος, αλλά δεν ασχολήθηκα αρχικά. Ήταν, πάντως, ο ιδανικός τύπος ανθρώπου για να ξελογιάσει μια ανυποψίαστη καταθλιπτική φοιτήτρια: εξωτερικά ήρεμος και γλυκομίλητος, μα μέσα του έκρυβε ένα θεριό. Πέρασε το καλοκαίρι και κάπου βαθιά στο φθινόπωρο, μετά τα χάπια και το ΑΧΕΠΑ, πήγα και τον βρήκα. Και άνοιξε ένας κύκλος που φορούσε τα παρδαλά ρούχα της Άπω Ανατολής αλλά στην πραγματικότητα ήταν μαύρος μέχρι το μεδούλι.
Ναρκωτικά διαφόρων ειδών, ψυχολογική βία, συναισθηματικός εθισμός. Ήταν ο καιρός που μπήκα για τα καλά στη συνήθεια της χασισοποσίας, πρωί-μεσημέρι-βράδι με ένα δυσώδες τσιγάρο στο χέρι. Για μένα, βέβαια, αυτός ήταν παράλληλα ένας τρόπος να σταματήσω τα χάπια της ψυχιάτρου, τα οποία πλέον δεν με κάλυπταν και ήξερα ότι θα έπρεπε να αυξήσω τη δόση και κατόπιν αναπόφευκτα να εθιστώ σε αυτά, όπως δήλωναν ήδη οι οδηγίες χρήσης, οπότε θεωρούσα αθώο το τσιγάρο που μου άνοιγε την όρεξη και μου έφερνε ύπνο, τα δύο δηλαδή που είχε χτυπήσει κυρίως η κατάθλιψη σε σωματικό επίπεδο. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι, παρόλο που η ινδική κάνναβη (Τετραϋδροκανναβινόλη) ανήκει στα μη-τοξικομανιογόνα, όπως είχα διαβάσει σε βιβλίο γνωστού ψυχιάτρου εκείνο τον καιρό, και άρα δεν είναι εθιστική όπως, λόγου χάρη, η ηρωίνη, ωστόσο ασκεί τεράστια αρνητική επίδραση στην καθημερινότητα του χρήστη σε όλα τα επίπεδα και προκαλεί ισχυρότατη ψυχολογική εξάρτηση. Αντιλαμβανόμουν πιο έντονα τις γεύσεις, τις μυρωδιές, τα χρώματα, τους ήχους, τα αγγίγματα, αλλά αυτό με έδενε με τις αισθήσεις μου. Ήταν αφροδισιακή κι αυτό με έδενε με μια σχεδόν διαρκή και ακόρεστη διέγερση. Έφερνε υπερβολική χαλάρωση και υπνηλία βαρύνοντας τα μέλη μου και αυτό με έδενε με την αδράνεια. Και το κυριότερο, όλη τη μέρα ήμουν σε αναμονή για το επόμενο τσιγάρο και έτσι ανέβαλλα τη ζωή μου, ενώ παράλληλα οι συνέπειες που είχε η χρήση της στα πνευμόνια μου αλλά και σε κύτταρα και ιστούς ήταν καταστροφικές.
Στην πορεία της παρακμιακής μας συνύπαρξης με αυτόν τον άνθρωπο ήρθα σε επαφή με κείμενα του Ινδουϊσμού, ενώ παράλληλα δοκίμασα και άλλα ναρκωτικά. Ήλθαν πρωτοχρονιές με κοκαΐνη, καλοκαιρινές πανσέληνοι με LSD και, ενάμιση χρόνο μετά, το ταξίδι στην Ινδία και το Νεπάλ. Τα χρήματα για αυτό το ταξίδι τα κέρδισα εργαζόμενη ως πωλήτρια σε μεγάλη εταιρία καλλυντικών και αυτή ήταν μια από τις πιο ψυχοφθόρες και ανούσιες δουλειές που έχω κάνει. Ούτε νεκρή δεν θα την ξαναέκανα. Έδωσα πέντε μέρες από τη ζωή μου για να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο στην Αθήνα για κρέμες και αρώματα και όταν εργαζόμουν έπρεπε να πηγαίνω στη δουλειά ντυμένη με «στολή αεροσυνοδού», τακούνια και ένα σωρό χρώματα στο πρόσωπό μου, για να πουλήσω πανάκριβα καλλυντικά. Απορώ πώς άντεξα δέκα ολόκληρους μήνες εκεί πέρα, αφού ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με όλα αυτά. Πάνω που ήμουν έτοιμη να παραιτηθώ, με απολύσανε και ησύχασα, μάλιστα πήρα και αποζημίωση και έτσι μπόρεσα να ταξιδέψω. Ο υπεύθυνος προσωπικού πάσχιζε ο καημένος να βρει τρόπο να μου το πει μαλακά ότι θα με διώξουν, για να μη με στενοχωρήσει, ενώ εγώ ήμουν πανευτυχής που θα γλίτωνα από την ψυχική οδύνη, και ας έμενα πάλι άνεργη.
Στην Ινδία η παρέα μου -ήμασταν τέσσερα άτομα- έπαιρνε και ηρωίνη, που ήταν απίστευτα εύκολο να τη βρεις εκεί. Εγώ απείχα συνειδητά από το συγκεκριμένο ναρκωτικό, ίσως επειδή μου είχαν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη κάτι θλιβερές εικόνες ηρωινομανών με τη σύριγγα καρφωμένη στο κοκκαλιάρικο χέρι τους, που έβλεπα από μικρή στην τηλεόραση και τρόμαζα. Εκεί στην Ινδία, λοιπόν, περπατούσες στο δρόμο μες στο πλήθος και ξαφνικά σε πλεύριζε κάποιος, σε έπιανε από το χέρι και σε πήγαινε σε ένα δωμάτιο για να σου δείξει την πραμάτεια του, όπου μπορούσες να διαλέξεις τη σκόνη της αρεσκείας σου. Δεν θα ξεχάσω μια φρικτή τροφική δηλητηρίαση που έπαθα, η οποία συνέπεσε με χρήση οπίου μαζί με κάνναβη, κάπου στις παρυφές της ερήμου Θαρ. Εξαντλημένη τελείως, φοβισμένη, ένιωθα ένα μικρό, ασήμαντο μυρμήγκι στο πουθενά μιας αχανούς, πάνξενης χώρας. Α, η Ινδία! Βασίλισσα της πλάνης! Χρώματα, μουσικές, μυρωδιές, χοροί, τραγούδια…θρησκευτικές τελετές με φαλλικά και αιδοιακά σύμβολα…ιερείς της λευκής και της μαύρης Κάλι… Όλα τέλεια ενορχηστρωμένα για να σε μυήσουν σε έναν μύθο. Πόσο είχα ενθουσιαστεί με κείνο το ταξίδι! Τώρα όμως μόνο μια πικρόξινη γεύση και μια αίσθηση νοητής ναυτίας έχω όταν το θυμάμαι.
Τα ναρκωτικά ήταν παρόντα στη ζωή μου και με άλλο τρόπο την εποχή εκείνη. Καμιά φορά ο σύντροφός μου με άφηνε να κρατώ το μαγαζί του, που βρισκόταν σε γειτονιά με πολλούς ηρωινομανείς. Έβλεπα νέα παιδιά, ρημαγμένα από την ηρωίνη και γερασμένα πριν την ώρα τους, να μπαίνουν παραπατώντας και μετά βίας ισορροπώντας, να απλώνουν τα χέρια τους και να αρπάζουν μπρος στα μάτια μου μια χούφτα ασημένια κοσμήματα από τον πάγκο για να τα βάλουνε στην τσέπη τους. Εκείνες τις στιγμές έπαιρνα το ύφος της νηπιαγωγού. Με ήρεμο και ευγενικό τρόπο άπλωνα το χέρι μου όπως οι επαίτες κοιτώντας τους στα μάτια και τους ζητούσα να μου επιστρέψουν αυτά που πήραν. Μετά από μια-δυο αρνήσεις, μου τα επέστρεφαν υπάκουα με σκυμμένο το κεφάλι, οι ψυχές μου. Σε τι κατάπτωση μας φέρνουνε οι διάφορες ουσίες, ώστε να χάνουμε και εαυτό και συνείδηση και αντίληψη και αξιοπρέπεια…και τελικά, αν δεν αλλάξουμε πορεία, και τη ζωή και την ψυχή μας!
Η παρανοϊκή κτητικότητα εκείνου του ανθρώπου μού προκαλούσε ασφυξία. Μετά από τέσσερις απόπειρες φυγής που τις ακολουθούσαν απειλές του μέχρι και αυτοκτονίας, κατάλαβα ότι δεν θα έφευγα με τη συναίνεσή του, οπότε κατέστρωσα σχέδιο. Άρχισα να τακτοποιώ τα πράγματά μου – ξέχασα να σου πω, έμενα στο σπίτι του πλέον -με τέτοιο τρόπο που, την κατάλληλη στιγμή, να μπορώ να τα ρίξω γρήγορα στις βαλίτσες. Κατά τα άλλα συμπεριφερόμουν φυσιολογικά. Και ένα απόγευμα που είχε πάει στο ζαλισμένο μαγαζί του, πήρα τηλέφωνο τον αδελφό μου να έλθει να με βοηθήσει -ο οποίος πλέον σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη και τον οποίο είχα εγκαταλείψει μόνο και μελαγχολικό σε εκείνο το θλιβερό διαμέρισμα, απορροφημένη και μονοπωλημένη από τον άρρωστο «έρωτά» μου-, ενώ μέχρι να έρθει είχα μαζέψει βιαστικά τα πράγματά μου και είχα καλέσει ταξί, αφήνοντας σε εκείνο τον τύραννο μόνο ένα σημείωμα. Εννοείται ότι δεν αυτοκτόνησε, όπως με απειλούσε, μια χαρά συνέχισε τη ζωή του και μάλιστα αργότερα, από ό,τι κατάλαβα, βρήκε άλλη να βασανίσει. Για χρόνια μετά τον έβλεπα ανά διαστήματα στον ύπνο μου, σε βίαιους και τρομαγμένους εφιάλτες, ώσπου κάποτε είδα σ’ ένα ήρεμο και χαρούμενο όνειρο ότι ήλθε και τον αγκάλιασα αδελφικά. Τότε κατάλαβα ότι τον είχα συγχωρέσει, αλλά δεν ήμουν πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται σήμερα, εύχομαι, όμως, από την καρδιά μου να βγήκε, με το έλεος του Κυρίου, από τα σκοτάδια του.
Πέρασαν πολλοί άνδρες από τη ζωή μου· περπατήθηκε η κλίνη μου. Και πώς το ορίζω το «πολλοί»; Στο δικό μου το μυαλό, όπου αντηχεί τώρα πια ο λόγος του Ευαγγελίου, ένας απλός τρόπος υπάρχει να μετρήσεις: πόσο απέχει κανείς από το μηδέν ή από το δύο. Αν ήταν ο δρόμος μου εξ αρχής μοναχικός, αφιερωμένος στον Θεό, δεν θα είχα κανέναν άνδρα. Αν ήταν δρόμος συζυγικός, θα είχα έναν στη ζωή μου, το πολύ δύο σε περίπτωση χηρείας, αφού οι δεύτεροι γάμοι κανονικά δεν εντάσσονται στην Ορθόδοξη παράδοση, ο ίδιος ο λόγος του Θεού τους καταδικάζει. Εγώ έφυγα πολύ μακριά κι από εκείνο το δύο ακόμα. Δεν θα σε κουράσω με πολλές αναφορές ούτε θα λερώσω τα μάτια της ψυχής σου με περιττές λεπτομέρειες. Τέσσερις ήταν κυρίως οι άνθρωποι που σημάδεψαν την πορεία μου, σε αυτούς θα μείνω. Και σου τους παρουσιάζω ακριβώς επειδή καθένας από αυτούς αντιπροσώπευε και μια πνευματική πλάνη. Τον έναν τον γνώρισες ήδη.
Ο δεύτερος ήρθε περίπου ένα χρόνο μετά από τη φυγή μου εκείνη την κλεφτή. Στο μεταξύ είχα μεταμορφωθεί ή, μάλλον, παραμορφωθεί. Η δεκαοχτάχρονη αθώα, αφελής κι ανυποψίαστη φοιτήτρια πού έριξε κείνη τη μαύρη πέτρα ήταν τώρα μια εικοσιτριάχρονη «χειραφετημένη» νεοχίπισσα. Κάπνιζα ινδική κάνναβη, ντυνόμουν και στολιζόμουν με παρδαλά ρούχα και ασήμια από την Ινδία, έβριζα πρόστυχα, δούλευα σκληρά, σκόρπιζα τον εαυτό μου σε «σχέσεις» δεξιά κι αριστερά και πλέον είχα φτάσει στο προστάδιο του αλκοολισμού. Το πεδίο δράσης μου ήταν μέσα στον κόσμο του περιθωρίου: αναρχικοί, χασισοπότες, νεοχίπηδες. Με λέγανε «αντράκι» και καμάρωνα. Είναι πραγματικά ειρωνικό και τραγικό συνάμα, το πώς και πόσο μπορεί κάποτε ένας άνθρωπος να καμαρώνει για την ίδια την κατάντια του. Τότε δεν είχα καταλάβει ακόμα ότι η αληθινή δύναμη της γυναίκας δεν είναι ούτε στους μυς ούτε στην αψύτητα, τη βία, τη χυδαιότητα και τις παρόμοιες «χειραφετημένες» συμπεριφορές, αλλά ακριβώς στα αντίθετά τους: στο να μπορεί να γλυκαίνει φαρμάκια και να σβήνει ηφαίστεια, να μπορεί να μεταμορφώνει με την πίστη, την αγάπη, την υπομονή και την προσευχή της την πιο χέρσα γη στο πιο γόνιμο χωράφι, να πιάνει στα μητρικά της χέρια έναν τρυφερό βλαστό και να τον βοηθά να γίνει ένα τρανό και πολύκαρπο δένδρο· να γίνεται, δηλαδή, όργανο της αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους.
Ο δεύτερος, λοιπόν, από τους τέσσερις συντρόφους που σου έλεγα ήταν ενταγμένος για τα καλά στον αναρχικό -και άθεο- χώρο της Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν όμως από αυτούς που απλά βγαίνουν και ρημάζουν. Όσες φορές παραβρέθηκα σε ομάδα του την ώρα που συνέτασσαν κείμενο, θυμάμαι με πόση σοβαρότητα συζητούσαν και ξανασυζητούσαν πώς θα γράφανε αυτό που θέλαν να περάσουνε στον κόσμο. Και ήταν όλοι τους πολύ διαβασμένοι· διάφοροι -αναρχικοί και μη- θεωρητικοί ήταν εντός του πεδίου γνώσης τους, όπως και η Ιστορία και η γεωπολιτική, αν και τα ενδιαφέροντά τους επεκτείνονταν και σε άλλα πεδία. Παράλληλα, όμως, εκείνον τον έλκυε η Άπω Ανατολή και μια συγκεκριμένη πολεμική τέχνη. Και εγώ, φυσικά, κενή νοήματος και στόχων, κάθε φορά που πλησίαζα κάποιον για καιρό, υιοθετούσα και τις τάσεις του.
Έτσι λοιπόν, άρχισε να φουντώνει μέσα μου ο θυμός προς την εξουσία -πράγμα παράλογο, αν το σκεφτεί κανείς, αφού υπάρχουν, νομίζω, σχεδόν τόσες εκδηλώσεις εξουσίας όσοι είναι και οι άνθρωποι στον πλανήτη μας, για να μην αναφέρω ότι κάποιοι από εκείνους τους αντιεξουσιαστές είχαν εξαιρετικά τυραννική ή και δουλική κατ’ ιδίαν συμπεριφορά υπό συνθήκες. Επίσης άρχισα να ασχολούμαι με την πολεμική τέχνη που του άρεζε -τότε μου άρεζε και εμένα, αν και απέφευγα το κομμάτι της πρακτικής εφαρμογής, προτιμούσα να τη χρησιμοποιώ ως άσκηση- και να μελετώ ταοϊστικά και διάφορα άλλα κείμενα, ενώ παράλληλα άρχισα την προσπάθεια να απομακρυνθώ από το αλκοόλ, γιατί στο μεταξύ είχα παρατηρήσει ότι, κάθε φορά που έλεγα ότι δε θα πιω για μια βδομάδα, ξυπνούσα με τρεμάμενα χέρια και εμμονή με το επόμενο ποτήρι. Καμιά φορά αλλάζουν βάρδια οι δαίμονες που μας έχουν πάρει «εργολαβία»: άπαξ και αναλάβει, λόγου χάρη, ο δαίμονας της πλάνης, μπορεί να αποτραβηχτεί, έστω και προσωρινά, ο δαίμονας της μέθης. Άρχισα, επίσης, να κάνω παρέα με την παρέα του, σ’ αναρχικά στέκια γεμάτα καπνό και φασαρία, ενίοτε και να εργάζομαι εκεί. Πώς μαύρισε η ψυχή, Χριστέ μου, όταν διάβασα εκείνο τον καιρό για τους επαναστάτες, κάποιοι από τους οποίους ανήκαν σε ακραίες φράξιες της Ευρώπης! Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ…η Ένσλιν να κρέμεται νεκρή μες στο κελί της στη φυλακή… Ψυχρός και ζοφερός άνεμος φυσούσε μέσα μου, άνεμος θανάτου, θανάτου, θανάτου…! Άκουγα ιστορίες άλλων «συντρόφων», Ελλήνων αναρχικών της εποχής, που έκαναν απεργία πείνας…Κρύωνε και σκιαζόταν το παιδάκι μέσα μου, κουλουριαζόταν σε μια γωνιά της καρδιάς μου κι έκλεινε με τα χεράκια του τα μάτια να μη βλέπει, να μη φαντάζεται… Γιατί τα έβλεπα όλα με τη φαντασία μου… έβλεπα την Ένσλιν να σπαρταράει στην αγχόνη…έβλεπα τον τάδε ή τον δείνα αναρχικό να λιώνει από την απεργία πείνας ή άκουγα ότι κάποιος άλλος αναρχικός υφίστατο τη φρικτή και απάνθρωπη καταναγκαστική σίτιση…
Χριστέ μου!!! Πόσο δύσβατος ο δρόμος μακριά Σου!!!
Παράξενο, φρικτό και αποτρόπαιο θέαμα ήταν να βλέπω να καίνε την πολύπαθη μα ένδοξη Σημαία μας μέσα σε κείνη την κατάληψη αναρχικών στα Πανεπιστήμια! Και να φωνάζει ρυθμικά και χαιρέκακα το θυμωμένο πλήθος «Ωραία, ωραία, που καίγετ’ η Σημαία!!!» Τι καίω; Καταλαβαίνω ο άνθρωπος τι καίω; Καίω τον Σταυρό του Χριστού! Καίω τον ουρανό του Ελληνικού πνεύματος και τη θάλασσα της Οδύσσειας του Ελληνικού Γένους, του Γένους που με γέννησε! Καίω το «Ελευθερία ή θάνατος» ! Και μιλάω μετά για εξουσίες; Εμένα ποιος με εξουσιάζει εκείνη την ώρα; Ναι, την έκαψα και τη βεβήλωσα κι εγώ κείνο το βράδι τη Σημαία, γιατί με την απαθή σιωπή μου γίνομαι πάντα συνεργός στα ανομήματα!
Κάποτε έφυγα και από εκεί, δεν άντεξα το βάρος που είχε καθίσει επάνω στην καρδιά μου. Προσωρινά άνοιξε μια χαραμάδα ανάμεσα στα σύννεφα. Πόση ανακούφιση ένιωθα κάθε φορά που έμενα και πάλι μόνη μου! Ποτέ δεν έπαψα να αγαπώ τη μοναξιά μου, τη σιωπή μου, την ησυχία. Κι όμως κάτι με έσπρωχνε να μπω σε μια νέα «περιπέτεια». Ήταν εκείνη η λαχτάρα να βουτήξω στην πυρά. Αλήθεια, κάθε φορά που βρισκόμουν με κάποια παρέα σε βουνό ή σε παραλία και ανάβαμε φωτιά, ή ακόμα και στη θέα ενός κεριού ή μιας σόμπας στο σπίτι, ένιωθα εκείνα τα χρόνια έντονη την παρόρμηση να βουτήξω μες στην πυρά, να κρατήσω με τα χέρια μου τη φλόγα! Αλλά την κρυφή και μύχια ειρηνική μου φύση τη γαλήνευε πάντα μια απαλή και δροσερή αύρα θαλασσινή, βουνίσια ή πεδινή, ένα αεράκι απαλό, ψιθυριστό…Γι’ αυτό και, πολλά χρόνια μετά, συγκλονίστηκα μέχρι τα έγκατα της ψυχής μου όταν άκουσα σε ένα ανάγνωσμα της Εκκλησίας μας, από το Γ΄ Βασιλειών, εκείνη τη σκηνή με τον Προφήτη Ηλία…που πέρασε από δίπλα του ο Θεός…και δεν ήταν ο Θεός ούτε στον ισχυρό άνεμο… ούτε στο σεισμό…ούτε στη φωτιά… Ο Θεός ήταν στη ‘φωνὴ αὔρας λεπτῆς’… Και συγκλονίστηκα, γιατί κατάλαβα ότι, τόσα χρόνια που τσαλαβουτούσα μες στις φλόγες, ο Κύριος ήταν δίπλα μου, αύρα λεπτή, και περίμενε…
Κείνες τις λασπωμένες εποχές το σώμα μου ήτανε φτηνό κρασί· έτσι του φερόμουνα, κερνώντας το ασύστολα και σπάταλα τριγύρω. Θυμάμαι πόσο άσχημα ένιωθα γι’ αυτό μερικές φορές, ακόμα και μές στην τύφλωσή μου. Είναι μάταιο το κυνήγι της ηδονής, ακόμα περισσότερο όταν γίνεται με βοηθητικά μέσα. Έπινα τότε, έπινα λες και ήθελα να ναρκώσω τον εαυτό μου για να αντέξει τον ακρωτηριασμό στον οποίο τον υπέβαλλα. Και μες στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, μέσα στα νέφη της κάνναβης, μέσα στη ζάλη και τη ναυτία σκορπιζόμουν. Πάντα έμενε μέσα μου ένα ανεκπλήρωτο, ένα βουβό κι αμήχανο και ένοχο κενό, αλλά είχε υψωθεί ένα τείχος ανάμεσα σε μένα και τη συνείδησή μου και όλα αυτά περνούσαν απαρατήρητα, σαν υπόγεια τρένα που νιώθεις τη δόνηση του περάσματός τους, αλλά δεν τα βλέπεις.
Πέρναγε κι ο καιρός, στην ίδια εκείνη πόλη, τη γενέτειρα, και η τάση φυγής που είχα πάντα αυξανόταν ολοένα. Θυμάμαι κάποια καλοκαίρια που έπαιρνα ένα μήνα διακοπές και κατέβαινα μόνη κατάμονη σε παραλίες νησιώτικες ερημικές, με ένα αντίσκηνο, ένα-δυο ογκώδη αλλά κενά ωφέλειας βιβλία και μια απέραντη λαχτάρα για σιωπή. Βδομάδες ολόκληρες σιωπής και μοναξιάς θεραπευτικής. Έτρωγα λιτά, μαγείρευα με γκαζάκι, έπινα μόνο νερό, απέφευγα τον κόσμο. Ξεχνούσα το σαπούνι για μερικές βδομάδες, πλενόμουν στη θάλασσα· περπατούσα ξυπόλητη ακόμα και τις καυτές ώρες του μεσημεριού· περνούσα ώρες σιωπηλές δίπλα στη θάλασσα με τον άνεμο και το κύμα και τον απέραντο γαλανό ουρανό κι έπεφτα νωρίς για ύπνο, στον υπνόσακο, με μια κρητική μαχαίρα -εγώ που λυπόμουν να σκοτώσω το κουνούπι…- κι ένα φακό κάτω απ’ το προσκεφάλι, στην ίδια πάντα θέση για ετοιμότητα, γιατί δεν ήξερες ποιος μπορεί να πλησίαζε το βράδι. Ήμουν σε εγρήγορση ακόμα και στον ύπνο. Έπεφτα να κοιμηθώ κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό και έλεγα στον εαυτό μου «Αν ακουστεί ο, τιδήποτε ασυνήθιστο, θα ξυπνήσεις» και πράγματι ξυπνούσα πολύ εύκολα. Ύστερα τελείωνε αυτή η μικρή περίοδος χάριτος – αλήθεια, έτσι την αισθανόμουν! – κι έπρεπε να γυρίσω στην πόλη για άλλη μια ταραγμένη σεζόν. Με περίμεναν οι πελάτες μου, οι εργοδότες μου, η φασαρία, τα ξενύχτια του καπνού… και ποιος ήξερε πόσα καινά κενά ειδύλλια…
Κάποτε ήλθε ο καιρός που έφυγα και από τη Θεσσαλονίκη. Υποτίθεται ότι θα έλειπα ένα Σαββατοκύριακο, αλλά για καλό και για κακό πήρα μαζί μου ένα σακίδιο των είκοσι πέντε λίτρων με ρούχα για όλες τις εποχές, αν και ήταν καλοκαίρι και θα πήγαινα στην Αθήνα. Βρέθηκα στο Όρος Σινά, στην Έρημο που από χρόνια ένιωθα να με καλεί.
Το πρώτο αυτό ταξίδι στο Σινά κράτησε όλο κι όλο δώδεκα μέρες. Πήγα συστημένη από μια φίλη και συγκάτοικο που ήταν επί χρόνια προσκυνήτρια στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης. Ένας τεχνίτης της Μονής, γνωστός της φίλης μου, είχε δεχθεί παραγγελία και θα κατέβαινε να εργαστεί και έτσι κατεβήκαμε μαζί. Φιλοξενηθήκαμε αρχικά, Ιούνη μήνα, σε ένα φιλικό του σπίτι στο Κάιρο. Κάναμε πολλές περιηγήσεις στην τεράστια εκείνη πόλη, που ακόμα ήταν ανέγγιχτη από τη φρικτή «Αιγυπτιακή Άνοιξη» του 2011. Και λέγω φρικτή, γιατί έγιναν πράγματι φρικτά πράγματα σε κείνη την επανάσταση. Τότε, όμως, βρισκόμασταν ακόμα σε ένα Κάιρο που δεν προμήνυε τίποτα από όσα ερχόντουσαν, τουλάχιστον όχι σε έναν ανυποψίαστο, επιπόλαιο επισκέπτη όπως εγώ. Παζάρια στο Χαν Αλ Χαλίλι…μουσικές στους δρόμους…πολύ καυσαέριο…και σαράντα πέντε βαθμοί Κελσίου υπό σκιά… Κατόπιν φιλοξενηθήκαμε στο μετόχι της Μονής Σινά στο Κάιρο. Επισκέφθηκα τον Ναό του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στην παλαιά πόλη, πέρασα δίπλα από τη Νεκρόπολη -όπου οι κάτοικοι, λόγω φτώχειας, ζούνε σε παλιά νεκροταφεία – και την επόμενη νύχτα κατά τις μία η ώρα ξεκινήσαμε με το βανάκι της Μονής, ο τεχνίτης, ο βεδουΐνος οδηγός κι εγώ.
Θαρρώ δεν θα ξεχάσω ποτέ κείνο το εωθινό το ξύπνημα. Όλη τη νύχτα κοιμόμουν, κουρασμένη όπως ήμουν και χωρίς να μπορώ να παρακολουθώ τα τοπία μες στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή μπήκαμε πλέον στην πανέμορφη Έρημο. Ω, εκείνη η αυγούλα η γλυκιά και ροδαλή πάνω στα πέτρινα όρη και την άμμο, εκείνες οι απέραντες, άγριες μα αγαπημένες ροδοκόκκινες όψεις των βουνών !!! Το παιδάκι μέσα μου ένιωσε ότι επέστρεφε στο σπίτι του, όχι ότι πρωτοπήγαινε κάπου. Ναι, επιστροφή την ένιωσα εκείνη τη φορά που πρωτοβρέθηκα στο Σινά! Χαμογελούσανε τα μάτια μου, χαμογελούσε η καρδιά μου, χαμογελούσε η ψυχή μου ολόκληρη!!! Μετά από αρκετή ώρα φτάσαμε στο χωριό της Αγίας Αικατερίνης και κατόπιν στο Μοναστήρι. Ο τεχνίτης μπήκε στη Μονή και εγώ τακτοποιήθηκα στον ξενώνα του Κυρίλλου.
Πόσο γρήγορα περάσανε κείνες οι δέκα μέρες! Για εμένα, βέβαια, ήταν μάλλον τουρισμός παρά προσκύνημα η επίσκεψή μου εκεί, αφού με ενδιέφερε κυρίως να απολαύσω την Έρημο, και όχι να εντρυφήσω στους πνευματικούς θησαυρούς της Μονής ή να αξιοποιήσω τον τόπο για να προσπαθήσω να πλησιάσω τον Θεό. Μέχρι εκεί έφτανε η τύφλωσή μου. Εκείνη την πρώτη φορά στο Σινά, πάντως, η αγάπη μου για την Έρημο μετατράπηκε σε έρωτα που θα κρατούσε χρόνια. Ένιωθα τη φωνή της να με καλεί, ακόμα και όταν ήμουν στα πιο γκρίζα αστικά τοπία. Πόσο λυπάμαι τώρα που εκείνο το πολύτιμο τριπλό ταξίδι μου το έκανα τα χρόνια που ήμουν μακριά από την Πίστη, τα χρόνια που δεν μπορούσα να εκτιμήσω και να αξιοποιήσω όσο θα μπορούσα την παραμονή μου σε κείνο τον Θεοβάδιστο τόπο!
Από την πρώτη εκείνη επίσκεψη, πέρα από την ομορφιά του τόπου και την ήρεμη γραφικότητα της ζωής εκεί, που είναι τα επιφανειακά στοιχεία που σαγηνεύουν έναν επισκέπτη, μου έμεινε πολύ έντονη η μνήμη της προσκύνησης του ιερού λειψάνου της Αγίας Αικατερίνης στο Μοναστήρι της. Την Αγία Αικατερίνη η μητέρα μου την είχε βάλει προστάτιδα στον αδελφό μου και σε εμένα από την παιδική μας ηλικία ακόμα, γιατί είχε δει στον ύπνο της ένα εκκλησάκι της Αγίας τον καιρό που έμαθε ότι ήταν έγκυος σε μένα την πρωτότοκη. Ουδέποτε είχα, όμως, ιδιαίτερη σχέση μαζί της, δεν τη λογάριαζα ποτέ ως προστάτιδα ούτε την τιμούσα, ήταν τυπική και θεωρητική για μένα η ύπαρξή της στη ζωή μου. Όταν όμως βρέθηκα μπροστά στο λείψανό της…!
Δεν εκκλησιαζόμουν στη Μονή, δεν εκκλησιαζόμουν γενικώς, ήμουν σε αψυχολόγητη κατάσταση, ζήτημα να είχα πάει μια φορά στον Ναό, αλλά και όταν πήγα δεν ένιωσα τίποτα, είχε πιάσει καύκαλο η καρδιά μου από την ασωτία, πώς να αφουγκραστώ ο,τιδήποτε πνευματικό;! Μια μέρα, όμως, με έπιασε το φιλότιμο και είπα να πάω να προσκυνήσω, αφού ήταν η προστάτιδά μου Αγία. Έσμιξα, λοιπόν, με το συρρέον πλήθος και περίμενα στη σειρά. Το Μοναστήρι εκείνα τα χρόνια είχε χιλιάδες επισκέπτες κάθε μέρα, μέσα στις λίγες ώρες που ήταν ανοιχτό για τους προσκυνητές.
Έφτασα στο λείψανο σχεδόν αδιάφορη και πάντα ασεβής. Και εκείνη τη στιγμή, μόλις στάθηκα μπροστά του και το κοίταξα, χωρίς να προλάβω να σκεφτώ ή να νιώσω κάτι, έμαθα για πρώτη φορά στη ζωή μου πώς είναι να κλαίει κανείς με όλο του το σώμα. Τρανταζόμουν ολόκληρη από λυγμούς χωρίς να μπορώ να ελέγξω ούτε τις κινήσεις μου ούτε το κλάμα μου ούτε τίποτα, έκλαιγα ακούσια και ολοκληρωτικά. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί συνέβη αυτό. Τώρα που σου γράφω, θαρρώ καταλαβαίνω.
Εκείνη ήταν η παρθένα, εγώ ήμουν η πόρνη.
Εκείνη ήταν η πάνσοφη, εγώ η πλανεμένη.
Εκείνη ήταν λουσμένη στο φως του Νυμφίου της Χριστού, εγώ χαμένη στα σκοτάδια του εγώ μου.
Εκείνη ήταν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, εγώ κατοικητήριο δαιμόνων και παθών.
Παρόλο, όμως, που μου χάρισε ένα τόσο ισχυρό βίωμα, μόνο στο δεύτερο ταξίδι στο Σινά, λίγα χρόνια αργότερα, θα βίωνα έστω και φευγαλέα την παρουσία της Αγίας στη ζωή μου.
Επίσης ανεξίτηλη εμπειρία ήταν αργότερα η ανάβαση στην Αγία Κορυφή, εκεί όπου ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής έλαβε τις Δέκα Εντολές. Μια κουραστική αλλά θαυμαστή ανάβαση, που την έκανα ολομόναχη -όσο μόνη, δηλαδή, μπορούσα να είμαι με τον Θεό πανταχού παρόντα και τον αόρατο θλιμμένο Άγγελό μου να με ακολουθεί από απόσταση. Θαυμάσια η ιερή σιωπή του Αγίου εκείνου Τόπου! Αλλά και πάλι, δεν μπόρεσα να την αξιοποιήσω όπως έπρεπε. Η καρδιά μου ήταν κλειστή για τον Χριστό και γι’ αυτό, μάλλον, δεν επέτρεψε ο Κύριος, όταν έφτασα, να βρω ανοιχτό το Εκκλησάκι της Κορυφής, το αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα. Κι όμως, μπρος στις κλειστές του θύρες γονάτισα με το πρόσωπο κάτω στο έδαφος και κλαίγοντας εξομολογήθηκα.
Μα ούτε και αυτά με άλλαξαν· από πνευματικής άποψης ήμουν ένας τσιμεντόλιθος.
Μετά την επιστροφή από το Σινά άνοιξε άλλος θλιβερός κύκλος, ο κύκλος των νησιών. Το ίδιο καλοκαίρι βρέθηκα να κρατάω ρεσεψιόν γνωστού ξενοδοχείου σε ένα από τα πιο διάσημα νησιά μας, σε εκείνο όπου αγαπούσα να πηγαίνω μόνη διακοπές, όπως έλεγα πριν. Το φθινόπωρο ξεκίνησα εντατικά ιδιαίτερα μαθήματα βυζαντινής μουσικής, ψαλτικής δηλαδή, τα οποία με βοήθησαν, με πολύ δυνατό δάσκαλο – ο οποίος με την οικογένειά του μού άνοιξαν το σπίτι και την καρδιά τους και τους ευγνωμονώ πάντα γι’ αυτό- και με πολλή μελέτη και άσκηση, σε ένα μόλις χρόνο να δώσω κατατακτήριες και να περάσω στο τέταρτο έτος. Ωστόσο, παρόλο που ήρθε μια τόσο μεγάλη ευλογία στη ζωή μου, η αντιδραστική μου φύση φρόντισε να με αποκόψει κι από αυτήν την ευκαιρία και εγκατέλειψα τις σπουδές μου ακριβώς στο πέμπτο έτος, του πτυχίου. Αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους που λέγω ότι ο βίος μου είναι μια συλλογή από μισοτελειωμένα πράγματα και αποτυχίες.
Η ζωή στο νησί δεν ήταν εύκολη, ιδίως ο βιοπορισμός, και μάλιστα για μια ανειδίκευτη εργάτρια σαν εμένα. Συγχρόνως, το διάστημα που έμεινα εκεί ήταν και η πρώτη φορά που απείχα από την κάνναβη για καιρό, κι αυτό επίσης δεν ήταν εύκολο. Είχα κυρίως διαταραχές διάθεσης, ωστόσο συνέχιζα να πίνω αλκοόλ και να καπνίζω κανονικά τσιγάρα, οπότε καλυπτόταν κάπως το κενό. Και πάνω που έκλεισα ένα χρόνο στο νησί, ήρθε ο τρίτος από τους τέσσερις συντρόφους που σου έλεγα, ο οποίος θα με εισήγαγε σε άλλον έναν κύκλο εξερευνήσεων. Ήμουν ακόμα στο πρωτόγονο στάδιο να έλκομαι από τα φαινόμενα, εκείνα που άγγιζαν τα μάτια μου, και αυτά μού ήταν αρκετά για να σαγηνευθώ. Παρεμπιπτόντως, το ρήμα «σαγηνεύομαι» βγαίνει από τη σαγήνη, που στο λεξικό εξηγείται ως «δίχτυ τράτας». Με άλλα λόγια, όταν σαγηνευόμαστε είναι σαν να μπλεκόμαστε σε ένα δίχτυ. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, οι Απόστολοι του Χριστού μας ήταν αλιείς ανθρώπων, αλλά ουσιαστικά έσωζαν τους ναυαγούς· «αλιεύω» ουσιαστικά σημαίνει πιάνω και τραβώ έξω από το νερό. Πολλά, όμως, από αυτά που συνήθως μας σαγηνεύουν δεν σώζουν, αντιθέτως καταποντίζουν.
Τούτος ο τρίτος ασχολούνταν με το έργο του Καστανέδα, χωρίς όμως να τον αφήνει κι αυτόν ανέγγιχτο η Άπω Ανατολή. Για να είμαι ειλικρινής, ουδέποτε μου προκάλεσε έστω και ελάχιστα το ενδιαφέρον ο Καστανέδα. Μια φορά πήρα να διαβάσω ένα βιβλίο του και το παράτησα νωρίς, και μάλιστα εκνευρισμένη, γιατί με κούρασε. Αυτό που σίγουρα εισέπραττα όμως από αυτόν τον άνθρωπο που είχα δίπλα μου, όπως και από τους προηγούμενους, ήταν ένα σκοτάδι, ένα βάρος ψυχικό να απλώνεται από πάνω μας. Τώρα που κοιτάω πίσω και τα θυμάμαι όλα, αναρωτιέμαι ποιος να ήταν ο βαθύτερος λόγος που βρισκόμουν σε τέτοιες καταστάσεις. Το σίγουρο είναι ότι κουβαλούσα ένα κενό μέσα μου, το απέραντο κενό που προκαλούσε η απουσία του Χριστού στη ζωή μου. Δοχεία είμαστε και αν δε γεμίζουμε με Θεό, πασχίζουμε να γεμίσουμε με ένα σωρό άλλα πράγματα, τα οποία όμως, τελικά, αντί να μας γεμίσουν, μας αδειάζουν ακόμα περισσότερο και παλεύουμε εφ’ όρου ζωής με το ληστευμένο αυτό κενό που μάς αφήνουν.
Κάτι άλλο που σκέφτομαι είναι ότι μου φάνταζαν όλα αυτά τόσο διαφορετικά και ιδιαίτερα, τόσο ενδιαφέροντα! Πόσο μεγάλη πλάνη είναι κι αυτή, πόσο μεγάλη παγίδα του πονηρού! Γίνεται ο άνθρωπος σαν τον αλκοολικό, που αν του δώσεις νερό καθάριο της πηγής να πιει θα το φτύσει, θέλει σώνει και καλά να πιει το οινόπνευμα που τον σκοτώνει. Ένιωθα εγκλωβισμένη στο σώμα μου, στη ζωή μου, στις πλανεμένες πεποιθήσεις μου, στα εργασιακά μου περιβάλλοντα, στη χώρα μου, και ξεγελούσα τον εαυτό μου αναζητώντας μάταια κάτι ασυνήθιστο για να με βγάλει από την αίσθηση αυτή του εγκλωβισμού. Το παρήγορο είναι ότι μπορώ, τουλάχιστον, να αξιοποιήσω πλέον όλες εκείνες τις περιηγήσεις μου σαν να ήταν ένα σκοτεινό και καταστροφικό «πανεπιστήμιο», σαν να έχω εκπαιδευθεί να αναγνωρίζω της κάθε πλάνης την οσμή. Και τώρα που ο Κύριος με το άπειρο έλεός Του με έσωσε από τη φουρτούνα όπου πνιγόμουν, τώρα που λαχταρώ να κολυμπήσω στα απέραντα, γαλήνια, σωτήρια πελάγη της Ορθοδοξίας, τα κρατάω όλα εκείνα στη μνήμη του νου και της ψυχής μου σαν σημεία ζοφερών δυνάμεων, που όταν τις εντοπίζω κάπου, σε μια διδασκαλία, σε ένα ανάγνωσμα, σε μια ομιλία, συχνά ακόμα και σε εικόνες ή ακούσματα, καταλαβαίνω ότι υπάρχει κίνδυνος και τότε χτυπάει συναγερμός: «Στις επάλξεις!!!» Αυτά είναι τα τοξικά δηλητήρια της πλάνης που απειλούν να μολύνουν τα καθάρια νερά της Πίστης μας, παρασύροντας πάμπολλες ψυχές στην απώλεια. Κάποιοι με χαρακτηρίζουν ενίοτε αυστηρή· λυπάμαι, όμως, βαθύτατα που εκείνα τα χρόνια που πήγαινα κυριολεκτικά κατά διαόλου δεν βρέθηκε έστω ένας αυστηρός άνθρωπος να με ταρακουνήσει όπως έπρεπε μήπως και συνέλθω, τότε που ήμουνα αιχμάλωτη, δέσμια των δαιμόνων. Εμένα ο καλός μου Σαμαρείτης, ο Κύριός μου και Κύριος των πάντων Ιησούς Χριστός, δε με βρήκε παρατημένη μετά την επίθεση των ληστών, με άρπαξε κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια τους.
Εκείνος ο άνθρωπος, λοιπόν, από την αρχή ένιωθα ότι θα με δυσκόλευε, αλλά έδειχνα πάντα προτίμηση στις δυσκολίες, ακόμα και στις αχρείαστες και ψυχοφθόρες. Είναι εκείνες οι περιπτώσεις που ειδοποιούμαστε εσωτερικά και εγκαίρως για το λάθος που ετοιμαζόμαστε να κάνουμε, αλλά για διάφορους λόγους επιλέγουμε να παραβλέψουμε την ειδοποίηση αυτή και τελικά πέφτουμε σε έναν τοίχο ή ενίοτε και σε έναν γκρεμό. Μετά από τρεις μήνες γνωριμίας φύγαμε από το νησί εκείνο, αναζητώντας ένα άλλο νησί, το χωριό των ονείρων μας -στην πραγματικότητα των ονείρων του, τα οποία όνειρά του είχα υιοθετήσει ελλείψει αληθινά δικών μου στόχων. Ξεχυθήκαμε στους δρόμους τους ορεινούς: Κίσσαβος, Πήλιο, Δίρφυς…και από κει στην άλλη πλευρά του αρχιπελάγους, για να καταλήξουμε σε ένα ξεχασμένο, γραφικό χωριό κάποιου νησιού του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Εκεί συνάντησα μια μεγάλη μου αγάπη: τα λιόδεντρα! Ήταν η πρώτη φορά που θα εργαζόμουν ως αγρότισσα και, παρά τους κόπους, το κρύο και τον σωματικό πόνο, ήταν μεγάλη χαρά για μένα να γνωρίσω από κοντά τούτο το ευλογημένο δέντρο που το τίμησε ο ίδιος ο Χριστός μας με την προσευχή και τα δάκρυά Του.
Ήξερα από την αρχή ότι δεν θα έμενα πολύ σε εκείνη την κατάσταση. Η σκέψη της φυγής ήταν για μένα η παρηγοριά, η λύτρωση, η δικαίωση αλλά και η υπέρβασή μου. Παράξενο το πώς και πόσο έντονα δενόμουν με καταστάσεις και ανθρώπους, μούλιαζα και βούλιαζα μέσα τους, σχεδόν υποδουλωνόμουν, αλλά στο τέλος έφευγα και ανακουφιζόμουν. Κι αν μίλησα για δικαίωση, είναι επειδή ένιωθα πολύ έντονα τον πόνο που μου προκαλούσαν οι καταστάσεις αυτές. Αυτά συμβαίνουν όταν οι άνθρωποι δεν έχουν αληθινή αγάπη μεταξύ τους, ώστε να μην αλληλογδέρνονται. Μετά από τρεις μήνες φύγαμε κι από αυτό το νησί, διωγμένοι ουσιαστικά από τη γηραιά σπιτονοικοκυρά μας, επειδή δεν επισκευάσαμε την από καιρό ρημαγμένη κεραμιδοσκεπή του σπιτιού μες στο καταχείμωνο. Δεν θα ξεχάσω τον Ιερέα του χωριού, έναν νεαρό, φωτεινόψυχο Πρεσβύτερο με μια γλυκύτατη Πρεσβυτέρα και τρία υπέροχα παιδάκια, που τον διέκρινε ένα σπάνιο μεράκι δημιουργίας, διακονίας και εργασίας. Δούλευε ακούραστα, πότε με το ξεσκισμένο ράσο στα λιόφυτα -που κάποιοι χωριανοί είχαν αφήσει στην Εκκλησία ελλείψει κληρονόμων-, πότε στον ξενώνα που κατασκεύαζε και παράλληλα είχε και τα ιερατικά του καθήκοντα, ως ο μόνος Ιερέας του χωριού. Αν και δεν είχαμε πατήσει ποτέ στον Ναό εκείνους τους τρεις μήνες της παραμονής μας, μας παρακαλούσε να μείνουμε, μας προσέφερε μέχρι και δωρεάν χώρο στον ξενώνα του, γιατί το χωριό εκείνο των ογδόντα περίπου κατοίκων, όπως και τόσα χωριά της παραμεθορίου, δεν είχε νέο κόσμο, οι περισσότεροι εναπομείναντες κάτοικοι ήταν γηραιοί ή το πολύ μεσήλικες. Αλλά εμείς είχαμε ήδη βάλει πλώρη για ένα κοντινό νησί λίγο πιο νότια.
Απέραντη η θάλασσα, απέραντη κι η ομορφιά της χώρας μας της ευλογημένης! Φτάσαμε στον επόμενο προορισμό και είχα ήδη μέσα μου τον πόνο του επερχόμενου φευγιού που θα ερχόταν ένα χρόνο αργότερα. Ούτε εκείνα τα θαλασσινά ή καταπράσινα τοπία μπορούσαν έστω λίγο να απαλύνουν την καρδιά μου, αν και παρηγορούσαν και ξεκούραζαν τα μάτια μου. Μετά τους πρώτους μήνες τους ζαχαρένιους άρχισαν οι συγκρούσεις, οι συγκρούσεις που ποτέ στη ζωή μου δε μου είχαν λείψει και που ανέκαθεν ένιωθα να με αργοσκοτώνουν. «Αργοσκοτώνουν»: «Αργά» + «σκοτώνουν». Το «σκοτώνω» βγαίνει από το «σκότος», γι’ αυτό και το ρήμα στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «σκεπάζω με σκοτάδι». Πόσοι άνθρωποι ζουν έτσι μια ζωή! Ταραχές μια ζωή σε ανθρώπους που ενώσαν τις ζωές τους με τα ιερά δεσμά του Γάμου! Μαλωμένοι πέφτουν να κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι, κέκλικε η μέρα μα ο θυμός εκεί, μαλωμένοι ξυπνάνε. Ξέρεις, άραγε, αν θα ξυπνήσει αύριο το ταίρι σου ή αν θα σου το πάρει ο Κύριος στον ύπνο όπως τόσους άλλους, αν θα’ ναι αυτή η τελευταία νύχτα σας μαζί και θα την έχετε περάσει στο ίδιο σπίτι αλλά χώρια; Ω, η συμφιλίωση, Άνθρωπε! Ω, η συγχώρεση, η συγγνώμη, η αγκαλιά του «Δεν πειράζει»! Να ξέραμε πόσο δενόμαστε με το θυμό μας! Γνήσιο παιδί του εγωισμού, βράχος σκληρός και μυτερός κι ασήκωτος που τον βαστάμε πελώριο με τα χέρια μας τα σάρκινα και ακριβώς γι’ αυτό όταν θυμώνουμε δεν μπορούμε να αγκαλιάσουμε, δεν μπορούμε να κρατήσουμε τίποτα άλλο, δεν μπορούμε καν να δούμε μπροστά μας, βλέπουμε μόνο κείνον τον γρανίτη που σε κάθε κίνησή μας κάπου χτυπάει και κάποιον πληγώνει και πρώτους εμάς που τον κουβαλάμε.
Σε κείνο το νησί τα αγάπησα πολύ τα λιόδεντρα. Βρήκαμε τέσσερα – πέντε λιόφυτα παρατημένα, ζούγκλα είχανε γίνει, και τα πήραμε με συμφωνία για να τα ξανακάνουμε χωράφια. Συνολικά τριακόσια πενήντα δέντρα, τα περισσότερα σε ορεινές περιοχές. Σε πολλές περιπτώσεις οι ελιές είχαν κρυφτεί μέσα στην άγρια βλάστηση ή είχαν αγριέψει και οι ίδιες, βγάζοντας τα γνωστά άγρια στη βάση του κορμού τους. Θλιβερό αυτό στην επαρχία μας· φεύγουν οι νέοι για μια καλύτερη(;), πιο ξεκούραστη ζωή στην πόλη και μένει πίσω η γη να ρημάζει ή την δουλεύουν μετανάστες. Κείνα τα λιόδεντρα τα είχαν πνίξει άγρια πεύκα, πρινάρια, θάμνοι διάφοροι. Ο τόπος τραχύς, ορεινός, αφού ήμασταν στην πλαγιά του βουνού, μεγάλη η κλίση του εδάφους, τόσο που ώρες ώρες να είναι δύσκολη η ισορροπία, το μάζεμα γινόταν κάποτε άθλος αληθινός και ακροβασία. Σκληρή δουλειά, αλλά όμορφη και με πολλή αγάπη για τη φύση.
Ήτανε δύσκολο το οχτάωρο μες στο κρύο, και μάλιστα με μένα να μαζεύω γονατισμένη επί ώρες στο παγωμένο χώμα, αφού πολλές ελιές σε κείνο τον τόπο πέφταν από τους νοτιάδες χάμω , και παρόλο που πονούσε η καρδιά μου κι έκλαιγα κάθε που έπρεπε να κόψουμε ένα άγριο δέντρο για να σώσουμε μια ελιά που πνιγόταν -ω, το δέντρο το κομμένο όταν πέφτει νικημένο απ’ το πριόνι!-, ωστόσο, μετά από καιρό καταφέραμε να τα ξανακάνουμε από ζούγκλα λιόφυτα και πάλι, καταφέραμε και να βγάλουμε το πρώτο μας λαδάκι και η χαρά και η δικαίωση των κόπων μας ήταν απερίγραπτη. Τα έβλεπες τα δέντρα ταλαιπωρημένα αλλά φροντισμένα, να λαμπυρίζουν μες στον ήλιο, με κάδρο τον ελληνικό ουρανό κι εκείνο το αρχαίο όρος, και νόμιζες πως ήσουν σε παραμύθι. Πράσινο καταπράσινο το γρασίδι, ασημοπράσινα τα ελιόφυλλα να λάμπουν, γαλάζιος ο ουρανός…μια ζωγραφιά γαλήνια, γλυκιά· κι όμως, ούτε εκείνη ήταν αρκετή να μαλακώσει την καρδιά μου που πονούσε, ή να φωτίσει την ψυχή μου που σκοτείνιαζε. Γι’ αυτό, μετά από ένα χρόνο αγροτιάς και τουρισμού -τα καλοκαίρια οι ελιές δεν είχανε δουλειά, οπότε δούλευα πάλι ως σερβιτόρα σε άλλο ένα βασανιστικό και ψυχοβγαλτικό πόστο…-, δεν άντεξα πλέον. Μάζεψα για άλλη μια φορά τα κομμάτια μου και τα λιγοστά πράματά μου και έφυγα.
Ήτανε, όμως, το πιο σκληρό, το πιο επώδυνο φευγιό μου, αφού έπρεπε να ξεριζώσω από μέσα μου ένα ένα τα τριακόσια πενήντα λιόδεντρα, που με πολλούς πόνους στο σώμα μου και με εκατοντάδες αγκίδες στα παγωμένα μου δάχτυλα είχα φροντίσει, να ξεριζώσω εκείνο το περήφανο βουνό που είχα περπατήσει στην κορφή του κι είχαν απείρως ξεκουραστεί τα μάτια μου στη θωριά του, να ξεριζώσω τα ματωμένα δειλινά στο πέλαγο, τους καταρράκτες και τα δάση τα άγρια, να ξεριζώσω τους χωριανούς που, αφού κατάφεραν να ξεπεράσουν την καχυποψία τους – «Κατάσκοποι είναι, μπαινοβγαίνουν στην Τουρκία» (!!!)…ενώ ούτε μια φορά δεν περάσαμε απέναντι…-, μας είχαν αγκαλιάσει, να ξεριζώσω και τα ζωντανά που είχαμε κοντά μας σαν να ήταν μέλη της οικογένειας. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως ένας σημαντικός λόγος για όλον εκείνο τον πόνο και τόσους άλλους όμοιους πόνους στη ζωή μου να ήταν η λύπη και η κούραση της ψυχής από τα πάμπολλα και τραγικά λάθη, που πάντα τα πλήρωνα τόσο ακριβά, ώστε τελικά χρεωκόπησα.
Λένε πως ο λαός που δεν διδάσκεται από την Ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει. Κάτι ανάλογο ίσχυσε και στην περίπτωσή μου. Βρέθηκα, λοιπόν, για άλλη μια φορά σε άλλο ένα άκρο: στον ακριβοπληρωμένο ελληνικό τουρισμό των Κυκλάδων. Τα χρόνια του νεοχιπισμού για μένα είχαν μείνει πίσω οριστικά. Η αγροτική ζωή επίσης· δυστυχώς το σώμα μου δε μου επέτρεπε να παραμείνω αγρότισσα, ήταν εντολή γιατρού. Τώρα σειρά είχε ο κύκλος του πλούτου και της επίσημα αποδεκτής διαστροφής και κατάπτωσης. Με ερειπωμένη ψυχολογία, σύρθηκα δια θαλάσσης σε έναν τόπο που έμελλε να με γοητεύει για χρόνια με την ειδυλλιακή ομορφιά του. Ήταν Απρίλης, λίγο πριν το Πάσχα, το οποίο Πάσχα για μένα τότε είχε μηδαμινή σημασία -συγχώρα με, Κύριε!-, αφού ήμουν μακριά από την Πίστη μας. Νοίκιασα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο και άρχισα να ψάχνω για δουλειά ως σερβιτόρα· ποτέ δεν το συμπάθησα αυτό το επάγγελμα, τουναντίον, αλλά ήταν κάτι με το οποίο μπορούσα να βιοποριστώ σχεδόν οπουδήποτε, έτσι ανήσυχη και αεικίνητη που ήμουν.
Βρέθηκα πάλι μόνη με τον πόνο μου και ξένη, αφού δεν είχα έναν άνθρωπο να μιλήσω πέρα από τα σποραδικά ρηχά τηλεφωνήματα εδώ κι εκεί. Βρέφος ευάλωτο ο πόνος της ψυχής, δεν μπορείς να τον ακουμπήσεις οπουδήποτε. Πόσο εύστοχα, όμως, και φωτισμένα τη διαλύει αυτήν την πλάνη του κοσμικού «έρωτα» ο αγαπημένος μου Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος! Πόσο ωραία εξηγεί τον πόνο που σπέρνουν οι δαίμονες στην καρδιά για να δέσουν μια ψυχή εκεί που θέλουν! Μα αυτά δεν τα ήξερα τότε, πίστευα ό,τι ένιωθα και μάλιστα καμάρωνα που ακολουθούσα την καρδιά μου, τη μεθυσμένη κι όχι νηφάλια καρδιά μου. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που πέρασα άσχημες και δυσκολότατες περιστάσεις της ζωής μου τελείως μόνη – από άποψη ανθρώπινης συντροφιάς, εννοώ.
Ο τόπος εκεί ήταν τόσο όμορφος, τόσο σαγηνευτικός, που ξεχνιόσουν για λίγο, όταν, λόγου χάρη, έβλεπες τα χρώματα και τα σχήματα του τοπίου ή την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του νησιού. Ωστόσο αυτά όλα είναι νανουρίσματα για την ψυχή, προσωρινά παυσίπονα. Είναι σαν τα παιχνιδάκια που κουνάμε μπροστά στα μάτια ενός βρέφους για να σταματήσει να κλαίει. Θα σταματήσει για λίγο, αλλά τα παιχνιδάκια αυτά δεν μπορούν ούτε να χορτάσουν την πείνα ή τη δίψα του ούτε να γλυκάνουν τον πόνο του, κι έτσι αναπόφευκτα θα ξαναρχίσει να κλαίει κάποια στιγμή. Μετά από πολλές άκαρπες αναζητήσεις έγινα δεκτή σε ένα από τα ακριβότερα και γνωστότερα εστιατόρια του νησιού και ξεκίνησε μια από τις πλέον ψυχοφθόρες εργασιακές περιόδους της δύστυχης και δύσηχης μποέμικης σταδιοδρομίας μου.
Λίγα πράγματα στη ζωή μου έχω βρει τόσο εκνευριστικώς γελοία, περιττά και ανόητα όσο το στήσιμο ενός ακριβού τραπεζιού. «Το σουπλά με τα πιάτα πρέπει να μπει εδώ· το ποτήρι του νερού εκεί· το ποτήρι του λευκού και του ροζέ κρασιού είναι αυτό ενώ του κόκκινου εκείνο και μπαίνουν εκεί έτσι. Το μαχαιροπήρουνο των starters – οι μεζέδες αγγλιστί, για να «δένει» καλύτερα το όνομα με την τιμή του πιάτου…- μπαίνει εκεί, ενώ του κυρίως πιάτου εκεί. Το κουτάλι της σούπας εκεί, ενώ του γλυκού εκεί. Πω πω, εκεί υπάρχει ένας λεκές στο τραπεζομάντηλο! Βάλε με τρόπο το σετ του αλατοπίπερου επάνω να μη φαίνεται, κοστίζει το καθαριστήριο, μην κοιτάς που είμαστε λουξ»… Και όλο αυτό το στήσιμο έπρεπε να γίνει με τα κυκλαδίτικα μποφόρ στο υπόβαθρο, που σήκωναν τραπεζομάντιλα και ενίοτε και πιάτα στον αέρα – καθότι δεν τρώμε μόνο με το στόμα ούτε γεμίζουμε μόνο το στομάχι· τρώμε και χορταίνουμε και με τα μάτια και η θέα είναι καλύτερη όταν είσαι έξω, στην ακριβοπληρωμένη ρομάντζα.
Ατελείωτοι γκουρμέ κατάλογοι ορεκτικών, κυρίως πιάτων, επιδορπίων, απεριτίφ, κρασιών και λοιπών ποτών που έπρεπε να είσαι σε θέση να προτείνεις και να προωθήσεις, πράγμα δυσκολότατο για τη δική μου μισοκαμένη από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ μνήμη και τις ακαλούπωτες δημόσιες σχέσεις μου. Παρόμοια ψυχική αποστροφή είχα νιώσει μονάχα παλαιότερα, τότε που δούλευα σε πωλήσεις ακριβών καλλυντικών. Και όπως εκεί έπρεπε κανείς να έχει πολλή υπομονή με τις παραξενιές του κόσμου, έτσι και εδώ. Όταν περιμένει κανείς να νιώσει πλήρης μέσω των αισθήσεών του, είναι λογικό η ψυχή του να αντιδρά, επειδή παραμένει κενή και παραμελημένη, και αυτή η αντίδραση θαρρώ πως εξωτερικεύεται συχνά ως ιδιοτροπία. Μπορεί και να σφάλλω, δεν ξέρω. Το είπα αυτό, γιατί όταν η ψυχή μας νιώθει πλήρης και εν ειρήνη, δεν ασχολείται με τέτοια ασήμαντα και περιττά πράγματα. Επαινείται, πάντως, το ανικανοποίητο και το δυσικανοποίητο στις μέρες μας. Εξαίρονται τα «δύσκολα γούστα», το να είναι κανείς «απαιτητικός». Ξεχνούμε να στείλουμε τη σκέψη μας εκεί κάτω στην Αφρική, όπου πεθαίνουν τα γυμνά παιδιά από την πείνα, η οποία πείνα έχει πλέον αρχίσει να χτυπά και τις πόρτες των αλαζονικών ανεπτυγμένων χωρών.
Πόσο ντρέπομαι για τα πολλά χρήματα που κέρδισα με αυτόν τον τρόπο ή πουλώντας, παλαιότερα, αλκοόλ σε ανθρώπους που συχνά παρουσίαζαν τάση για αλκοολισμό ή ήταν ήδη αλκοολικοί! Πόσο θλιβερό, επονείδιστο, εγκληματικό να βιοπορίζεται κανείς αργοσκοτώνοντας σωματικά ή ψυχικά τους συνανθρώπους του ή συμβάλλοντας στη σωματική και πνευματική κατάπτωσή τους! Γι’ αυτό και χρόνια μετά τα εξομολογήθηκα αυτά, αφού είναι όντως αμαρτία. Και το κατάλαβα αυτό ακόμα καλύτερα όταν διάβασα τα σχετικά με το ήθος του Χριστιανού επαγγελματία στη Χρηστοήθεια του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Είναι τραγικό το ότι ο σύγχρονος βιοπορισμός βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ψέμα, στην απάτη, στην εκμετάλλευση, γενικώς στην υποδούλωση στην ύλη και στη λατρεία της. Πάμπολλες περιττές ή και βλαβερές επιχειρήσεις και υπηρεσίες θα έβαζαν λουκέτο, αν έστω εμείς οι Ορθόδοξοι αποφασίζαμε να ζήσουμε κατά Χριστόν, αν δηλαδή ήμασταν αληθινά Ορθόδοξοι και όχι κρυφο-υλιστές. Οραματίζεται άραγε κανείς μια κοινωνία σαν την πρώτη χριστιανική κοινωνία, όπως παρουσιάζεται στις Πράξεις των Αποστόλων (Πρ. β’ 42-47, δ’ 32-37), όπου όλα γινόντουσαν με προσευχή, αγάπη και κοινοκτημοσύνη, μια αγαπητική κοινωνία Θεού και ανθρώπων; Αλλά, από την άλλη, το να περιμένουμε από τον Χριστιανισμό να μάς λύσει τα κοινωνικά προβλήματα έχει τις παγίδες του. Δεν ήλθε γι’ αυτό ο Θεάνθρωπος Χριστός μας στη γη.
Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, αισθάνθηκα ότι νοίκιασα κυριολεκτικά την ψυχή μου στο διάβολο. Εργαζόμασταν από εννέα έως δεκατέσσερις ώρες την ημέρα με σπαστό ωράριο και αμειβόμασταν για οχτάωρο, χωρίς επιπλέον αμοιβή για τις Κυριακές και τις αργίες – ναι, δούλευα ακόμα και Κυριακές η αθεόφοβη, δεν ήξερα πόσο ακριβά πληρώνει ο άνθρωπος την Κυριακάτικη εργασία ενώπιον του Θεού!!! Την υπόλοιπη αμοιβή μας την περιμέναμε από τα φιλοδωρήματα, που ήταν συνήθως γενναιόδωρα, καθότι σερβίραμε ως επί το πλείστον εύπορους Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Το πρωί ετοιμάζαμε το χώρο και το βράδι ήταν ένας μαραθώνιος με ρυθμούς αγώνα ταχύτητας. Η συμπεριφορά, όμως, ιδίως του ενός από τους δύο εργοδότες μας ήταν απαράδεκτη, ενίοτε απάνθρωπη. Όχι μόνο εκμεταλλευόταν στυγνά τους υπαλλήλους του, πράγμα συνηθέστατο, δυστυχώς, στον ελληνικό τουρισμό, αλλά και κάποτε τους εξευτέλιζε ενώπιον των πελατών. Μας θυμάμαι πολλές φορές να τρέχουμε πανικόβλητοι να προλάβουμε τους πελάτες που έρρεαν σαν λαοπλημμύρα στο εστιατόριο, όλοι σχεδόν την ίδια ώρα, γιατί τότε έδυε ο ήλιος και έπρεπε σώνει και καλά να δειπνήσουν με ηλιοβασίλεμα. Κάτι να γινόταν λάθος, μια ασυνεννοησία με τους (φιλότιμους αλλά ως επί το πλείστον αλλόγλωσσους) συναδέλφους, με την κουζίνα ή με τους πελάτες, με τις κρατήσεις, με τις παραγγελίες…και ξαφνικά ερχόταν ο Βεζούβιος να εκραγεί μπροστά μας με προσβλητικές εκφράσεις, ωρυόμενος, βρυχώμενος, μαινόμενος. Και έπρεπε μετά εσύ να καταπιείς την ντροπή και την οργή και το βούρκωμά σου, μαζί και την κούραση και το παράπονο και την ψυχική σου εξάντληση και κείνον τον κόμπο στο λαιμό, και να συνεχίσεις να χαμογελάς σερβίροντας τους ευγενικούς αλλά και απαιτητικούς πελάτες σου, ενώ μέσα σου η καρδιά έκλαιγε. Αν έφευγαν χωρίς να αφήσουν φιλοδώρημα ή έστω καλά λόγια και ευχαριστίες, καταλάβαινες ότι εισέπραξαν το κακό κλίμα και μια κακή εξυπηρέτηση, δηλαδή είχε χαλάσει το ρομαντικό και ακριβό τους δείπνο. Είχες αποτύχει για άλλη μια φορά.
Δεν πίστευα στα αυτιά μου εκείνο τον καιρό, όταν άκουσα ότι υπήρχαν δωμάτια ξενοδοχείων στο νησί που χρεωνόντουσαν τρεις χιλιάδες ευρώ τη νύχτα. Προφανώς επρόκειτο για δωμάτια με ειδικές υπηρεσίες, πισίνα, τζακούζι, μασάζ, θέα στο πέλαγο ή ποιος ξέρει τι άλλο, ενώ το ίδιο εκείνο ξενοδοχειακό κτίριο μπορεί πολλά χρόνια πριν να ήταν το ταπεινό σπίτι ενός νησιώτη ή και ένα καπετανόσπιτο, χτισμένο μέσα στον βράχο και φαγωμένο κάθε χειμώνα από την υγρασία. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι όλη αυτή η αλαζονική κατάσταση, αλλά και η γενικότερη στην οποία αυτή εντάσσεται, περιγράφεται στην Αποκάλυψη με έναν πολύ ενδιαφέροντα όρο: στρῆνος.
«Ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, καὶ ἐγένετο κατοικητήριον δαιμονίων καὶ φυλακὴ παντὸς πνεύματος ἀκαθάρτου καὶ φυλακὴ παντὸς ὀρνέου ἀκαθάρτου καὶ μεμισημένου· ὅτι ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πέπωκαν πάντα τὰ ἔθνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς μετ’ αὐτῆς ἐπόρνευσαν, καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐκ τῆς δυνάμεως τοῦ στρήνους αὐτῆς ἐπλούτησαν». (Αποκάλυψις Ιωάννου ιη’ 2-3)
Ω, τι μας περιμένει, Άνθρωπε, αν έχουμε κάνει την ύλη και τη σάρκα μας θεό και την προσκυνούμε! Είχε τόσο πολύ μισήσει η ψυχή μου αυτήν την κατάσταση, που όταν κάποτε, μετά από πολλά υγρά απογεύματα που δουλεύαμε με νοτισμένα ρούχα λόγω υγρασίας ή και ψιχάλας -έχει τύχει ακόμα και να σερβίρω πελάτες κυριολεκτικά μέσα σε σύννεφο…-, όταν λοιπόν αρρώστησα για πολλοστή φορά στη ζωή μου με βαριά βρογχίτιδα -«στα πρόθυρα πνευμονίας» είπε ο γιατρός-, ανακουφίστηκα αφάνταστα που θα μπορούσα επιτέλους να πάρω τρεις μέρες ρεπό, αφού, όταν δουλεύει κανείς σεζόν σε αυτές τις περιπτώσεις, το ρεπό το ξεχνάει για ένα εξάμηνο. Βέβαια, για να μου δώσουν αυτές τις τρεις μέρες ελευθερίας, έπρεπε να φτάσω στο σημείο να έχω αναπνευστικές κρίσεις εν ώρα εργασίας, ακόμα και παραγγελιοληψίας. Οι ευγενείς πελάτες μου ερχόντουσαν σε τραγική θέση όταν, την ώρα που μου έδιναν παραγγελία για το δείπνο τους, έβλεπαν ξαφνικά να μου κόβεται η μιλιά μαζί και η ανάσα, να αρχίζω να βήχω ασταμάτητα και να τρέχουν τα μάτια μου από την ασφυξία. Μείναν στη μνήμη μου εκείνα τα σιωπηλά, απορημένα και ανήσυχα ευρωπαϊκά βλέμματα· σαν να αναρωτιόντουσαν αν επρόκειτο να πεθάνω μπρος στα μάτια τους ή όχι. Και παρόλο που στο μικρό, υγρό δωμάτιό μου ήταν μαρτυρικό εκείνο το τριήμερο, αφού δεν μπορούσα ούτε να αναπνεύσω κανονικά αλλά ούτε και να κοιμηθώ από το βήχα, ήμουν πανευτυχής που δεν θα χρειαζόταν να αντικρίσω τους τυράννους μου έστω και για τρεις μέρες.
Μετά από ένα εξάμηνο εξαντλητικής δουλειάς -ή, μάλλον, πικρής δουλείας-, πλήρες ακολασίας και σπάταλων καταχρήσεων -είχα περάσει πλέον σε ακριβές ουσίες, από την αλβανική κάνναβη στη μαροκάνικη, από τις μπύρες και τις ρακές στα ακριβά κρασιά…-, βρέθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου με αρκετές χιλιάδες ευρώ στο λογαριασμό μου, αλλά και με μια ψυχολογία απερίγραπτα σκοτεινή. Έψαχνα απεγνωσμένα τρόπο να βγω από το τούνελ τόσων χρόνων. Τότε άνοιξε ο επόμενος κύκλος, των μακρινών ταξιδιών. Πριν όμως ξεκινήσω να ταξιδεύω, ήξερα μέσα μου ότι κάποια πράγματα έπρεπε οπωσδήποτε να αλλάξουν. Όλη μου η ύπαρξη, ψυχή και σώμα, μου φώναζε ότι δεν ήθελε ούτε άντεχε άλλες καταχρήσεις, άλλη ναρκομανία. Τι ειρωνικό, αλήθεια: η μανία της νάρκης. Να θέλω μανιωδώς να είμαι ναρκωμένος. Η νάρκη ως λήθαργος, η νάρκη στο ναρκοπέδιο. Ακόμα και αν πίνεις διεγερτικά ναρκωτικά, στην ουσία σε ναρκώνουν. Χάνεις τη νηφαλιότητά σου, την αντίληψή σου, τη φρούρηση των αισθήσεών σου, τη συνείδησή σου, την ευθύνη της ζωής σου, κάποτε και την προσωπικότητά σου. Ακόμα και με τα απλά και φυσικά ναρκωτικά που εντείνουν τη λειτουργία των αισθήσεων, όπως η ινδική κάνναβη, πάλι ναρκωμένος είσαι στην ουσία, μέσα στο σύννεφο της επήρειας, πέρα από την υπνηλία που φέρνουν ούτως ή άλλως. Ακόμα κι αν πίνεις μη – τοξικομανιογόνα, στην ουσία πάλι εθίζεσαι. Απόδειξη; Κάνε πως τα κόβεις επί τόπου και τότε θα δεις πόσο ελεύθερος είσαι πραγματικά.
Κι όμως, με τη βοήθεια του Θεού, την οποία τότε, μέσα στη φαντασμένη τύφλωσή μου, την ερμήνευα ως αποτέλεσμα δήθεν της ισχυρής μου θέλησης και των νεοεποχίτικων ενασχολήσεών μου, πήρα την απόφαση να κόψω μαχαίρι όλες τις στερεές, υγρές και αέριες ουσίες που με κρατούσανε δεμένη. Έκοψα ταυτόχρονα την ινδική κάνναβη, το αλκοόλ και το απλό -αλλά επίσης δηλητηριώδες και εθιστικό- τσιγάρο και ό,τι άλλη ουσία θα μπορούσε να έλθει στο δρόμο μου. Όποιος έχει κόψει έστω το κάπνισμα, μπορεί να έχει μια πολύ μικρή ιδέα του τι σημαίνει αυτό.
Αμέσως άνοιξε ένα σκοτεινό βάραθρο μέσα μου, ή, μάλλον, αποκαλύφθηκε το βάραθρο που τόσα χρόνια τεχνηέντως έκρυβαν και κρυφά ενίσχυαν οι ουσίες. Με έπιαναν κρίσεις αγοραφοβίας. Κρίσεις δύσπνοιας και δυσφορίας. Ξαφνικές ταραχές. Φόβος και τρόμος. Αν κλεινόμουν σε ένα δωμάτιο, ένιωθα ότι οι τοίχοι όλο και στένευαν για να με πλακώσουν. Τα σωθικά μου τα ένιωθα σαν αγρό μετά από βομβαρδισμό. Δεν μπορούσα να βρω ησυχία πουθενά. Πουθενά! Έψαχνα απελπισμένα στο διαδίκτυο να βρω όμορφες εικόνες φύσης, αυτές με γαλήνευαν κάπως για λίγο, γιατί στο μεταξύ είχα μετακομίσει για άλλη μια φορά ως φιλοξενούμενη σε πόλεις και είχα αποκοπεί από τη δημιουργία του Θεού, ήμουν εγκλωβισμένη ανάμεσα στα δημιουργήματα των ανθρώπων. Έψαχνα να βρω «καμιά καλή κωμωδία», γιατί σε κάποιο νεοεποχίτικο βιβλίο πλανεμένης συγγραφέως της εποχής εκείνης είχα διαβάσει ότι το γέλιο θεραπεύει. Βέβαια, σε άλλο πλανεμένο νεοεποχίτικο βιβλίο, από κείνα που μιλάνε για «μπλοκαρισμένα τσάκρα», είχα διαβάσει ότι και το κλάμα θεραπεύει. Μόνο που γι’ αυτούς το κλάμα δεν είναι η σωτήρια συντριβή της κατά Θεόν λύπης που έλκει τη θεία παρηγοριά, είναι απλά μια μηχανική τεχνική πρόκλησης δονήσεων στο θώρακα προκειμένου να ξεμπλοκαριστεί το «τσάκρα της καρδιάς» που έχει μαζέψει «συναισθηματική στάχτη»… Ω, η ευρηματικότητά σου, διάβολε πανεπιστήμονα!!!
Έψαχνα, λοιπόν, τρόπο να θεραπευθώ με τα νοσηρά και απατηλά μέσα των «ενεργειών», των «συχνοτήτων», των διαφόρων «τεχνικών αναπνοής», των χρωμάτων, των αρωμάτων, των ήχων, των ανατολίτικων ασκήσεων και των πολεμικών τεχνών… Να πεθαίνεις, δηλαδή, της δίψας και να πέφτεις στα λασπόνερα για να ξεδιψάσεις. Δίπλα να τρέχει γάργαρο το νερό της πηγής, κρυστάλλινο και δροσερό να σου προσφέρεται, και εσύ να επιμένεις στις λάσπες. «ὅτι ἐταπεινώθη εἰς χοῦν ἡ ψυχὴ ἡμῶν». Ω, πόσο ακριβά την πλήρωσα και την πληρώνω αυτή τη λάσπη!