Εισαγωγή

Καλώς ήλθατε στην «Επιστροφή από τον Άδη»!

Στην κεντρική σελίδα του ιστολογίου μπορείτε να διαβάσετε το βιβλίο συνεχόμενα. Κάνοντας κλικ επάνω στον τίτλο κάθε κεφαλαίου, μπορείτε να διαβάσετε το μεμονωμένο κεφάλαιο. Έχετε υπ’ όψιν σας ότι στο τέλος της ανάγνωσης κάθε μεμονωμένου κεφαλαίου οι ενδείξεις «επόμενες δημοσιεύσεις» παραπέμπουν ουσιαστικά στις προηγούμενες και το αντίστροφο.

Καλή σας ανάγνωση!

Δόξα απέραντη στην Αγία Τριάδα,
τιμή ευφρόσυνη στην Υπεραγία Θεοτόκο,
στα Ουράνια Τάγματα,
στις Χορείες των Αγίων.
Εφ’ όρου ζωής Συγγνώμη,
αιώνιο Ευχαριστώ.

Αφιερωμένο
σ’ όσους θαλασσοδέρνουν στ’ ανοιχτά
καταμεσής της τρικυμίας
και λησμονήσανε την Κιβωτό
και το Λιμάνι
που τους περιμένουν.

 


«…καὶ περιετίθετο τὰ ἐνώτια αὐτῆς καὶ τὰ καθόρμια αὐτῆς καὶ ἐπορεύετο ὀπίσω τῶν ἐραστῶν αὐτῆς, ἐμοῦ δὲ ἐπελάθετο, λέγει Κύριος. Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ πλανῶ αὐτὴν καὶ τάξω αὐτὴν ὡς ἔρημον καὶ λαλήσω ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῆς…» Ωσηέ β’ 15-16


«Ελέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός». Ψαλμός ν΄ 3-5


«εὗρον ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν»
ᾎσμα ᾈσμάτων γ΄ 4


«οὕτω, λέγω ὑμῖν, γίνεται χαρὰ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ
ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» Κατά Λουκάν ιε’ 10


«Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ· τὸν εὐιλατεύοντα πάσας τὰς ἀνομίας σου, τὸν ἰώμενον πάσας τὰς νόσους σου· τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν σου, τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς· τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου, ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου». Ψαλμός ρβ’ 1-5


«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Παρήγγειλέ μου ο Χριστός, σαν ήμουνα παιδί Του,
μην ξεστρατίζω μακριά, να μένω στην αυλή Του.
Μα εγώ δεν Τον υπάκουσα, πήρα να ταξιδέψω,
έπρεπε σώνει και καλά το βίο μου να ξοδέψω.

Στο βόρβορο κυλίστηκα, σε μαύρα καλντερίμια,
στους παγετούς επάγωνα, έλιωνα στα λιοπύρια,
ώσπου απόκαμα εντελώς, νεκρώθηκα… κι ας ζούσα
κι απ’ την πολλή μου τύφλωση βλαστήμιες ξεστομούσα.

Τ’ Όνομα σιχαινόμουνα, μισούσα τη Μορφή Του
και ας ποθούσε η δίψα μου τα βήματα ερημίτου.
Έσκυβα μέσα μου να δω, τίποτα δεν υπήρχε,
κοιμόταν η συνείδηση, λαλιά να πει δεν είχε.

Και τότε ήλθε ο Σταυρός, Ναυαγοσώστης μέγας,
κι ως βυθιζόμουν μ’ έβγαλε ξανά στο φως της μέρας.
Ευχαριστώ Σε, Κύριε, η συγγνώμη μου είναι λίγη,
μα να Σε εγγίζω θα ποθώ ώσπου η ψυχή να φύγει!

Α’ – Νήφων εὔπλους ;

Τα πρώτα βήματα. Οι πρώτες πληγές.

Στις τέσσερις η ώρα τα χαράματα μιας Τετάρτης του Αυγούστου, το βρεφικό κλάμα μου πρωτάγγιξε τ’ αυτιά της ήδη κουρασμένης ανθρωπότητας. Βέβαια, για τη μητέρα μου, που για τρίτη φορά είχε πάει στο μαιευτήριο να γεννήσει την πρωτότοκή της, αυτό το κλάμα ήταν παραπάνω από χαρμόσυνο.

Δεν το’ ξερα ακόμα, αλλά εκείνη τη μέρα ήταν η μνήμη ενός Αγίου Οικουμενικού Πατριάρχη που καταδέχθηκε, μετά την παραίτησή του από τον Θρόνο, να πάει να βοσκήσει χοίρους σε Μοναστήρι. Ήταν η μνήμη του ταπεινού Αγίου Νήφωνα. Από το «νήφω», που μεταξύ άλλων σημαίνει είμαι νηφάλιος, είμαι προσεκτικός και σε εγρήγορση, κρατάω καθαρό τον νου και την καρδιά μου. Εκείνη τη μέρα, επίσης, ήταν η μνήμη ενός Σικελού Μεγαλομάρτυρα, του Αγίου Εύπλου. Τ’ όνομά του σημαίνει και αυτόν που εκτελεί καλό θαλασσινό ταξίδι. Ήταν σαν να μου έλεγαν οι δύο Άγιοι με τον τρόπο τους ότι ο Χριστιανός χρειάζεται να έχει ταπείνωση και μαρτυρικό φρόνημα και ότι, για να έχω καλό ταξίδι στο βίο μου, θα πρέπει να νήφω. Ή ίσως να προφήτευαν ότι θα έκανα ακριβώς τα αντίθετα.

Παράξενο παιδάκι ήμουν, μοναχικό. Με θυμάμαι να περπατάω στο δρόμο για το νηπιαγωγείο και να απλώνω το χέρι μου στον ήλιο, όταν είχε λιακάδα, ζητώντας του να μου δώσει μια αχτίδα του για να περπατάμε χέρι χέρι. Πάντα αγαπούσα να περπατάω μόνη μου, ιδιαίτερα στον πρωινό ήλιο. Όταν ήμουν περίπου εικοσιπέντε χρονών μού εξομολογήθηκε η μητέρα μου ότι κάποτε της είχε πει προβληματισμένη η νηπιαγωγός, πως όταν μάζευε τα παιδάκια για να παίξουνε, έπαιρνα τα παιχνίδια μου και έπαιζα μόνη μου σε μια γωνιά, φτιάχνοντας δικές μου ιστορίες. Μάλλον αυτό προσπάθησα να κάνω και μετά, να φτιάξω τη δική μου ιστορία. Είναι μια από τις συχνές παγίδες του πονηρού: να σε βάζει σε μια ολέθρια πεπατημένη και πεπλανημένη οδό, αφού πρώτα σου δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι πρωτοτυπείς.

Κάτι άλλο που αγαπούσα να κάνω ως νήπιο ήταν να παίρνω το βαλιτσάκι μου και να πηγαίνω απ’ το ένα δωμάτιο του σπιτιού στο άλλο· άνοιγα το βαλιτσάκι στο σαλόνι, άδειαζα τα παιχνίδια, έπαιζα, μετά τα ξαναέβαζα μέσα, πήγαινα στην κουζίνα κι από κει στο παιδικό και ξανά στο σαλόνι. «Τι κάνεις, παιδί μου;» είχε ρωτήσει κάποια στιγμή παραξενεμένη η μητέρα μου. «Είμαι ταξιδιώτης» της είχα απαντήσει με το συνηθισμένο σοβαρό μου ύφος. Σαν να ήξερα από τότε ότι σε τούτη τη ζωή δεν θα είχα ποτέ δικό μου σπίτι και ότι θα ταξίδευα πολύ. Άλλη μια συχνή παγίδα του πονηρού: να σε πείθει κάποτε ότι ταξιδεύεις, ενώ εσύ στην πραγματικότητα χάνεσαι, οδεύεις σταθερά και δήθεν εξερευνητικά προς την απώλεια.

Η βαρκούλα της ψυχής μου άρχισε να κλυδωνίζεται νωρίς από τις συνεχείς ταραχές του κοντινού περιβάλλοντος στην παιδική μου ηλικία. Μας θυμάμαι με τον αδελφό μου τις ώρες εκείνες τις δύσκολες. Τρέχαμε να κουλουριαστούμε κρυφά σε μια γωνιά, ο ένας κολλητά δίπλα στον άλλο, με την αλληλεγγύη των φοβισμένων. Ένιωθα τότε κάτι να φουσκώνει μέσα μου, μια θάλασσα που ανέβαινε απ’ το στομάχι στο διάφραγμα κι από κει στο κεφάλι. Ένιωθα πως θα ‘σκαγα, σαν να γινόμουνα σφουγγάρι που μάζευε μέσα του πλημμύρα ολόκληρη. Πόσα πλασματάκια το βιώνουν αυτό από μικρά! Συνειδητοποιούμε άραγε πόσο κακό προκαλούμε στον εαυτό μας και στους άλλους όταν στερούμαστε και στερούμε την ειρήνη και την ομόνοια, πόσο δένονται οι ψυχές μας στην ίδια την ενοχή τους και πόσο μπορεί να μας λυτρώσει το να ακουμπήσουμε αυτήν την ενοχή στο Πετραχήλι ενός Ιερέα και από εκεί στο έλεος του Θεού; «Συγγνώμη!» Υπάρχουν, Άνθρωπε, πιο γλυκιές λέξεις να πεις στον Θεό και στο διπλανό σου απ’ το «Συγγνώμη» και το «Ευχαριστώ»; Ένα δίλημμα που δεν έχω καταφέρει ακόμα να λύσω είναι αυτό: αν είχα μια τελευταία στιγμή ζωής και προλάβαινα μόνο μια λέξη να πω στον Δημιουργό και Σωτήρα μου, ποια από αυτές τις δύο θα διάλεγα;

Τα παιδικά μας χρόνια κύλισαν με μια διαρκή μετακίνηση από τόπο σε τόπο. Λόγω της εργασίας του πατέρα μου αλλάζαμε σπίτια, πόλεις και χωριά συνέχεια. Σε κάθε μετακόμιση η ίδια εικόνα: ο αδελφός μου κι εγώ στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου να αποχαιρετούμε κλαίγοντας τους φίλους μας, που μας κουνούσαν το χέρι καθώς απομακρυνόμασταν…και μετά ξανά…καινούριο μέρος, καινούρια γειτονιά, καινούριοι φίλοι… Στο σχολείο η κατάσταση για μένα ήταν δύσκολη, γιατί ήμουν πάντα το καινούριο παιδάκι, κι όταν είσαι καινούριος και παράξενος σε αυτές τις ηλικίες, τα πράγματα δυσκολεύουν. Δεχόμουν συστηματικά βία στο δημοτικό, σωματική και ψυχολογική. Μάλιστα είχα παρατηρήσει ότι αυτό ήταν πιο έντονο στην αρχή, μέχρι να με συνηθίσουν τα παιδιά, μετά με άφηναν στην ησυχία μου. Αλλά, όταν πλέον με άφηναν στην ησυχία μου, ήταν ήδη καιρός για την επόμενη μετακόμιση, οπότε η ιστορία ξεκινούσε πάλι απ’ την αρχή.

Θυμάμαι σκηνές παιδικού μαρτυρίου…να με σέρνουν από τα μαλλιά πάνω στο χαλίκι του αυλόγυρου – ένα παιδάκι αλλήθωρο, θυμάμαι, το είχε κάνει αυτό, ποιος ξέρει πόσο το είχε σκάψει η χλεύη για τα ματάκια του -, να με χτυπούν, να με βρίζουν, να με χλευάζουν και να με φτύνουν, να πετούν τη σάκα μου με τα βιβλία απ’ το παράθυρο του δεύτερου ορόφου στην αυλή κι όλα αυτά χωρίς να έχω πειράξει ποτέ κανέναν τους. Με θυμάμαι να γυρνάω σπίτι το μεσημέρι και να κάθομαι να κλαίω στα σκαλιά, όχι απ’ τον πόνο ή το παράπονο ή το θυμό ή τη λύπη μου, αλλά από τα νεύρα μου, από την ψυχική μου εξάντληση. Από τότε ξεκίνησα να έχω κουρασμένα νεύρα. Ποιος ξέρει αυτά τα πλάσματα τι κουβαλούσαν απ’ το σπίτι τους και ξεσπούσαν πάνω μου.

Τον καιρό που ζούσαμε σ’ ένα χωριό στην κεντρική Ελλάδα, οι δάσκαλοι με είχαν στείλει σε άλλο σχολείο από αυτό της γειτονιάς μου, απ’ το τριθέσιο στο δωδεκαθέσιο, για να προχωρήσω, όπως λέγανε, πιο γρήγορα. Σε κείνο, λοιπόν, το σχολείο είχα τις χειρότερες μνήμες, σαν αυτές που σου περιέγραψα πιο πάνω. Μια μέρα είχαμε χωριστεί στο διάλειμμα η τάξη σε δυο ομάδες, τα αγόρια στη μια και τα κορίτσια στην άλλη. Το παιχνίδι ήταν να περάσει ένα χαρτάκι με «το μυστικό» -μια ασήμαντη παιδική φρασούλα, ούτε καν θυμάμαι τι έλεγε – από όλα τα κορίτσια που σχηματίζαν αλυσίδα και η τελευταία να το ρίξει στον καταρράκτη, που ήταν δίπλα στο σχολείο, πίσω από τον φράκτη, χωρίς να το πάρουν στα χέρια τους τα αγόρια. Έτυχε να είμαι η τελευταία της σειράς και οι λαχανιασμένοι δεκάχρονοι συμμαθητές μου έφτασαν ακριβώς τη στιγμή που έφτασε και το χαρτί σε μένα.

«Δώσ’ το μας!» είπε ο αρχηγός τους απειλητικός.

«Όχι» απάντησα σταθερά.

«Δώσ’ το μας!!!» ξαναείπε, ακόμα πιο αγριεμένος.

«Όχι!!!» είπα και με ένα χαμόγελο πέταξα το χαρτάκι πίσω από τον φράχτη, στη δασωμένη πλαγιά που κατέληγε στον καταρράκτη. Με γράπωσαν αμέσως, ένας από το ένα χέρι κι ένας από το άλλο, και με τραβήξαν από την αυλή μες στο σχολείο, στο δεύτερο όροφο, όπου ήταν η τάξη μας. Με κόλλησαν με την πλάτη στον πίνακα κρατώντας τα χέρια μου ανοιχτά και τεντωμένα. Ήμουν σαν σταυρωμένη. Και τότε άρχισε η ανάκριση:

«Τι έγραφε το χαρτί;»

«Δε σας λέω».

Πρώτο χαστούκι, τόσο δυνατό που ζαλίστηκα.

«Τι έγραφε το χαρτί;»

«Δε σας λέω!!!»

Δεύτερο χαστούκι με μανία, πιο δυνατό απ’ το πρώτο. Θυμάμαι ο αρχηγός έφτυνε στις παλάμες του και τις έτριβε παίρνοντας φόρα πριν χτυπήσει. Δέκα μαζεύτηκαν τα χαστούκια κι ίσως να ήταν περισσότερα, αν δε χτυπούσε το κουδούνι για το μάθημα. Τα μάγουλά μου πρησμένα, κατακόκκινα, έκαιγαν και πονούσαν, το «μυστικό» όμως δεν τους το είχα πει. Αρνούμενη να υποκύψω στη βία και στο φόβο, ίσως να προσπάθησα ασυνείδητα να μιμηθώ, μέσα στην παιδική μου αφέλεια και αθωότητα, τις ιστορίες της γιαγιάς μου, της μητέρας της μητέρας μου. Κείνη η βασανισμένη ψυχή, που στα νιάτα της ήταν στην Εθνική Αντίσταση αλλά μακριά από τον Χριστό, ελέησε αργότερα ο Κύριος να επιστρέψει και να αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της στην Εκκλησία. Μια-δυο φορές το χρόνο που ερχόταν να μας δει, μας διάβαζε την Καινή Διαθήκη, βίους Αγίων και ιστορίες αγωνιστών της Αντίστασης. Τα είχε όλα στην καρδιά της ενωμένα η γιαγιούλα μας και έφερνε πάντα τα βιβλία μαζί της. Ρουφούσα τα λόγια της λαίμαργα και βούρκωνα πάντα όταν τα άκουγα…τα βασανιστήρια των Γερμανών…τα βασανιστήρια των ειδωλολατρών και λοιπών χριστομάχων… Βούρκωνα και συνάμα τους θαύμαζα όλους μέσα μου με δέος, όταν άκουγα τις θαρραλέες απαντήσεις και των μεν…

«Πώς σε λένε;»

«Ελληνίδα!!!»

και των δε…

«Αν δεν προσκυνήσεις τους θεούς μας θα πεθάνεις».

«Κάντε μου ό,τι θέλετε. Είμαι Χριστιανός».

Πλάι στον Χίτλερ ο Διοκλητιανός, ο Δέκιος, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και όλοι οι ταλαίπωροι εκείνοι τύραννοι που γέμισαν τον Παράδεισο Μάρτυρες, ήταν οι τρομερές μορφές που είχαν τυπωθεί στην παιδική μου φαντασία…τερατώδεις και απρόσωποι συγχρόνως, αφού δεν μπορούσα, μες στην αθωότητά μου, να φανταστώ πώς θα μπορούσε να είναι η θωριά ενός τυράννου…

Στο δημοτικό αναπτύχθηκαν περισσότερο και οι εξερευνητικές μου τάσεις. Μας πηγαίναν εκδρομή με το σχολείο στις εξοχές κι εγώ, αντί να παίζω λάστιχο, σχοινάκι, μήλα ή κάποιο άλλο παιχνίδι με τις συμμαθήτριές μου, παρατηρούσα το τοπίο τριγύρω και μόλις κάτι μου τραβούσε την προσοχή, πήγαινα να το εξερευνήσω. Συνήθως ήταν η κορφή ενός υψώματος -«Άραγε τι θέα έχει από εκεί πάνω;«-, μια στροφή του χωματόδρομου που δεν έβλεπες πού οδηγούσε ή κάτι παρόμοιο. Με θυμάμαι να γυρίζω σπίτι μετά από τέτοιες εκδρομές και εξερευνήσεις και να αντικρίζω στην πόρτα τη μητέρα μου αναστατωμένη:

«Τι έπαθες;!» με ρωτούσε με αγωνία.

«Τι έπαθα;;;» ρωτούσα κι εγώ ανυποψίαστη και εκείνη μού έδειχνε τα πόδια μου. Μόνο εκείνη τη στιγμή αντιλαμβανόμουν ότι είχα καταγδαρθεί και καταγρατζουνιστεί από τα αγριόχορτα, τις πέτρες και τα αγκάθια και τα πόδια μου ήταν ματωμένα. Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτό που πάθαιναν τα πόδια μου στις εκδρομές, θα το πάθαινε αργότερα η ψυχή μου από άλλες, σκοτεινές εξερευνήσεις.

Όταν άναψε το καμίνι και άνοιξε η άβυσσος.

Νόμιζα ότι τα παιδικά μου χρόνια ήταν άσχημα, μέχρι που ήλθε η εφηβεία. Εκεί άρχισαν οι δαίμονες να μου δείχνουν πραγματικά τα νύχια και τα δόντια τους. Στα δώδεκά μου άρχισαν οι πυρώσεις που κράτησαν είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια. Και παρόλο που το εφηβικό μου σώμα βασανιζόταν για πολύ καιρό, μόλις στα είκοσι πέταξα στα σκουπίδια την ιερή και πολύτιμη παρθενία μου.

Δεν ξέρω τι έφταιξε για τούτη την πρώιμη δοκιμασία, αν έφταιξαν τα ποικίλα εξωτερικά ερεθίσματα ή κάποιος ψυχολογικός ή πνευματικός παράγοντας. Έχοντας πλέον γνωρίσει περισσότερα για τους πνευματικούς νόμους μέσα από τη διδασκαλία της αγίας Ορθοδοξίας μας, θεωρώ πολύ πιθανό να είχα δεχτεί ήδη από τότε την επίδραση δαιμονίου πορνείας. Δεν είναι και τόσο δύσκολο να συμβεί αυτό υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Έχω ακούσει, λόγου χάρη, σε κήρυγμα, πως όταν καταριόμαστε κάποιον μπορεί αυτός να δαιμονιστεί και ενίοτε ίσως να μην είναι εύκολα αντιληπτός ο δαιμονισμός ενός ανθρώπου. Κάποτε είχαν στείλει στον Άγιο Πορφύριο μια τριμελή οικογένεια και πρώτος εκείνος διέγνωσε ότι είχαν όλοι τους δαιμόνιο· ο Πνευματικός τους, αν και φωτισμένος Ιερομόναχος, δεν το είχε αντιληφθεί. Ίσως, λοιπόν, όλα εκείνα τα θυμωμένα «Ου, να μου χαθείς!!!» και άλλα που άκουγα επί χρόνια να έπιασαν τόπο. Ίσως, πάλι, να έφταιγε η τάση που είχα παιδιόθεν για μωροκενοδοξία. Και το λέγω αυτό, γιατί θαρρώ πως τον ταπεινό οι κατάρες δεν τον πιάνουν, τον φυλάει η Χάρη του Θεού. Ίσως να ήταν συνδυασμός αυτών των δύο ή κάτι άλλο, δεν ξέρω. Ξέρω ότι για μένα αυτές οι πυρώσεις ήταν κάτι βασανιστικό. Όποιος έχει διαβάσει το βίο της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας μπορεί να έχει μια ιδέα, γιατί αργότερα την ξεπέρασα κατά πολύ στην αμαρτωλότητα.

Στα δεκατρία μου άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της η λύπη με τη μορφή βαθιάς μελαγχολίας και αυτοκαταστροφικών τάσεων. Θυμάμαι ένα χειμωνιάτικο βράδι εκείνης της τρυφερής και αμήχανης ηλικίας που, μέσα στη σκοτεινιά της καρδιάς και του νου μου, πήρα κρυφά δύο ντεπόν, δύο ασπιρίνες και δύο χωνευτικά χάπια νομίζοντας ότι έτσι θα αυτοκτονούσα. Παρόλα αυτά, συνέχιζα κανονικά τη ζωή μου, πάντα επιμελής στο σχολείο, σχετικά προσεκτική στις συναναστροφές, τουλάχιστον στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Μα η λύπη αυτή η κατά κόσμον είναι δαιμονική, ένα σαράκι που αργοτρώει την ψυχή, απομυζώντας κρυφά τις δυνάμεις της. Πολύ αργότερα θα μάθαινα τι θα πει λύπη κατά Θεόν. Η λύπη δηλαδή η εποικοδομητική, η λύπη για την πνευματική κατάπτωσή μας, η λύπη που έλκει τη θεία παρηγοριά, το κατά Θεόν πένθος. Η λύπη αυτή η δεύτερη δεν έχει απελπισία ούτε απόγνωση, δεν έχει κατάθλιψη, δεν έχει αυτοκαταστροφικές τάσεις. Είναι η λύπη του ανθρώπου που σκύβει μετανιωμένος το κεφάλι του ενώπιον του Θεού κι είν’ η ψυχή του η ένοχη σαν δέντρο πλακωμένο απ’ το χιονιά. Και τότε βγαίνει ο ήλιος, η αγάπη και το έλεος του Θεού μας, και λιώνει το χιόνι και ανακουφίζεται η ψυχή από το βάρος! Πόσες φορές το έχω νιώσει αυτό μέσα στα μαύρα μου τα χάλια!

Τα χρόνια της εφηβείας ήταν και χρόνια άγχους. Σχολείο, αγγλικά, γερμανικά, στίβος, κιθάρα…δεν είχα χρόνο ελεύθερο ούτε για μια ήρεμη ανάσα. Νωρίς αρχίσανε οι δύσπνοιες που θα με συντροφεύαν σε όλη την υπόλοιπη -μέχρι τώρα, τουλάχιστον- ζωή μου, για να εξελιχθούν κατόπιν σε άσθμα. Είναι μια σύγχρονη πληγή της κοινωνίας μας: τα αγχωμένα παιδιά που τρέχουν να προλάβουν τις «υποχρεώσεις» τους. Και δεν σκέφτονται οι γονείς – που θέλουν βέβαια, να εξοπλίσουν τα παιδιά τους με «προσόντα»- ότι μπορεί κανείς να μάθει ξένες γλώσσες ή ό,τι άλλο και στα είκοσι και στα τριάντα του ή και αργότερα, αλλά το πολύτιμο δώρο της ξεγνοιασιάς δεν μπορεί να το έχει για πολύ μετά την παιδική του ηλικία.

Αν φροντίζαμε να εφοδιάζουμε από νωρίς τα παιδιά μας με την πίστη, την αγάπη και την εμπιστοσύνη στον Άγιο Τριαδικό Θεό, πολλά δώρα θα ερχόντουσαν κατευθείαν από τη θεία Χάρη, χωρίς τις παρενέργειες της ανθρώπινης παιδείας. Δεν το λέγω εγώ, το λέγει ο βίος του Μεγάλου Αντωνίου, που δεν τον στείλαν οι γονείς του να σπουδάσει για να μη διαβρωθεί από τα διεφθαρμένα ήθη της νεολαίας της εποχής του, και όμως έφτασε να μιλάει με τον ίδιο τον Χριστό. Το λέει και ο βίος του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη, που, έχοντας πάει σχολείο μόνο μέχρι την τετάρτη δημοτικού, συνεννοούνταν με ανθρώπους που μιλούσαν ξένες γλώσσες τις οποίες εκείνος ποτέ δεν είχε διδαχθεί και έκανε ακόμα και διαγνώσεις αλλά και ιάσεις ασθενειών με το διορατικό και ιαματικό χάρισμα που του έδωσε ο Κύριος. Το λένε, επίσης, και πολλοί βίοι σοφών Αγίων μας, οι οποίοι είχαν μικρή μόρφωση. Το λένε, αντιθέτως, και οι βίοι πολλών γραμματιζούμενων κακούργων.

Στα δεκαέξι μου εντάθηκε, παράλληλα, και η κλίση προς τον αναχωρητισμό. Ήταν η αρχή των εσωτερικών συγκρούσεων που θα με ταλανίζαν επί δεκαετίες. Το σώμα μου ψηνόταν στο καμίνι, μα η ψυχούλα μου ποθούσε ησυχία, διψούσε για εκείνη τη γαλήνια σιωπή που ένιωθα ως δεύτερή μου φύση από παιδί. Κι όμως, τον Χριστό ακόμα δεν Τον γνώριζα αληθινά. Θαρρώ τα περισσότερα παιδιά το στερούνται αυτό, το βλέπουμε παντού τριγύρω στις μέρες μας. Δεν μπορεί να γνωρίσει το παιδί και ο έφηβος τον Χριστό απλά μέσα από τον Κυριακάτικο εκκλησιασμό και το Κατηχητικό και μάλιστα σε καιρούς με τόσες παγίδες, με τόσους περισπασμούς και πειρασμούς, κάτι που μπορεί εύκολα να διαγνώσει κανείς και από τη συμπεριφορά των παιδιών στην κοινωνία μας, ακόμα και από το ότι οι εκτρώσεις ξεκινούν από την εφηβεία!

Αν γνωρίζαμε σε βάθος τη διαφορά ανάμεσα στον κατά σάρκα και στον κατά Θεό Γάμο, αν ξέραμε πόσο ο τρόπος που πλησιαζόμαστε, που σμίγουμε, που ενωνόμαστε και που πορευόμαστε επηρεάζει όλη την κοινή ζωή μας αλλά και τη ζωή των παιδιών μας, θα παίρναμε πολύ σοβαρά κάποια πράματα. Άκουσα κάποτε έναν φωτισμένο Ιεροκήρυκα, τον αγαπημένο μου διδάσκαλο π. Αθανάσιο Μυτιληναίο, που ήταν ακραιφνής φορέας της Ορθόδοξης Παράδοσης, να λέει ότι πρώτος σκοπός του κατά Θεόν Γάμου είναι η θέωση, δεύτερος η αποφυγή της πορνείας -γιατί δύσκολα εγκρατεύεται ο μόνος και η μόνη- και τρίτος, τελευταίος από όλους, η τεκνογονία. Εμείς ξεκινούμε ανάποδα και μάλιστα αγνοούμε τα σημαντικότερα. Μήπως ακούστηκε βαριά η λέξη «πορνεία»; Όπως το να αρπάξει κανείς κάτι που δεν του ανήκει είναι κλοπή, έτσι και το να δώσει το σώμα του χωρίς πρώτα να το παντρέψει είναι πορνεία, άσχετα αν αμείβεται κανείς για τις συνευρέσεις του ή όχι· δεν το λέγω εγώ, η Αγία Γραφή το λέγει. Αλλιώς έχουμε ειδωλοποιήσει το σαρκικό έρωτα και είμαστε ειδωλολάτρες χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Απόδειξη; Πώς λέγονται τα σκευάσματα που διεγείρουν τη γενετήσια επιθυμία; Αφροδισιακά. Και πώς λέγονται τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα; Αφροδίσια. Και πώς λεγόταν η «θεά του έρωτα» στην ειδωλολατρική αρχαία Ελλάδα; Αφροδίτη. Ποιο χριστιανικό ζευγάρι που νυμφεύθηκε και ζει τη συζυγική ζωή με οδηγό το Ευαγγέλιο ασχολείται με τα αφροδισιακά ή κινδυνεύει από τα αφροδίσια;

Ήμουν, λοιπόν, μια διχασμένη έφηβη, που συνδύαζε μακριές φούστες και νηστείες με πονηρούς λογισμούς. Βέβαια, κατά πόσο γινόταν αυτό ανώδυνα, στην πραγματικότητα η ψυχούλα μου το ξέρει, καθώς και όποιος έχει ποτέ φιλοξενήσει μέσα του αύρα γλυκιά του πρωινού πλάι σε μια πυρκαγιά. Θυμάμαι, πάντως, ότι από παιδί προσπαθούσα συχνά και αυθόρμητα να σκληραγωγήσω, τρόπον τινά, τον εαυτό μου με την εικόνα της ερήμου κατά νου. Έλεγα μέσα μου: «Αν ήμουν μόνη μου στην έρημο και δεν το είχα αυτό, τι θα έκανα;» Και προσπαθούσα να εκπαιδευτώ, έστω νοερά, στο να επιβιώνω με λίγα. Τούτη η σχέση μου με την έρημο θα εξελισσόταν και θα δυνάμωνε αργότερα, όταν θα επισκεπτόμουν το Σινά.

Στο Λύκειο η θλίψη βάθυνε και συγχρόνως έγινε πιο διανοητική. Επίμονες σκέψεις αυτοκτονίας κοσμημένες με στίχους ποιητικούς, αφού ήδη από τα έντεκα είχα εμφανίσει κλίση στην ποίηση, παράλληλα με την οίηση. Κοσμική τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου, η ποίηση ήταν για μένα ένας σημαντικός τρόπος να εξωτερικεύω αλλά και να αναλύω τα αισθήματά μου, δεδομένου ότι ποτέ δεν αγαπούσα τις πολλές συναναστροφές, αλλά και σπάνια έβρισκα ανθρώπους που να με καταλαβαίνουν και να αναπαύομαι πλάι τους. Ήμουν πολύ ευαίσθητη στην ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση των άλλων. Αν καθόμουν, λόγου χάρη, δίπλα σε έναν θλιμμένο, ένιωθα να με διαπερνά η θλίψη του, δίπλα σε έναν θυμωμένο ο θυμός του και ούτω καθεξής.

Κλεινόμουν στο σπίτι μελετώντας για το σχολείο, αλλά όταν έβγαινα έξω να διασκεδάσω μεταμορφωνόμουν ή, μάλλον, παραμορφωνόμουν… κι έβλεπε κανείς ένα ξέφρενο πλάσμα να πίνει, να μεθάει και να χτυπιέται στους ρυθμούς της ροκ και άλλων τέτοιων μουσικών ειδών, που στόχο έχουν, μεταξύ άλλων, και την αφύπνιση τελείως γήινων, σαρκικών ενστίκτων, από το ρηχό, ανθρώπινο έρωτα μέχρι τον άκρατο, κτηνώδη ερωτισμό – ω, πώς ξέπεσε η ιερή ένωση στα μάτια μας, Άνθρωπε!!!- και το βανδαλισμό στις ακραίες μορφές τους. Με γοήτευε, πάντως, κι εμένα τότε το μότο «Ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος», ήθελα να φύγω νωρίς, όχι επειδή θα με περίμενε Κάποιος μετά, αλλά επειδή ‘σνόμπαρα’ τούτη τη ζωή, μου προκαλούσε αποστροφή.

Είχα μια παρέα στα χρόνια του Λυκείου, γύρω στα δέκα άτομα, καλά παιδιά με ήρεμες ζωές κατόπιν, με την οποία βγαίναμε τα καλοκαίρια, αργά τη νύχτα στα ξενυχτάδικα, πίναμε, χορεύαμε, μεθούσαμε -ή, μάλλον, κυρίως εγώ μεθούσα, οι άλλοι απλά έπιναν- και μετά γυρνούσαμε σπίτι πιο άδειοι από ό,τι ήμασταν πριν βγούμε. Καμιά φορά μετά από το ξενύχτι του Σαββατόβραδου περνούσαμε από κάποιον Ναό το πρωί της Κυριακής «ν’ ανάψουμε ένα κεράκι» πριν πάμε σπίτι για ύπνο. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω τι ήταν εκείνο το κεράκι. Ήταν σαν να λέγαμε «Τόσο αξίζεις, Θεέ, ένα κερί μετά από ξενύχτι”…ή ήταν ένα βαθύ, σιωπηλό «Κάτι μέσα μου Σε θυμάται, Κύριε… μη με ξεχνάς κι ας είμαι σε αυτά τα χάλια!”;

Η εφηβεία μου είχε ως κατακλείδα ένα «πάρτι ενηλικίωσης» σε μια παραλία. Η άκρατη κατανάλωση αλκοόλ και μάλιστα διαφορετικών ειδών κατέληξε στο να πέσω αναίσθητη στην άμμο για πολλή ώρα, ξυπνώντας μόνο για να κάνω εμετό. Να με συγχωρείς για την εικόνα, θέλω απλώς να σου δείξω την κατάπτωσή μου. Δόξα τω Θεώ που η παρέα -ανάμεσά τους και ένας μελλοντικός γιατρός- προνόησε να μου κρατούν με βάρδιες το κεφάλι ανασηκωμένο για να μην πάθω αναρρόφηση, η οποία μπορεί να αποβεί θανατηφόρα, ως γνωστόν. Τελικά εκείνη τη νύχτα, ένας από τους φίλους με φόρτωσε στην πλάτη του, με έβαλε στο αυτοκίνητο και μαζί με άλλους δύο με πήγαν στο νοσοκομείο, αφού δεν σταματούσα να κάνω εμετό και πλέον κινδύνευα από αφυδάτωση. Με είχε συγκινήσει το ότι οι τρεις καλοί μου φίλοι είχαν παραμείνει έξω από το δωμάτιο του νοσοκομείου όλο εκείνο το μεταμεσονύχτιο δίωρο – 3 με 5 π.μ.- μέχρι να αδειάσουν τα δύο μπουκάλια ορού που μου είχαν βάλει οι νοσοκόμες. Άτιμο πράγμα το οινόπνευμα, τρώει τον άνθρωπο σαν σαράκι. Είναι ένας τρόπος των πολλών να χαλαρώνουν, να ευθυμούν ή να ξεχνιούνται, αλλά αν δεν προσέξει κανείς και πέσει στην παγίδα του, δύσκολα γλιτώνει. Κάποιοι, μάλιστα, έρχονται σε επαφή με αυτό πολύ νωρίς, πράγμα που μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Μούδιασε η καρδιά μου όταν κάποτε είδα σε μια φωτογραφία ένα νήπιο τεσσάρων ή πέντε χρονών, να στέκεται πάνω σε ένα τραπέζι όπου καθόντουσαν χαμογελαστοί ενήλικες, με τα μάτια του κόκκινα από το πιώμα και με τα χέρια ανοιχτά, σαν να χόρευε ζεϊμπέκικο… ή σαν να υπήρχε από πίσω του ένας αόρατος σταυρός, πάνω στον οποίο σταυρωνόταν η παιδική του ηλικία και αθωότητα.

Την άλλη μέρα πήγαμε με τον πατέρα μου να πληρώσουμε τα χρωστούμενα. Η νοσοκόμα με ρώτησε αν θα το ξανακάνω. Της είπα όχι, πιστεύοντας πραγματικά ότι δεν θα το ξαναέκανα. Έσκισε το χαρτί και δε μας χρέωσε τίποτα. Πάντως, όλα κουνιόντουσαν επί τρεις μέρες, σαν να ήμουν – ή επειδή ήμουν – σε πλοίο με φουρτουνιασμένη θάλασσα…

Β΄ – «καὶ γίνεται λαῖλαψ ἀνέμου μεγάλη, τὰ δὲ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ βυθίζεσθαι». Κατά Μάρκον δ΄ 37

Μια εσφαλμένη και ακριβοπληρωμένη υποχώρηση. Το πρώτο αίμα.

Όταν επρόκειτο να συμπληρώσω το μηχανογραφικό μου πριν από τις Πανελλήνιες, τρεις σχολές είχα στο νου μου: την Ψυχολογία -επειδή νόμιζα ότι θα με βοηθούσε να καταλάβω τον ανθρώπινο ψυχισμό, τον οποίο από μικρή συνήθιζα να παρατηρώ και να ερευνώ-, τη Θεατρολογία -επειδή μου κέντριζε το ενδιαφέρον το ψυχογράφημα στο θέατρο- και τη Νομική -επειδή ονειρευόμουν να υπερασπίζομαι αδύναμους κι αδικημένους. Απών ο Θεός από τις επιλογές μου, ούτε σκέψη να σπουδάσω Θεολογία. Τελικά, αποφάσισα να μη χαλάσω το χατίρι των οικείων μου και δήλωσα Ελληνική Φιλολογία. Ανησυχούσαν ότι οι επιλογές μου δεν θα μπορούσαν να μου εξασφαλίσουν τον απαραίτητο βιοπορισμό. Πού να φανταζόντουσαν ότι λίγα χρόνια μετά ένας ψυχολόγος θα κέρδιζε σε τρία τέταρτα της ώρας πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι ένας φιλόλογος σε ένα εξάωρο. Η αλήθεια είναι ότι εξακολουθούσα να θέλω αυτά που ήθελα, αλλά ήμουν πάντα το παιδί του «ναι» και επειδή οι δικοί μου θα στριμώχνονταν οικονομικά για να με σπουδάσουν, με έπιασε το φιλότιμο. Ήταν τόσο περιορισμένοι οι ορίζοντές μου και τόσο αποκοιμισμένη η διάνοιά μου, που ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό να επιλέξω μια σχολή της αρεσκείας μου και να εργάζομαι παράλληλα για να μη γίνομαι βάρος. Δεν είχα φανταστεί τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα έφερνε αυτή μου η επιλογή ή, μάλλον, η υποχώρηση.

Το προανάκρουσμα ήλθε ένα μήνα πριν τις Πανελλήνιες. Ένα απόγευμα με έπιασε η συνήθης μου δύσπνοια και βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω αέρα. Αντί όμως να νιώσω καλύτερα, άρχισα να βλέπω τον ακάλυπτο από κάτω να πλησιάζει, σαν να έπεφτα. Μπήκα αγχωμένη στο δωμάτιο και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα τα μάτια μου να σφίγγουν μισόκλειστα, τα χείλη και τη γλώσσα μου να στραβώνουν σε βαθμό να μην μπορώ να αρθρώσω, τα δάχτυλα των χεριών μου να παθαίνουν αγκύλωση. Τρομοκρατήθηκα, νόμιζα ότι θα μείνω έτσι μόνιμα. Πάσχιζα να προφέρω τα γράμματα του αλφαβήτου ένα ένα και αργά αργά, για να μην αφήσω το στόμα μου μουδιασμένο. Μετά από κάποια ώρα, δόξα τω Θεώ, συνήλθα. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό, αν ήταν μια απλή υπεροξυγόνωση, ένα μικρό εγκεφαλικό ή κάτι άλλο, γιατί άκουσα διάφορα κατά καιρούς όταν το συζητούσα, αν και δεν πήγα ποτέ σε γιατρό για να μάθω. Από κείνη τη μέρα, πάντως, σχεδόν έκοψα το διάβασμα μέχρι τις Πανελλήνιες και άρχισα τις βόλτες. Και ήταν μεγάλη ειρωνεία για μένα, όταν μετά από καιρό βγήκαν τα αποτελέσματα και βρέθηκα να έχω περάσει στη σχολή -που ήταν από τις πλέον δυσπρόσιτες της εποχής- με κάποιες εκατοντάδες μόρια πάνω από τη βάση και υποτροφία. Μετά από άγχος, κόπο, ξενύχτια και στερήσεις ετών, είχα κερδίσει υποτροφία για να σπουδάσω κάτι που δε με ενδιέφερε.

Όταν μπήκα σε κείνο το νυχτερινό τρένο που θα με πήγαινε στη Θεσσαλονίκη για να ξεκινήσω το χειμερινό εξάμηνο, έβγαλα το κεφάλι μου από το παράθυρο την ώρα που το όχημα ξεκινούσε και κοίταξα πίσω, στο σταθμό που απομακρυνόταν μελαγχολικά μέσα στη νύχτα. Με θυμάμαι να λέγω μέσα μου «Μαύρη πέτρα!!!» κι ύστερα να ξανακάθομαι και να κοιτάω σταθερά μπροστά. Και όντως, εκείνη η πόλη για πολλά χρόνια θα κρατούσε τη μαύρη πέτρα της, μέχρι να έρθει η συμφιλίωση μετά από δεκαετίες.

Ένα μικρό διαμέρισμα που είχε δωρίσει ο πατέρας μου στην αδελφή του, όπου δεν πλήρωνα ενοίκιο, με περίμενε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί θα περνούσα τα πέντε πιο σκοτεινά χρόνια της μέχρι τώρα ζωής μου. Η φοίτηση στο Πανεπιστήμιο ήταν καθαρά μηχανική για μένα. Γραφόμουν στα μαθήματα, παρακολουθούσα, διάβαζα, έγραφα εξετάσεις, περνούσα και ούτω καθεξής. Έκανα παρέα με ήρεμα και καλόκαρδα παιδιά που δεν είχαν πολλές απαιτήσεις από τη ζωή τους.

Το πρώτο έτος κύλησε σχετικά ήσυχα. Πέρασα όλα τα μαθήματα, αφού ήμουν ακόμα υπάκουη και επιμελής όπως στο σχολείο και είχαμε πολλές αποχές Βοηθών Καθηγητών. Από το φθινόπωρο, όμως, του δεύτερου έτους η βαρκούλα της ψυχής μου άρχισε να πλέει σε ταραγμένα νερά. Τότε συνειδητοποίησα ότι κουβαλούσα αβυθομέτρητο θυμό μέσα μου. Ένα μέρος αυτού του θυμού ξεσπούσε σε βιαιότητες. Μου δώριζαν λίτρα ολόκληρα από δυνατά οινοπνευματώδη ποτά, τα οποία κατανάλωνα επιμελώς και μάζευα τα άδεια μπουκάλια σε ένα μικρό δωματιάκι που ήταν το καθιστικό μου. Όταν με έπιανε κρίση θυμού, έπαιρνα τα μπουκάλια και τα πετούσα με δύναμη στον τοίχο. Ήταν μια συγκεκριμένη γωνιά που την είχα μόνο γι’ αυτή τη δουλειά. Ακόμα θυμάμαι τον σκληρό ήχο που έκανε το γυαλί καθώς θρυμματιζόταν βίαια και τα δάκρυα που άφηναν στον τοίχο τα υπολείμματα του αλκοόλ, σαν μια αιμορραγία ή σαν δάκρυα αληθινά, δάκρυα λύπης· σαν να με συντρόφευε στη μοναχική μου οργή το ίδιο το οινόπνευμα που με κατέστρεφε.

Οι εκρήξεις θυμού εξαπλώθηκαν. Σταμάτησα να εκκλησιάζομαι, οι σχέσεις μου με την οικογένειά μου μπήκαν πλέον σε μια ρότα φουρτουνιασμένη που θα κρατούσε δεκαετίες και άρχισα να βαρυγκομώ με τη σχολή. Καρυδότσουφλο η ψυχή μου στο έλεος των ανέμων που δυναμώναν, ο ουρανός μου αντάριαζε ολοένα. Αγνοούσα ότι πίσω κι από το πιο βαρύ και μαύρο σύννεφο κρύβεται ολόλαμπρος ο νοητός ο Ήλιος, ο Χριστός!!!

Λίγο αργότερα βάθυνε κι άλλο η κατάθλιψη και ξεκινήσαν οι απόπειρες αυτοκτονίας. Δειλές και αφελείς, όχι μελετημένες, αλλιώς δε θα’ μουν εδώ να σου γράφω, θα με είχε καταπιεί το σκοτάδι. Χάπια, ξυράφια, άσβεστες οι ουλές στη σάρκα μου μετά από τόσα χρόνια. Και ήταν τόση η διαστροφή της θλίψης μου, που έβγαζα και φωτογραφίες της αιμορραγίας για να έχω ενθύμιο, ή ίσως επειδή είχα ανάγκη ένα μάτι να με δει, να δει το χάλι μου, έστω κι αν ήταν το μάτι της κάμερας. Αγνοούσα ότι και στο πιο άδειο δωμάτιο υπάρχει ένας οφθαλμός που τα πάντα βλέπει. Ήταν εκεί ο Κύριος, ήταν δίπλα μου ο Κύριος, όσο κι αν Τον μισούσα -λες και έφταιγε Αυτός για το πληγιασμένο παρελθόν μου και το κενό της ύπαρξής μου, Αυτός που μου έδωσε απ’ την αρχή τόσα πολλά!-, ήταν εκεί και περίμενε. Μα εγώ… ζούσα με εικόνες από μούμιες στους τοίχους, εγκλεισμό, ανορεξία και αϋπνία, αλκοόλ, μοναξιά, στίχους οργισμένους και ακατανόητους, ενίοτε βλάσφημους… Εκείνο τον καιρό έγραψα ένα ποίημα στο οποίο σκότωνα, τάχα, τον Θεό -συγχώρα με, Κύριε!!! Ήμουνα πλέον ένα φάντασμα.

Κάποια στιγμή η κατάθλιψη -ή, μάλλον, η μανιοκατάθλιψη, αφού είχα ακραία σκαμπανεβάσματα- επιδεινώθηκε, η ψυχολογία μου καταβαραθρώθηκε και μαζί της ο αυτοσεβασμός μου. Το καλοκαίρι του δεύτερου έτους βεβήλωσα την παρθενία μου τελείως κυνικά. Σε μια επίσκεψη στην πόλη των γονιών μου πήγα και βρήκα μια φίλη μου, αυτοκτονική και αυτή, βυθισμένη σε έναν διεστραμμένο αισθησιασμό· ήταν, ίσως, ο τρόπος που είχε για να βρίσκει ανθρώπινη επαφή, αν και τελικά τής στοίχιζε, όπως στοιχίζει πάντα σε κάποιον να ξεπουλάει το χρυσάφι του σε τιμή τσίγκου. Της είπα λοιπόν κατά λέξη ότι θέλω να ξεφορτωθώ την παρθενιά μου. Με βάραινε, με ενοχλούσε. Βέβαια, κάτι που δεν είχα καταλάβει τότε, μέσα στην τύφλωσή μου, ήταν ότι, στην πραγματικότητα η παρθενία μου δεν ενοχλούσε εμένα, ενοχλούσε το διάβολο, γιατί ο άρχοντας του αιώνα τούτου ξέρει πολύ καλά την ανεκτίμητη αξία της παρθενίας ενώπιον του Θεού. Έτσι, λοιπόν, κανονίστηκε η δοσοληψία, το ανόσιο «νταλαβέρι». Τι άσχημη λέξη! Δύσηχη. Και δύστυχη. Πόσο πιο δύσηχο και δύστυχο το περιεχόμενό της ώρες ώρες, ιδίως στ’ αυτιά του Θεού!

Ήμουνα είκοσι χρονών, είχα το αυτεξούσιο του αυτοεξευτελισμού και της αυτοκαταστροφής μου. Με κυνικό τρόπο μού έκλεισε η φίλη ένα ραντεβού. Με κυνικό τρόπο πρωτοσυνάντησα τον ξένο το ίδιο εκείνο βράδι. Με κυνικό τρόπο τρεις ώρες και κάποια ποτά αργότερα σκόρπισα στη λάσπη τον πολύτιμο θησαυρό μου. Όλα έγιναν κυνικά, με πλήρη ψυχική και σωματική αναισθησία. Και ξέρεις, φαντάζομαι, ότι η λέξη «κυνικός» έχει μέσα της τη λέξη «κύων», που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει…σκύλος! Μα το τραγικό είναι ότι οι σκύλοι έχουν, τουλάχιστον, ως δικαιολογία τη σκυλίσια φύση τους· εγώ, η εικόνα του Θεού… τι δικαιολογία είχα;

Την άλλη μέρα ήμουν τελείως λεηλατημένη ψυχικά. Δεν είναι τυχαίο, αν και δεν το συσχέτισα τότε, ότι, λίγο καιρό μετά το έγκλημα αυτό, η κατάθλιψη με γκρέμισε στα τάρταρα. Άρχισα να έχω μέχρι και παραισθήσεις. Πήγα σε μια ψυχίατρο, η οποία, μετά από ένα σύντομο ερωτηματολόγιο ελάχιστων λεπτών -αυτή είναι για σένα η αξία της ανθρώπινης ψυχής, «ψυχίατρε»;- έβγαλε τη διάγνωση «αγχώδης κατάθλιψη» και μου έδωσε τρία χάπια: ένα αντικαταθλιπτικό, ένα αγχολυτικό -για την τυχόν υπερδιέγερση που θα μου προκαλούσε το αντικαταθλιπτικό-, και ένα αντιπαρκινσονικό -για τα τρέμουλα που θα μου έβγαζαν τα άλλα δύο. Σαν πειθήνιο σκυλάκι τα πήρα.

Στο μεταξύ είχε προκύψει άλλο ναυάγιο στο δρόμο μου, άλλη μια απογοήτευση από μια ρηχή σχέση με έναν αλκοολικό νέο. Έρεβος! Βρήκε ευκαιρία η κατάθλιψη και μέσω αυτής ο κύριός της, ο άρχοντας του σκότους, και κάναν ανεμπόδιστα τη δουλειά τους. Πήρα ό,τι χαπάκι της ψυχιάτρου βρήκα μπροστά μου και το κατάπια. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου με τη μούμια στον τοίχο να με κοιτά και περίμενα. Δεν ήταν, όμως, η ώρα μου ακόμα. Και, για να είμαι ειλικρινής, με τέτοια ισχνή δόση δε νομίζω ότι θα πέθαινα ούτως ή άλλως. Οι οδηγίες έγραφαν ότι στα ψυχιατρεία έδιναν στους βαριά ασθενείς εκατονταπλάσιες δόσεις του αγχολυτικού από αυτήν που έπαιρνα εγώ. Μετά από λίγο βγήκε στην επιφάνεια το «ένστικτο αυτοσυντήρησης» -που πολλές φορές έκανε την εμφάνισή του εκείνα τα μαύρα χρόνια και που πλέον ξέρω ότι ήταν η άρνηση της ψυχής μου να χαθεί και η έγνοια του Κυρίου για το πλάσμα Του με τη μεσιτεία της Παναγίας Μητέρας Του– και προκάλεσα στον εαυτό μου εμετό. Μαζί βγήκε και αίμα. Φοβήθηκα. Το Ιπποκράτειο ήταν δίπλα, σηκώθηκα καταρρακωμένη και πήγα. Δεν εφημέρευε, ωστόσο αναγκάστηκα να εξηγήσω στο θυρωρό την κατάστασή μου πριν με παραπέμψει στο ΑΧΕΠΑ. Εκεί με εξετάσανε, απάντησα πολλές φορές, μέσα σε κείνη την ψυχοσωματική θολούρα που με διακατείχε, την ερώτηση «Γιατί είστε εδώ;» και «Γιατί το κάνατε;» σε γιατρούς και εκπαιδευόμενους και νοσοκόμους… και πέρασα τη νύχτα σε ένα ράντσο στο διάδρομο, κάτω από κείνο το παγερό και άσκημο φως της λάμπας φθορίου – και πολύ μού ήταν. Την άλλη μέρα με έπιασε τάση φυγής και δεν περίμενα το εξιτήριο, χώρια που φοβόμουν μήπως με κρατήσουν για άλλο ένα εφιαλτικό βράδυ. Σηκώθηκα και έφυγα με ελαφρά πατήματα, αφού έκρυψα τα νοσοκομειακά μου έγγραφα στο εκκλησάκι του νοσοκομείου.

Μόλις γύρισα σπίτι, μισοπεθαμένη ψυχικά, βρήκα ένα σημείωμα στο γραμματοκιβώτιο από φίλους που ήξεραν ότι έψαχνα δουλειά, αφού η σχολή κούτσαινε πλέον: «Το τάδε κουλτουριάρικο καφέ θέλει σερβιτόρα. Ο υπεύθυνος θα είναι εκεί την τάδε ώρα το μεσημέρι». Το πιστεύεις ότι ετοιμάστηκα και πήγα; Δεν ξέρω πώς πήγα, με κείνη τη μελανή θάλασσα στο νου και την καρδιά μου, αλλά πήγα. Βέβαια, αν και όλοι εκεί ήταν ευγενέστατοι, μου ήταν αδύνατο να χαμογελάσω. Επίσης δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά ούτε να αντιληφθώ τι μου έλεγαν. Μου έδειχναν την τάξη της κουζίνας και νόμιζα ότι ακούω υψηλά μαθηματικά, στα οποία ποτέ δεν ήμουν καλή ούτως ή άλλως. Φυσικά δεν την πήρα τη δουλειά. Πήρα μια άλλη δουλειά μετά από αρκετό καιρό μάταιης αναζήτησης. Γιατί, μπορεί να ήμουν καταθλιπτική, αλλά ήμουν και ειλικρινής. Όταν με ρωτούσαν αν έχω ξαναδουλέψει, τους έλεγα την αλήθεια, δηλαδή «Όχι».

Οι πρώτοι που δεν τους ενόχλησε η απειρία μου ήταν σε ένα παρακμιακό καφέ-μπαρ. Ο υπεύθυνος φαινόταν να είναι ένας απλός, συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά οι πελάτες ήταν όλοι πονεμένες ιστορίες. Ναρκομανείς, πρώην ναρκομανείς στη μεθαδόνη, τζογαδόροι, αλκοολικοί, αξιωματικοί της Ασφάλειας που δεν τιμούσαν ιδιαίτερα το επάγγελμά τους και άλλοι νεκροζώντανοι… Και για να τους αντέξω όλους αυτούς, με τον πόνο και την κατάπτωσή τους παράλληλα με τη δική μου την κατάντια, έπινα κι εγώ μαζί τους. Σχολούσα απόγευμα και ήμουν ήδη με τις αναθυμιάσεις τους οινοπνεύματος. Πτώση, πτώση, πτώση! Πονάω τώρα όταν σκέφτομαι πόσοι αδελφοί μας παραμένουν βυθισμένοι στα έλη της εξάρτησης! Πόσες ψυχές κλείσαν τα μάτια τους στο φως του Χριστού και μπήκαν αυτόβουλα σε τάφους σκοτεινούς κι εκεί φυτοζωούνε νεκροζώντανες!

Μια ψύξη στην πλάτη που με καθήλωσε στο κρεβάτι με φρικτούς πόνους για εβδομάδες -αποτέλεσμα της εξωτερικής διανομής καφέδων χωρίς προφύλαξη από το κρύο- ήταν η αφορμή να παραιτηθώ από κείνο το μέρος. Αλλά εν τω μεταξύ είχε εμφανιστεί στη ζωή μου μια μεγαλύτερη πληγή. Ένας άνθρωπος που θα μου στερούσε το χαμόγελο για τα επόμενα δυόμιση χρόνια.

Σκοτεινοί κύκλοι.

Περπατώντας, λίγους μήνες πριν, στην πόλη, είχα δει ένα κατάστημα με είδη από την Ινδία. Άνοιξη ήταν, θυμάμαι, και η άνοιξη εκείνα τα χρόνια ήταν για μένα εποχή ιδιαίτερα κατάλληλη για λάθη. Όλη αυτή η ορμή που δίνεται από τον Θεό στη φύση για να αποτινάξει από πάνω της τη νάρκη του χειμώνα και να δώσει νέα ζωή, σε μένα λειτουργούσε σαν ένα ξυπνητήρι χαμηλών ενστίκτων. Αυτό, σε συνδυασμό με την ελαφρότητα της κρίσης μου απέναντι στις καταστάσεις, τον ανόητα ενθουσιώδη παρορμητισμό μου και την ακατάπαυστη τάση εξερεύνησης, πειραματισμού και ρίσκου, άνοιγε απέραντες προοπτικές αποτυχίας, δυστυχίας και κατάπτωσης. Και είναι ειρωνικό το ότι τόσα χρόνια θεωρούσα τον εαυτό μου «κυνηγό», ενώ στην πραγματικότητα ήμουν όσο κυνηγός μπορεί να είναι κάποιος που τον σέρνουν από τ’ αυτιά οι Σειρήνες.

Το μαγαζί μύριζε ινδικό αρωματικό στικ και ακουγόταν νανουριστική ινδική μουσική. Η φυσιογνωμία του μου έκανε αμέσως εντύπωση, έτσι όπως ήταν απόκοσμος, αλλά δεν ασχολήθηκα αρχικά. Ήταν, πάντως, ο ιδανικός τύπος ανθρώπου για να ξελογιάσει μια ανυποψίαστη καταθλιπτική φοιτήτρια: εξωτερικά ήρεμος και γλυκομίλητος, μα μέσα του έκρυβε ένα θεριό. Πέρασε το καλοκαίρι και κάπου βαθιά στο φθινόπωρο, μετά τα χάπια και το ΑΧΕΠΑ, πήγα και τον βρήκα. Και άνοιξε ένας κύκλος που φορούσε τα παρδαλά ρούχα της Άπω Ανατολής αλλά στην πραγματικότητα ήταν μαύρος μέχρι το μεδούλι.

Ναρκωτικά διαφόρων ειδών, ψυχολογική βία, συναισθηματικός εθισμός. Ήταν ο καιρός που μπήκα για τα καλά στη συνήθεια της χασισοποσίας, πρωί-μεσημέρι-βράδι με ένα δυσώδες τσιγάρο στο χέρι. Για μένα, βέβαια, αυτός ήταν παράλληλα ένας τρόπος να σταματήσω τα χάπια της ψυχιάτρου, τα οποία πλέον δεν με κάλυπταν και ήξερα ότι θα έπρεπε να αυξήσω τη δόση και κατόπιν αναπόφευκτα να εθιστώ σε αυτά, όπως δήλωναν ήδη οι οδηγίες χρήσης, οπότε θεωρούσα αθώο το τσιγάρο που μου άνοιγε την όρεξη και μου έφερνε ύπνο, τα δύο δηλαδή που είχε χτυπήσει κυρίως η κατάθλιψη σε σωματικό επίπεδο. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι, παρόλο που η ινδική κάνναβη (Τετραϋδροκανναβινόλη) ανήκει στα μη-τοξικομανιογόνα, όπως είχα διαβάσει σε βιβλίο γνωστού ψυχιάτρου εκείνο τον καιρό, και άρα δεν είναι εθιστική όπως, λόγου χάρη, η ηρωίνη, ωστόσο ασκεί τεράστια αρνητική επίδραση στην καθημερινότητα του χρήστη σε όλα τα επίπεδα και προκαλεί ισχυρότατη ψυχολογική εξάρτηση. Αντιλαμβανόμουν πιο έντονα τις γεύσεις, τις μυρωδιές, τα χρώματα, τους ήχους, τα αγγίγματα, αλλά αυτό με έδενε με τις αισθήσεις μου. Ήταν αφροδισιακή κι αυτό με έδενε με μια σχεδόν διαρκή και ακόρεστη διέγερση. Έφερνε υπερβολική χαλάρωση και υπνηλία βαρύνοντας τα μέλη μου και αυτό με έδενε με την αδράνεια. Και το κυριότερο, όλη τη μέρα ήμουν σε αναμονή για το επόμενο τσιγάρο και έτσι ανέβαλλα τη ζωή μου, ενώ παράλληλα οι συνέπειες που είχε η χρήση της στα πνευμόνια μου αλλά και σε κύτταρα και ιστούς ήταν καταστροφικές.

Στην πορεία της παρακμιακής μας συνύπαρξης με αυτόν τον άνθρωπο ήρθα σε επαφή με κείμενα του Ινδουϊσμού, ενώ παράλληλα δοκίμασα και άλλα ναρκωτικά. Ήλθαν πρωτοχρονιές με κοκαΐνη, καλοκαιρινές πανσέληνοι με LSD και, ενάμιση χρόνο μετά, το ταξίδι στην Ινδία και το Νεπάλ. Τα χρήματα για αυτό το ταξίδι τα κέρδισα εργαζόμενη ως πωλήτρια σε μεγάλη εταιρία καλλυντικών και αυτή ήταν μια από τις πιο ψυχοφθόρες και ανούσιες δουλειές που έχω κάνει. Ούτε νεκρή δεν θα την ξαναέκανα. Έδωσα πέντε μέρες από τη ζωή μου για να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο στην Αθήνα για κρέμες και αρώματα και όταν εργαζόμουν έπρεπε να πηγαίνω στη δουλειά ντυμένη με «στολή αεροσυνοδού», τακούνια και ένα σωρό χρώματα στο πρόσωπό μου, για να πουλήσω πανάκριβα καλλυντικά. Απορώ πώς άντεξα δέκα ολόκληρους μήνες εκεί πέρα, αφού ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με όλα αυτά. Πάνω που ήμουν έτοιμη να παραιτηθώ, με απολύσανε και ησύχασα, μάλιστα πήρα και αποζημίωση και έτσι μπόρεσα να ταξιδέψω. Ο υπεύθυνος προσωπικού πάσχιζε ο καημένος να βρει τρόπο να μου το πει μαλακά ότι θα με διώξουν, για να μη με στενοχωρήσει, ενώ εγώ ήμουν πανευτυχής που θα γλίτωνα από την ψυχική οδύνη, και ας έμενα πάλι άνεργη.

Στην Ινδία η παρέα μου -ήμασταν τέσσερα άτομα- έπαιρνε και ηρωίνη, που ήταν απίστευτα εύκολο να τη βρεις εκεί. Εγώ απείχα συνειδητά από το συγκεκριμένο ναρκωτικό, ίσως επειδή μου είχαν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη κάτι θλιβερές εικόνες ηρωινομανών με τη σύριγγα καρφωμένη στο κοκκαλιάρικο χέρι τους, που έβλεπα από μικρή στην τηλεόραση και τρόμαζα. Εκεί στην Ινδία, λοιπόν, περπατούσες στο δρόμο μες στο πλήθος και ξαφνικά σε πλεύριζε κάποιος, σε έπιανε από το χέρι και σε πήγαινε σε ένα δωμάτιο για να σου δείξει την πραμάτεια του, όπου μπορούσες να διαλέξεις τη σκόνη της αρεσκείας σου. Δεν θα ξεχάσω μια φρικτή τροφική δηλητηρίαση που έπαθα, η οποία συνέπεσε με χρήση οπίου μαζί με κάνναβη, κάπου στις παρυφές της ερήμου Θαρ. Εξαντλημένη τελείως, φοβισμένη, ένιωθα ένα μικρό, ασήμαντο μυρμήγκι στο πουθενά μιας αχανούς, πάνξενης χώρας. Α, η Ινδία! Βασίλισσα της πλάνης! Χρώματα, μουσικές, μυρωδιές, χοροί, τραγούδια…θρησκευτικές τελετές με φαλλικά και αιδοιακά σύμβολα…ιερείς της λευκής και της μαύρης Κάλι… Όλα τέλεια ενορχηστρωμένα για να σε μυήσουν σε έναν μύθο. Πόσο είχα ενθουσιαστεί με κείνο το ταξίδι! Τώρα όμως μόνο μια πικρόξινη γεύση και μια αίσθηση νοητής ναυτίας έχω όταν το θυμάμαι.

Τα ναρκωτικά ήταν παρόντα στη ζωή μου και με άλλο τρόπο την εποχή εκείνη. Καμιά φορά ο σύντροφός μου με άφηνε να κρατώ το μαγαζί του, που βρισκόταν σε γειτονιά με πολλούς ηρωινομανείς. Έβλεπα νέα παιδιά, ρημαγμένα από την ηρωίνη και γερασμένα πριν την ώρα τους, να μπαίνουν παραπατώντας και μετά βίας ισορροπώντας, να απλώνουν τα χέρια τους και να αρπάζουν μπρος στα μάτια μου μια χούφτα ασημένια κοσμήματα από τον πάγκο για να τα βάλουνε στην τσέπη τους. Εκείνες τις στιγμές έπαιρνα το ύφος της νηπιαγωγού. Με ήρεμο και ευγενικό τρόπο άπλωνα το χέρι μου όπως οι επαίτες κοιτώντας τους στα μάτια και τους ζητούσα να μου επιστρέψουν αυτά που πήραν. Μετά από μια-δυο αρνήσεις, μου τα επέστρεφαν υπάκουα με σκυμμένο το κεφάλι, οι ψυχές μου. Σε τι κατάπτωση μας φέρνουνε οι διάφορες ουσίες, ώστε να χάνουμε και εαυτό και συνείδηση και αντίληψη και αξιοπρέπεια…και τελικά, αν δεν αλλάξουμε πορεία, και τη ζωή και την ψυχή μας!

Η παρανοϊκή κτητικότητα εκείνου του ανθρώπου μού προκαλούσε ασφυξία. Μετά από τέσσερις απόπειρες φυγής που τις ακολουθούσαν απειλές του μέχρι και αυτοκτονίας, κατάλαβα ότι δεν θα έφευγα με τη συναίνεσή του, οπότε κατέστρωσα σχέδιο. Άρχισα να τακτοποιώ τα πράγματά μου – ξέχασα να σου πω, έμενα στο σπίτι του πλέον -με τέτοιο τρόπο που, την κατάλληλη στιγμή, να μπορώ να τα ρίξω γρήγορα στις βαλίτσες. Κατά τα άλλα συμπεριφερόμουν φυσιολογικά. Και ένα απόγευμα που είχε πάει στο ζαλισμένο μαγαζί του, πήρα τηλέφωνο τον αδελφό μου να έλθει να με βοηθήσει -ο οποίος πλέον σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη και τον οποίο είχα εγκαταλείψει μόνο και μελαγχολικό σε εκείνο το θλιβερό διαμέρισμα, απορροφημένη και μονοπωλημένη από τον άρρωστο «έρωτά» μου-, ενώ μέχρι να έρθει είχα μαζέψει βιαστικά τα πράγματά μου και είχα καλέσει ταξί, αφήνοντας σε εκείνο τον τύραννο μόνο ένα σημείωμα. Εννοείται ότι δεν αυτοκτόνησε, όπως με απειλούσε, μια χαρά συνέχισε τη ζωή του και μάλιστα αργότερα, από ό,τι κατάλαβα, βρήκε άλλη να βασανίσει. Για χρόνια μετά τον έβλεπα ανά διαστήματα στον ύπνο μου, σε βίαιους και τρομαγμένους εφιάλτες, ώσπου κάποτε είδα σ’ ένα ήρεμο και χαρούμενο όνειρο ότι ήλθε και τον αγκάλιασα αδελφικά. Τότε κατάλαβα ότι τον είχα συγχωρέσει, αλλά δεν ήμουν πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται σήμερα, εύχομαι, όμως, από την καρδιά μου να βγήκε, με το έλεος του Κυρίου, από τα σκοτάδια του.

Πέρασαν πολλοί άνδρες από τη ζωή μου· περπατήθηκε η κλίνη μου. Και πώς το ορίζω το «πολλοί»; Στο δικό μου το μυαλό, όπου αντηχεί τώρα πια ο λόγος του Ευαγγελίου, ένας απλός τρόπος υπάρχει να μετρήσεις: πόσο απέχει κανείς από το μηδέν ή από το δύο. Αν ήταν ο δρόμος μου εξ αρχής μοναχικός, αφιερωμένος στον Θεό, δεν θα είχα κανέναν άνδρα. Αν ήταν δρόμος συζυγικός, θα είχα έναν στη ζωή μου, το πολύ δύο σε περίπτωση χηρείας, αφού οι δεύτεροι γάμοι κανονικά δεν εντάσσονται στην Ορθόδοξη παράδοση, ο ίδιος ο λόγος του Θεού τους καταδικάζει. Εγώ έφυγα πολύ μακριά κι από εκείνο το δύο ακόμα. Δεν θα σε κουράσω με πολλές αναφορές ούτε θα λερώσω τα μάτια της ψυχής σου με περιττές λεπτομέρειες. Τέσσερις ήταν κυρίως οι άνθρωποι που σημάδεψαν την πορεία μου, σε αυτούς θα μείνω. Και σου τους παρουσιάζω ακριβώς επειδή καθένας από αυτούς αντιπροσώπευε και μια πνευματική πλάνη. Τον έναν τον γνώρισες ήδη.

Ο δεύτερος ήρθε περίπου ένα χρόνο μετά από τη φυγή μου εκείνη την κλεφτή. Στο μεταξύ είχα μεταμορφωθεί ή, μάλλον, παραμορφωθεί. Η δεκαοχτάχρονη αθώα, αφελής κι ανυποψίαστη φοιτήτρια πού έριξε κείνη τη μαύρη πέτρα ήταν τώρα μια εικοσιτριάχρονη «χειραφετημένη» νεοχίπισσα. Κάπνιζα ινδική κάνναβη, ντυνόμουν και στολιζόμουν με παρδαλά ρούχα και ασήμια από την Ινδία, έβριζα πρόστυχα, δούλευα σκληρά, σκόρπιζα τον εαυτό μου σε «σχέσεις» δεξιά κι αριστερά και πλέον είχα φτάσει στο προστάδιο του αλκοολισμού. Το πεδίο δράσης μου ήταν μέσα στον κόσμο του περιθωρίου: αναρχικοί, χασισοπότες, νεοχίπηδες. Με λέγανε «αντράκι» και καμάρωνα. Είναι πραγματικά ειρωνικό και τραγικό συνάμα, το πώς και πόσο μπορεί κάποτε ένας άνθρωπος να καμαρώνει για την ίδια την κατάντια του. Τότε δεν είχα καταλάβει ακόμα ότι η αληθινή δύναμη της γυναίκας δεν είναι ούτε στους μυς ούτε στην αψύτητα, τη βία, τη χυδαιότητα και τις παρόμοιες «χειραφετημένες» συμπεριφορές, αλλά ακριβώς στα αντίθετά τους: στο να μπορεί να γλυκαίνει φαρμάκια και να σβήνει ηφαίστεια, να μπορεί να μεταμορφώνει με την πίστη, την αγάπη, την υπομονή και την προσευχή της την πιο χέρσα γη στο πιο γόνιμο χωράφι, να πιάνει στα μητρικά της χέρια έναν τρυφερό βλαστό και να τον βοηθά να γίνει ένα τρανό και πολύκαρπο δένδρο· να γίνεται, δηλαδή, όργανο της αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους.

Ο δεύτερος, λοιπόν, από τους τέσσερις συντρόφους που σου έλεγα ήταν ενταγμένος για τα καλά στον αναρχικό -και άθεο- χώρο της Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν όμως από αυτούς που απλά βγαίνουν και ρημάζουν. Όσες φορές παραβρέθηκα σε ομάδα του την ώρα που συνέτασσαν κείμενο, θυμάμαι με πόση σοβαρότητα συζητούσαν και ξανασυζητούσαν πώς θα γράφανε αυτό που θέλαν να περάσουνε στον κόσμο. Και ήταν όλοι τους πολύ διαβασμένοι· διάφοροι -αναρχικοί και μη- θεωρητικοί ήταν εντός του πεδίου γνώσης τους, όπως και η Ιστορία και η γεωπολιτική, αν και τα ενδιαφέροντά τους επεκτείνονταν και σε άλλα πεδία. Παράλληλα, όμως, εκείνον τον έλκυε η Άπω Ανατολή και μια συγκεκριμένη πολεμική τέχνη. Και εγώ, φυσικά, κενή νοήματος και στόχων, κάθε φορά που πλησίαζα κάποιον για καιρό, υιοθετούσα και τις τάσεις του.

Έτσι λοιπόν, άρχισε να φουντώνει μέσα μου ο θυμός προς την εξουσία -πράγμα παράλογο, αν το σκεφτεί κανείς, αφού υπάρχουν, νομίζω, σχεδόν τόσες εκδηλώσεις εξουσίας όσοι είναι και οι άνθρωποι στον πλανήτη μας, για να μην αναφέρω ότι κάποιοι από εκείνους τους αντιεξουσιαστές είχαν εξαιρετικά τυραννική ή και δουλική κατ’ ιδίαν συμπεριφορά υπό συνθήκες. Επίσης άρχισα να ασχολούμαι με την πολεμική τέχνη που του άρεζε -τότε μου άρεζε και εμένα, αν και απέφευγα το κομμάτι της πρακτικής εφαρμογής, προτιμούσα να τη χρησιμοποιώ ως άσκηση- και να μελετώ ταοϊστικά και διάφορα άλλα κείμενα, ενώ παράλληλα άρχισα την προσπάθεια να απομακρυνθώ από το αλκοόλ, γιατί στο μεταξύ είχα παρατηρήσει ότι, κάθε φορά που έλεγα ότι δε θα πιω για μια βδομάδα, ξυπνούσα με τρεμάμενα χέρια και εμμονή με το επόμενο ποτήρι. Καμιά φορά αλλάζουν βάρδια οι δαίμονες που μας έχουν πάρει «εργολαβία»: άπαξ και αναλάβει, λόγου χάρη, ο δαίμονας της πλάνης, μπορεί να αποτραβηχτεί, έστω και προσωρινά, ο δαίμονας της μέθης. Άρχισα, επίσης, να κάνω παρέα με την παρέα του, σ’ αναρχικά στέκια γεμάτα καπνό και φασαρία, ενίοτε και να εργάζομαι εκεί. Πώς μαύρισε η ψυχή, Χριστέ μου, όταν διάβασα εκείνο τον καιρό για τους επαναστάτες, κάποιοι από τους οποίους ανήκαν σε ακραίες φράξιες της Ευρώπης! Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ…η Ένσλιν να κρέμεται νεκρή μες στο κελί της στη φυλακή… Ψυχρός και ζοφερός άνεμος φυσούσε μέσα μου, άνεμος θανάτου, θανάτου, θανάτου…! Άκουγα ιστορίες άλλων «συντρόφων», Ελλήνων αναρχικών της εποχής, που έκαναν απεργία πείνας…Κρύωνε και σκιαζόταν το παιδάκι μέσα μου, κουλουριαζόταν σε μια γωνιά της καρδιάς μου κι έκλεινε με τα χεράκια του τα μάτια να μη βλέπει, να μη φαντάζεται… Γιατί τα έβλεπα όλα με τη φαντασία μου… έβλεπα την Ένσλιν να σπαρταράει στην αγχόνη…έβλεπα τον τάδε ή τον δείνα αναρχικό να λιώνει από την απεργία πείνας ή άκουγα ότι κάποιος άλλος αναρχικός υφίστατο τη φρικτή και απάνθρωπη καταναγκαστική σίτιση…

Χριστέ μου!!! Πόσο δύσβατος ο δρόμος μακριά Σου!!!

Παράξενο, φρικτό και αποτρόπαιο θέαμα ήταν να βλέπω να καίνε την πολύπαθη μα ένδοξη Σημαία μας μέσα σε κείνη την κατάληψη αναρχικών στα Πανεπιστήμια! Και να φωνάζει ρυθμικά και χαιρέκακα το θυμωμένο πλήθος «Ωραία, ωραία, που καίγετ’ η Σημαία!!!» Τι καίω; Καταλαβαίνω ο άνθρωπος τι καίω; Καίω τον Σταυρό του Χριστού! Καίω τον ουρανό του Ελληνικού πνεύματος και τη θάλασσα της Οδύσσειας του Ελληνικού Γένους, του Γένους που με γέννησε! Καίω το «Ελευθερία ή θάνατος» ! Και μιλάω μετά για εξουσίες; Εμένα ποιος με εξουσιάζει εκείνη την ώρα; Ναι, την έκαψα και τη βεβήλωσα κι εγώ κείνο το βράδι τη Σημαία, γιατί με την απαθή σιωπή μου γίνομαι πάντα συνεργός στα ανομήματα!

Κάποτε έφυγα και από εκεί, δεν άντεξα το βάρος που είχε καθίσει επάνω στην καρδιά μου. Προσωρινά άνοιξε μια χαραμάδα ανάμεσα στα σύννεφα. Πόση ανακούφιση ένιωθα κάθε φορά που έμενα και πάλι μόνη μου! Ποτέ δεν έπαψα να αγαπώ τη μοναξιά μου, τη σιωπή μου, την ησυχία. Κι όμως κάτι με έσπρωχνε να μπω σε μια νέα «περιπέτεια». Ήταν εκείνη η λαχτάρα να βουτήξω στην πυρά. Αλήθεια, κάθε φορά που βρισκόμουν με κάποια παρέα σε βουνό ή σε παραλία και ανάβαμε φωτιά, ή ακόμα και στη θέα ενός κεριού ή μιας σόμπας στο σπίτι, ένιωθα εκείνα τα χρόνια έντονη την παρόρμηση να βουτήξω μες στην πυρά, να κρατήσω με τα χέρια μου τη φλόγα! Αλλά την κρυφή και μύχια ειρηνική μου φύση τη γαλήνευε πάντα μια απαλή και δροσερή αύρα θαλασσινή, βουνίσια ή πεδινή, ένα αεράκι απαλό, ψιθυριστό…Γι’ αυτό και, πολλά χρόνια μετά, συγκλονίστηκα μέχρι τα έγκατα της ψυχής μου όταν άκουσα σε ένα ανάγνωσμα της Εκκλησίας μας, από το Γ΄ Βασιλειών, εκείνη τη σκηνή με τον Προφήτη Ηλία…που πέρασε από δίπλα του ο Θεός…και δεν ήταν ο Θεός ούτε στον ισχυρό άνεμο… ούτε στο σεισμό…ούτε στη φωτιά… Ο Θεός ήταν στη ‘φωνὴ αὔρας λεπτῆς… Και συγκλονίστηκα, γιατί κατάλαβα ότι, τόσα χρόνια που τσαλαβουτούσα μες στις φλόγες, ο Κύριος ήταν δίπλα μου, αύρα λεπτή, και περίμενε…

Κείνες τις λασπωμένες εποχές το σώμα μου ήτανε φτηνό κρασί· έτσι του φερόμουνα, κερνώντας το ασύστολα και σπάταλα τριγύρω. Θυμάμαι πόσο άσχημα ένιωθα γι’ αυτό μερικές φορές, ακόμα και μές στην τύφλωσή μου. Είναι μάταιο το κυνήγι της ηδονής, ακόμα περισσότερο όταν γίνεται με βοηθητικά μέσα. Έπινα τότε, έπινα λες και ήθελα να ναρκώσω τον εαυτό μου για να αντέξει τον ακρωτηριασμό στον οποίο τον υπέβαλλα. Και μες στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, μέσα στα νέφη της κάνναβης, μέσα στη ζάλη και τη ναυτία σκορπιζόμουν. Πάντα έμενε μέσα μου ένα ανεκπλήρωτο, ένα βουβό κι αμήχανο και ένοχο κενό, αλλά είχε υψωθεί ένα τείχος ανάμεσα σε μένα και τη συνείδησή μου και όλα αυτά περνούσαν απαρατήρητα, σαν υπόγεια τρένα που νιώθεις τη δόνηση του περάσματός τους, αλλά δεν τα βλέπεις.

Πέρναγε κι ο καιρός, στην ίδια εκείνη πόλη, τη γενέτειρα, και η τάση φυγής που είχα πάντα αυξανόταν ολοένα. Θυμάμαι κάποια καλοκαίρια που έπαιρνα ένα μήνα διακοπές και κατέβαινα μόνη κατάμονη σε παραλίες νησιώτικες ερημικές, με ένα αντίσκηνο, ένα-δυο ογκώδη αλλά κενά ωφέλειας βιβλία και μια απέραντη λαχτάρα για σιωπή. Βδομάδες ολόκληρες σιωπής και μοναξιάς θεραπευτικής. Έτρωγα λιτά, μαγείρευα με γκαζάκι, έπινα μόνο νερό, απέφευγα τον κόσμο. Ξεχνούσα το σαπούνι για μερικές βδομάδες, πλενόμουν στη θάλασσα· περπατούσα ξυπόλητη ακόμα και τις καυτές ώρες του μεσημεριού· περνούσα ώρες σιωπηλές δίπλα στη θάλασσα με τον άνεμο και το κύμα και τον απέραντο γαλανό ουρανό κι έπεφτα νωρίς για ύπνο, στον υπνόσακο, με μια κρητική μαχαίρα -εγώ που λυπόμουν να σκοτώσω το κουνούπι…- κι ένα φακό κάτω απ’ το προσκεφάλι, στην ίδια πάντα θέση για ετοιμότητα, γιατί δεν ήξερες ποιος μπορεί να πλησίαζε το βράδι. Ήμουν σε εγρήγορση ακόμα και στον ύπνο. Έπεφτα να κοιμηθώ κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό και έλεγα στον εαυτό μου «Αν ακουστεί ο, τιδήποτε ασυνήθιστο, θα ξυπνήσεις» και πράγματι ξυπνούσα πολύ εύκολα. Ύστερα τελείωνε αυτή η μικρή περίοδος χάριτος – αλήθεια, έτσι την αισθανόμουν! – κι έπρεπε να γυρίσω στην πόλη για άλλη μια ταραγμένη σεζόν. Με περίμεναν οι πελάτες μου, οι εργοδότες μου, η φασαρία, τα ξενύχτια του καπνού… και ποιος ήξερε πόσα καινά κενά ειδύλλια…

Κάποτε ήλθε ο καιρός που έφυγα και από τη Θεσσαλονίκη. Υποτίθεται ότι θα έλειπα ένα Σαββατοκύριακο, αλλά για καλό και για κακό πήρα μαζί μου ένα σακίδιο των είκοσι πέντε λίτρων με ρούχα για όλες τις εποχές, αν και ήταν καλοκαίρι και θα πήγαινα στην Αθήνα. Βρέθηκα στο Όρος Σινά, στην Έρημο που από χρόνια ένιωθα να με καλεί.

Το πρώτο αυτό ταξίδι στο Σινά κράτησε όλο κι όλο δώδεκα μέρες. Πήγα συστημένη από μια φίλη και συγκάτοικο που ήταν επί χρόνια προσκυνήτρια στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης. Ένας τεχνίτης της Μονής, γνωστός της φίλης μου, είχε δεχθεί παραγγελία και θα κατέβαινε να εργαστεί και έτσι κατεβήκαμε μαζί. Φιλοξενηθήκαμε αρχικά, Ιούνη μήνα, σε ένα φιλικό του σπίτι στο Κάιρο. Κάναμε πολλές περιηγήσεις στην τεράστια εκείνη πόλη, που ακόμα ήταν ανέγγιχτη από τη φρικτή «Αιγυπτιακή Άνοιξη» του 2011. Και λέγω φρικτή, γιατί έγιναν πράγματι φρικτά πράγματα σε κείνη την επανάσταση. Τότε, όμως, βρισκόμασταν ακόμα σε ένα Κάιρο που δεν προμήνυε τίποτα από όσα ερχόντουσαν, τουλάχιστον όχι σε έναν ανυποψίαστο, επιπόλαιο επισκέπτη όπως εγώ. Παζάρια στο Χαν Αλ Χαλίλι…μουσικές στους δρόμους…πολύ καυσαέριο…και σαράντα πέντε βαθμοί Κελσίου υπό σκιά… Κατόπιν φιλοξενηθήκαμε στο μετόχι της Μονής Σινά στο Κάιρο. Επισκέφθηκα τον Ναό του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στην παλαιά πόλη, πέρασα δίπλα από τη Νεκρόπολη -όπου οι κάτοικοι, λόγω φτώχειας, ζούνε σε παλιά νεκροταφεία – και την επόμενη νύχτα κατά τις μία η ώρα ξεκινήσαμε με το βανάκι της Μονής, ο τεχνίτης, ο βεδουΐνος οδηγός κι εγώ.

Θαρρώ δεν θα ξεχάσω ποτέ κείνο το εωθινό το ξύπνημα. Όλη τη νύχτα κοιμόμουν, κουρασμένη όπως ήμουν και χωρίς να μπορώ να παρακολουθώ τα τοπία μες στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή μπήκαμε πλέον στην πανέμορφη Έρημο. Ω, εκείνη η αυγούλα η γλυκιά και ροδαλή πάνω στα πέτρινα όρη και την άμμο, εκείνες οι απέραντες, άγριες μα αγαπημένες ροδοκόκκινες όψεις των βουνών !!! Το παιδάκι μέσα μου ένιωσε ότι επέστρεφε στο σπίτι του, όχι ότι πρωτοπήγαινε κάπου. Ναι, επιστροφή την ένιωσα εκείνη τη φορά που πρωτοβρέθηκα στο Σινά! Χαμογελούσανε τα μάτια μου, χαμογελούσε η καρδιά μου, χαμογελούσε η ψυχή μου ολόκληρη!!! Μετά από αρκετή ώρα φτάσαμε στο χωριό της Αγίας Αικατερίνης και κατόπιν στο Μοναστήρι. Ο τεχνίτης μπήκε στη Μονή και εγώ τακτοποιήθηκα στον ξενώνα του Κυρίλλου.

Πόσο γρήγορα περάσανε κείνες οι δέκα μέρες! Για εμένα, βέβαια, ήταν μάλλον τουρισμός παρά προσκύνημα η επίσκεψή μου εκεί, αφού με ενδιέφερε κυρίως να απολαύσω την Έρημο, και όχι να εντρυφήσω στους πνευματικούς θησαυρούς της Μονής ή να αξιοποιήσω τον τόπο για να προσπαθήσω να πλησιάσω τον Θεό. Μέχρι εκεί έφτανε η τύφλωσή μου. Εκείνη την πρώτη φορά στο Σινά, πάντως, η αγάπη μου για την Έρημο μετατράπηκε σε έρωτα που θα κρατούσε χρόνια. Ένιωθα τη φωνή της να με καλεί, ακόμα και όταν ήμουν στα πιο γκρίζα αστικά τοπία. Πόσο λυπάμαι τώρα που εκείνο το πολύτιμο τριπλό ταξίδι μου το έκανα τα χρόνια που ήμουν μακριά από την Πίστη, τα χρόνια που δεν μπορούσα να εκτιμήσω και να αξιοποιήσω όσο θα μπορούσα την παραμονή μου σε κείνο τον Θεοβάδιστο τόπο!

Από την πρώτη εκείνη επίσκεψη, πέρα από την ομορφιά του τόπου και την ήρεμη γραφικότητα της ζωής εκεί, που είναι τα επιφανειακά στοιχεία που σαγηνεύουν έναν επισκέπτη, μου έμεινε πολύ έντονη η μνήμη της προσκύνησης του ιερού λειψάνου της Αγίας Αικατερίνης στο Μοναστήρι της. Την Αγία Αικατερίνη η μητέρα μου την είχε βάλει προστάτιδα στον αδελφό μου και σε εμένα από την παιδική μας ηλικία ακόμα, γιατί είχε δει στον ύπνο της ένα εκκλησάκι της Αγίας τον καιρό που έμαθε ότι ήταν έγκυος σε μένα την πρωτότοκη. Ουδέποτε είχα, όμως, ιδιαίτερη σχέση μαζί της, δεν τη λογάριαζα ποτέ ως προστάτιδα ούτε την τιμούσα, ήταν τυπική και θεωρητική για μένα η ύπαρξή της στη ζωή μου. Όταν όμως βρέθηκα μπροστά στο λείψανό της…!

Δεν εκκλησιαζόμουν στη Μονή, δεν εκκλησιαζόμουν γενικώς, ήμουν σε αψυχολόγητη κατάσταση, ζήτημα να είχα πάει μια φορά στον Ναό, αλλά και όταν πήγα δεν ένιωσα τίποτα, είχε πιάσει καύκαλο η καρδιά μου από την ασωτία, πώς να αφουγκραστώ ο,τιδήποτε πνευματικό;! Μια μέρα, όμως, με έπιασε το φιλότιμο και είπα να πάω να προσκυνήσω, αφού ήταν η προστάτιδά μου Αγία. Έσμιξα, λοιπόν, με το συρρέον πλήθος και περίμενα στη σειρά. Το Μοναστήρι εκείνα τα χρόνια είχε χιλιάδες επισκέπτες κάθε μέρα, μέσα στις λίγες ώρες που ήταν ανοιχτό για τους προσκυνητές.

Έφτασα στο λείψανο σχεδόν αδιάφορη και πάντα ασεβής. Και εκείνη τη στιγμή, μόλις στάθηκα μπροστά του και το κοίταξα, χωρίς να προλάβω να σκεφτώ ή να νιώσω κάτι, έμαθα για πρώτη φορά στη ζωή μου πώς είναι να κλαίει κανείς με όλο του το σώμα. Τρανταζόμουν ολόκληρη από λυγμούς χωρίς να μπορώ να ελέγξω ούτε τις κινήσεις μου ούτε το κλάμα μου ούτε τίποτα, έκλαιγα ακούσια και ολοκληρωτικά. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί συνέβη αυτό. Τώρα που σου γράφω, θαρρώ καταλαβαίνω.

Εκείνη ήταν η παρθένα, εγώ ήμουν η πόρνη.

Εκείνη ήταν η πάνσοφη, εγώ η πλανεμένη.

Εκείνη ήταν λουσμένη στο φως του Νυμφίου της Χριστού, εγώ χαμένη στα σκοτάδια του εγώ μου.

Εκείνη ήταν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, εγώ κατοικητήριο δαιμόνων και παθών.

Παρόλο, όμως, που μου χάρισε ένα τόσο ισχυρό βίωμα, μόνο στο δεύτερο ταξίδι στο Σινά, λίγα χρόνια αργότερα, θα βίωνα έστω και φευγαλέα την παρουσία της Αγίας στη ζωή μου.

Επίσης ανεξίτηλη εμπειρία ήταν αργότερα η ανάβαση στην Αγία Κορυφή, εκεί όπου ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής έλαβε τις Δέκα Εντολές. Μια κουραστική αλλά θαυμαστή ανάβαση, που την έκανα ολομόναχη -όσο μόνη, δηλαδή, μπορούσα να είμαι με τον Θεό πανταχού παρόντα και τον αόρατο θλιμμένο Άγγελό μου να με ακολουθεί από απόσταση. Θαυμάσια η ιερή σιωπή του Αγίου εκείνου Τόπου! Αλλά και πάλι, δεν μπόρεσα να την αξιοποιήσω όπως έπρεπε. Η καρδιά μου ήταν κλειστή για τον Χριστό και γι’ αυτό, μάλλον, δεν επέτρεψε ο Κύριος, όταν έφτασα, να βρω ανοιχτό το Εκκλησάκι της Κορυφής, το αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα. Κι όμως, μπρος στις κλειστές του θύρες γονάτισα με το πρόσωπο κάτω στο έδαφος και κλαίγοντας εξομολογήθηκα.

Μα ούτε και αυτά με άλλαξαν· από πνευματικής άποψης ήμουν ένας τσιμεντόλιθος.

Μετά την επιστροφή από το Σινά άνοιξε άλλος θλιβερός κύκλος, ο κύκλος των νησιών. Το ίδιο καλοκαίρι βρέθηκα να κρατάω ρεσεψιόν γνωστού ξενοδοχείου σε ένα από τα πιο διάσημα νησιά μας, σε εκείνο όπου αγαπούσα να πηγαίνω μόνη διακοπές, όπως έλεγα πριν. Το φθινόπωρο ξεκίνησα εντατικά ιδιαίτερα μαθήματα βυζαντινής μουσικής, ψαλτικής δηλαδή, τα οποία με βοήθησαν, με πολύ δυνατό δάσκαλο – ο οποίος με την οικογένειά του μού άνοιξαν το σπίτι και την καρδιά τους και τους ευγνωμονώ πάντα γι’ αυτό- και με πολλή μελέτη και άσκηση, σε ένα μόλις χρόνο να δώσω κατατακτήριες και να περάσω στο τέταρτο έτος. Ωστόσο, παρόλο που ήρθε μια τόσο μεγάλη ευλογία στη ζωή μου, η αντιδραστική μου φύση φρόντισε να με αποκόψει κι από αυτήν την ευκαιρία και εγκατέλειψα τις σπουδές μου ακριβώς στο πέμπτο έτος, του πτυχίου. Αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους που λέγω ότι ο βίος μου είναι μια συλλογή από μισοτελειωμένα πράγματα και αποτυχίες.

Η ζωή στο νησί δεν ήταν εύκολη, ιδίως ο βιοπορισμός, και μάλιστα για μια ανειδίκευτη εργάτρια σαν εμένα. Συγχρόνως, το διάστημα που έμεινα εκεί ήταν και η πρώτη φορά που απείχα από την κάνναβη για καιρό, κι αυτό επίσης δεν ήταν εύκολο. Είχα κυρίως διαταραχές διάθεσης, ωστόσο συνέχιζα να πίνω αλκοόλ και να καπνίζω κανονικά τσιγάρα, οπότε καλυπτόταν κάπως το κενό. Και πάνω που έκλεισα ένα χρόνο στο νησί, ήρθε ο τρίτος από τους τέσσερις συντρόφους που σου έλεγα, ο οποίος θα με εισήγαγε σε άλλον έναν κύκλο εξερευνήσεων. Ήμουν ακόμα στο πρωτόγονο στάδιο να έλκομαι από τα φαινόμενα, εκείνα που άγγιζαν τα μάτια μου, και αυτά μού ήταν αρκετά για να σαγηνευθώ. Παρεμπιπτόντως, το ρήμα «σαγηνεύομαι» βγαίνει από τη σαγήνη, που στο λεξικό εξηγείται ως «δίχτυ τράτας». Με άλλα λόγια, όταν σαγηνευόμαστε είναι σαν να μπλεκόμαστε σε ένα δίχτυ. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, οι Απόστολοι του Χριστού μας ήταν αλιείς ανθρώπων, αλλά ουσιαστικά έσωζαν τους ναυαγούς· «αλιεύω» ουσιαστικά σημαίνει πιάνω και τραβώ έξω από το νερό. Πολλά, όμως, από αυτά που συνήθως μας σαγηνεύουν δεν σώζουν, αντιθέτως καταποντίζουν.

Τούτος ο τρίτος ασχολούνταν με το έργο του Καστανέδα, χωρίς όμως να τον αφήνει κι αυτόν ανέγγιχτο η Άπω Ανατολή. Για να είμαι ειλικρινής, ουδέποτε μου προκάλεσε έστω και ελάχιστα το ενδιαφέρον ο Καστανέδα. Μια φορά πήρα να διαβάσω ένα βιβλίο του και το παράτησα νωρίς, και μάλιστα εκνευρισμένη, γιατί με κούρασε. Αυτό που σίγουρα εισέπραττα όμως από αυτόν τον άνθρωπο που είχα δίπλα μου, όπως και από τους προηγούμενους, ήταν ένα σκοτάδι, ένα βάρος ψυχικό να απλώνεται από πάνω μας. Τώρα που κοιτάω πίσω και τα θυμάμαι όλα, αναρωτιέμαι ποιος να ήταν ο βαθύτερος λόγος που βρισκόμουν σε τέτοιες καταστάσεις. Το σίγουρο είναι ότι κουβαλούσα ένα κενό μέσα μου, το απέραντο κενό που προκαλούσε η απουσία του Χριστού στη ζωή μου. Δοχεία είμαστε και αν δε γεμίζουμε με Θεό, πασχίζουμε να γεμίσουμε με ένα σωρό άλλα πράγματα, τα οποία όμως, τελικά, αντί να μας γεμίσουν, μας αδειάζουν ακόμα περισσότερο και παλεύουμε εφ’ όρου ζωής με το ληστευμένο αυτό κενό που μάς αφήνουν.

Κάτι άλλο που σκέφτομαι είναι ότι μου φάνταζαν όλα αυτά τόσο διαφορετικά και ιδιαίτερα, τόσο ενδιαφέροντα! Πόσο μεγάλη πλάνη είναι κι αυτή, πόσο μεγάλη παγίδα του πονηρού! Γίνεται ο άνθρωπος σαν τον αλκοολικό, που αν του δώσεις νερό καθάριο της πηγής να πιει θα το φτύσει, θέλει σώνει και καλά να πιει το οινόπνευμα που τον σκοτώνει. Ένιωθα εγκλωβισμένη στο σώμα μου, στη ζωή μου, στις πλανεμένες πεποιθήσεις μου, στα εργασιακά μου περιβάλλοντα, στη χώρα μου, και ξεγελούσα τον εαυτό μου αναζητώντας μάταια κάτι ασυνήθιστο για να με βγάλει από την αίσθηση αυτή του εγκλωβισμού. Το παρήγορο είναι ότι μπορώ, τουλάχιστον, να αξιοποιήσω πλέον όλες εκείνες τις περιηγήσεις μου σαν να ήταν ένα σκοτεινό και καταστροφικό «πανεπιστήμιο», σαν να έχω εκπαιδευθεί να αναγνωρίζω της κάθε πλάνης την οσμή. Και τώρα που ο Κύριος με το άπειρο έλεός Του με έσωσε από τη φουρτούνα όπου πνιγόμουν, τώρα που λαχταρώ να κολυμπήσω στα απέραντα, γαλήνια, σωτήρια πελάγη της Ορθοδοξίας, τα κρατάω όλα εκείνα στη μνήμη του νου και της ψυχής μου σαν σημεία ζοφερών δυνάμεων, που όταν τις εντοπίζω κάπου, σε μια διδασκαλία, σε ένα ανάγνωσμα, σε μια ομιλία, συχνά ακόμα και σε εικόνες ή ακούσματα, καταλαβαίνω ότι υπάρχει κίνδυνος και τότε χτυπάει συναγερμός: «Στις επάλξεις!!!» Αυτά είναι τα τοξικά δηλητήρια της πλάνης που απειλούν να μολύνουν τα καθάρια νερά της Πίστης μας, παρασύροντας πάμπολλες ψυχές στην απώλεια. Κάποιοι με χαρακτηρίζουν ενίοτε αυστηρή· λυπάμαι, όμως, βαθύτατα που εκείνα τα χρόνια που πήγαινα κυριολεκτικά κατά διαόλου δεν βρέθηκε έστω ένας αυστηρός άνθρωπος να με ταρακουνήσει όπως έπρεπε μήπως και συνέλθω, τότε που ήμουνα αιχμάλωτη, δέσμια των δαιμόνων. Εμένα ο καλός μου Σαμαρείτης, ο Κύριός μου και Κύριος των πάντων Ιησούς Χριστός, δε με βρήκε παρατημένη μετά την επίθεση των ληστών, με άρπαξε κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια τους.

Εκείνος ο άνθρωπος, λοιπόν, από την αρχή ένιωθα ότι θα με δυσκόλευε, αλλά έδειχνα πάντα προτίμηση στις δυσκολίες, ακόμα και στις αχρείαστες και ψυχοφθόρες. Είναι εκείνες οι περιπτώσεις που ειδοποιούμαστε εσωτερικά και εγκαίρως για το λάθος που ετοιμαζόμαστε να κάνουμε, αλλά για διάφορους λόγους επιλέγουμε να παραβλέψουμε την ειδοποίηση αυτή και τελικά πέφτουμε σε έναν τοίχο ή ενίοτε και σε έναν γκρεμό. Μετά από τρεις μήνες γνωριμίας φύγαμε από το νησί εκείνο, αναζητώντας ένα άλλο νησί, το χωριό των ονείρων μας -στην πραγματικότητα των ονείρων του, τα οποία όνειρά του είχα υιοθετήσει ελλείψει αληθινά δικών μου στόχων. Ξεχυθήκαμε στους δρόμους τους ορεινούς: Κίσσαβος, Πήλιο, Δίρφυς…και από κει στην άλλη πλευρά του αρχιπελάγους, για να καταλήξουμε σε ένα ξεχασμένο, γραφικό χωριό κάποιου νησιού του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Εκεί συνάντησα μια μεγάλη μου αγάπη: τα λιόδεντρα! Ήταν η πρώτη φορά που θα εργαζόμουν ως αγρότισσα και, παρά τους κόπους, το κρύο και τον σωματικό πόνο, ήταν μεγάλη χαρά για μένα να γνωρίσω από κοντά τούτο το ευλογημένο δέντρο που το τίμησε ο ίδιος ο Χριστός μας με την προσευχή και τα δάκρυά Του.

Ήξερα από την αρχή ότι δεν θα έμενα πολύ σε εκείνη την κατάσταση. Η σκέψη της φυγής ήταν για μένα η παρηγοριά, η λύτρωση, η δικαίωση αλλά και η υπέρβασή μου. Παράξενο το πώς και πόσο έντονα δενόμουν με καταστάσεις και ανθρώπους, μούλιαζα και βούλιαζα μέσα τους, σχεδόν υποδουλωνόμουν, αλλά στο τέλος έφευγα και ανακουφιζόμουν. Κι αν μίλησα για δικαίωση, είναι επειδή ένιωθα πολύ έντονα τον πόνο που μου προκαλούσαν οι καταστάσεις αυτές. Αυτά συμβαίνουν όταν οι άνθρωποι δεν έχουν αληθινή αγάπη μεταξύ τους, ώστε να μην αλληλογδέρνονται. Μετά από τρεις μήνες φύγαμε κι από αυτό το νησί, διωγμένοι ουσιαστικά από τη γηραιά σπιτονοικοκυρά μας, επειδή δεν επισκευάσαμε την από καιρό ρημαγμένη κεραμιδοσκεπή του σπιτιού μες στο καταχείμωνο. Δεν θα ξεχάσω τον Ιερέα του χωριού, έναν νεαρό, φωτεινόψυχο Πρεσβύτερο με μια γλυκύτατη Πρεσβυτέρα και τρία υπέροχα παιδάκια, που τον διέκρινε ένα σπάνιο μεράκι δημιουργίας, διακονίας και εργασίας. Δούλευε ακούραστα, πότε με το ξεσκισμένο ράσο στα λιόφυτα -που κάποιοι χωριανοί είχαν αφήσει στην Εκκλησία ελλείψει κληρονόμων-, πότε στον ξενώνα που κατασκεύαζε και παράλληλα είχε και τα ιερατικά του καθήκοντα, ως ο μόνος Ιερέας του χωριού. Αν και δεν είχαμε πατήσει ποτέ στον Ναό εκείνους τους τρεις μήνες της παραμονής μας, μας παρακαλούσε να μείνουμε, μας προσέφερε μέχρι και δωρεάν χώρο στον ξενώνα του, γιατί το χωριό εκείνο των ογδόντα περίπου κατοίκων, όπως και τόσα χωριά της παραμεθορίου, δεν είχε νέο κόσμο, οι περισσότεροι εναπομείναντες κάτοικοι ήταν γηραιοί ή το πολύ μεσήλικες. Αλλά εμείς είχαμε ήδη βάλει πλώρη για ένα κοντινό νησί λίγο πιο νότια.

Απέραντη η θάλασσα, απέραντη κι η ομορφιά της χώρας μας της ευλογημένης! Φτάσαμε στον επόμενο προορισμό και είχα ήδη μέσα μου τον πόνο του επερχόμενου φευγιού που θα ερχόταν ένα χρόνο αργότερα. Ούτε εκείνα τα θαλασσινά ή καταπράσινα τοπία μπορούσαν έστω λίγο να απαλύνουν την καρδιά μου, αν και παρηγορούσαν και ξεκούραζαν τα μάτια μου. Μετά τους πρώτους μήνες τους ζαχαρένιους άρχισαν οι συγκρούσεις, οι συγκρούσεις που ποτέ στη ζωή μου δε μου είχαν λείψει και που ανέκαθεν ένιωθα να με αργοσκοτώνουν. «Αργοσκοτώνουν»: «Αργά» + «σκοτώνουν». Το «σκοτώνω» βγαίνει από το «σκότος», γι’ αυτό και το ρήμα στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «σκεπάζω με σκοτάδι». Πόσοι άνθρωποι ζουν έτσι μια ζωή! Ταραχές μια ζωή σε ανθρώπους που ενώσαν τις ζωές τους με τα ιερά δεσμά του Γάμου! Μαλωμένοι πέφτουν να κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι, κέκλικε η μέρα μα ο θυμός εκεί, μαλωμένοι ξυπνάνε. Ξέρεις, άραγε, αν θα ξυπνήσει αύριο το ταίρι σου ή αν θα σου το πάρει ο Κύριος στον ύπνο όπως τόσους άλλους, αν θα’ ναι αυτή η τελευταία νύχτα σας μαζί και θα την έχετε περάσει στο ίδιο σπίτι αλλά χώρια; Ω, η συμφιλίωση, Άνθρωπε! Ω, η συγχώρεση, η συγγνώμη, η αγκαλιά του «Δεν πειράζει»! Να ξέραμε πόσο δενόμαστε με το θυμό μας! Γνήσιο παιδί του εγωισμού, βράχος σκληρός και μυτερός κι ασήκωτος που τον βαστάμε πελώριο με τα χέρια μας τα σάρκινα και ακριβώς γι’ αυτό όταν θυμώνουμε δεν μπορούμε να αγκαλιάσουμε, δεν μπορούμε να κρατήσουμε τίποτα άλλο, δεν μπορούμε καν να δούμε μπροστά μας, βλέπουμε μόνο κείνον τον γρανίτη που σε κάθε κίνησή μας κάπου χτυπάει και κάποιον πληγώνει και πρώτους εμάς που τον κουβαλάμε.

Σε κείνο το νησί τα αγάπησα πολύ τα λιόδεντρα. Βρήκαμε τέσσερα – πέντε λιόφυτα παρατημένα, ζούγκλα είχανε γίνει, και τα πήραμε με συμφωνία για να τα ξανακάνουμε χωράφια. Συνολικά τριακόσια πενήντα δέντρα, τα περισσότερα σε ορεινές περιοχές. Σε πολλές περιπτώσεις οι ελιές είχαν κρυφτεί μέσα στην άγρια βλάστηση ή είχαν αγριέψει και οι ίδιες, βγάζοντας τα γνωστά άγρια στη βάση του κορμού τους. Θλιβερό αυτό στην επαρχία μας· φεύγουν οι νέοι για μια καλύτερη(;), πιο ξεκούραστη ζωή στην πόλη και μένει πίσω η γη να ρημάζει ή την δουλεύουν μετανάστες. Κείνα τα λιόδεντρα τα είχαν πνίξει άγρια πεύκα, πρινάρια, θάμνοι διάφοροι. Ο τόπος τραχύς, ορεινός, αφού ήμασταν στην πλαγιά του βουνού, μεγάλη η κλίση του εδάφους, τόσο που ώρες ώρες να είναι δύσκολη η ισορροπία, το μάζεμα γινόταν κάποτε άθλος αληθινός και ακροβασία. Σκληρή δουλειά, αλλά όμορφη και με πολλή αγάπη για τη φύση.

Ήτανε δύσκολο το οχτάωρο μες στο κρύο, και μάλιστα με μένα να μαζεύω γονατισμένη επί ώρες στο παγωμένο χώμα, αφού πολλές ελιές σε κείνο τον τόπο πέφταν από τους νοτιάδες χάμω , και παρόλο που πονούσε η καρδιά μου κι έκλαιγα κάθε που έπρεπε να κόψουμε ένα άγριο δέντρο για να σώσουμε μια ελιά που πνιγόταν -ω, το δέντρο το κομμένο όταν πέφτει νικημένο απ’ το πριόνι!-, ωστόσο, μετά από καιρό καταφέραμε να τα ξανακάνουμε από ζούγκλα λιόφυτα και πάλι, καταφέραμε και να βγάλουμε το πρώτο μας λαδάκι και η χαρά και η δικαίωση των κόπων μας ήταν απερίγραπτη. Τα έβλεπες τα δέντρα ταλαιπωρημένα αλλά φροντισμένα, να λαμπυρίζουν μες στον ήλιο, με κάδρο τον ελληνικό ουρανό κι εκείνο το αρχαίο όρος, και νόμιζες πως ήσουν σε παραμύθι. Πράσινο καταπράσινο το γρασίδι, ασημοπράσινα τα ελιόφυλλα να λάμπουν, γαλάζιος ο ουρανός…μια ζωγραφιά γαλήνια, γλυκιά· κι όμως, ούτε εκείνη ήταν αρκετή να μαλακώσει την καρδιά μου που πονούσε, ή να φωτίσει την ψυχή μου που σκοτείνιαζε. Γι’ αυτό, μετά από ένα χρόνο αγροτιάς και τουρισμού -τα καλοκαίρια οι ελιές δεν είχανε δουλειά, οπότε δούλευα πάλι ως σερβιτόρα σε άλλο ένα βασανιστικό και ψυχοβγαλτικό πόστο…-, δεν άντεξα πλέον. Μάζεψα για άλλη μια φορά τα κομμάτια μου και τα λιγοστά πράματά μου και έφυγα.

Ήτανε, όμως, το πιο σκληρό, το πιο επώδυνο φευγιό μου, αφού έπρεπε να ξεριζώσω από μέσα μου ένα ένα τα τριακόσια πενήντα λιόδεντρα, που με πολλούς πόνους στο σώμα μου και με εκατοντάδες αγκίδες στα παγωμένα μου δάχτυλα είχα φροντίσει, να ξεριζώσω εκείνο το περήφανο βουνό που είχα περπατήσει στην κορφή του κι είχαν απείρως ξεκουραστεί τα μάτια μου στη θωριά του, να ξεριζώσω τα ματωμένα δειλινά στο πέλαγο, τους καταρράκτες και τα δάση τα άγρια, να ξεριζώσω τους χωριανούς που, αφού κατάφεραν να ξεπεράσουν την καχυποψία τους – «Κατάσκοποι είναι, μπαινοβγαίνουν στην Τουρκία» (!!!)…ενώ ούτε μια φορά δεν περάσαμε απέναντι…-, μας είχαν αγκαλιάσει, να ξεριζώσω και τα ζωντανά που είχαμε κοντά μας σαν να ήταν μέλη της οικογένειας. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως ένας σημαντικός λόγος για όλον εκείνο τον πόνο και τόσους άλλους όμοιους πόνους στη ζωή μου να ήταν η λύπη και η κούραση της ψυχής από τα πάμπολλα και τραγικά λάθη, που πάντα τα πλήρωνα τόσο ακριβά, ώστε τελικά χρεωκόπησα.

Λένε πως ο λαός που δεν διδάσκεται από την Ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει. Κάτι ανάλογο ίσχυσε και στην περίπτωσή μου. Βρέθηκα, λοιπόν, για άλλη μια φορά σε άλλο ένα άκρο: στον ακριβοπληρωμένο ελληνικό τουρισμό των Κυκλάδων. Τα χρόνια του νεοχιπισμού για μένα είχαν μείνει πίσω οριστικά. Η αγροτική ζωή επίσης· δυστυχώς το σώμα μου δε μου επέτρεπε να παραμείνω αγρότισσα, ήταν εντολή γιατρού. Τώρα σειρά είχε ο κύκλος του πλούτου και της επίσημα αποδεκτής διαστροφής και κατάπτωσης. Με ερειπωμένη ψυχολογία, σύρθηκα δια θαλάσσης σε έναν τόπο που έμελλε να με γοητεύει για χρόνια με την ειδυλλιακή ομορφιά του. Ήταν Απρίλης, λίγο πριν το Πάσχα, το οποίο Πάσχα για μένα τότε είχε μηδαμινή σημασία -συγχώρα με, Κύριε!-, αφού ήμουν μακριά από την Πίστη μας. Νοίκιασα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο και άρχισα να ψάχνω για δουλειά ως σερβιτόρα· ποτέ δεν το συμπάθησα αυτό το επάγγελμα, τουναντίον, αλλά ήταν κάτι με το οποίο μπορούσα να βιοποριστώ σχεδόν οπουδήποτε, έτσι ανήσυχη και αεικίνητη που ήμουν.

Βρέθηκα πάλι μόνη με τον πόνο μου και ξένη, αφού δεν είχα έναν άνθρωπο να μιλήσω πέρα από τα σποραδικά ρηχά τηλεφωνήματα εδώ κι εκεί. Βρέφος ευάλωτο ο πόνος της ψυχής, δεν μπορείς να τον ακουμπήσεις οπουδήποτε. Πόσο εύστοχα, όμως, και φωτισμένα τη διαλύει αυτήν την πλάνη του κοσμικού «έρωτα» ο αγαπημένος μου Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος! Πόσο ωραία εξηγεί τον πόνο που σπέρνουν οι δαίμονες στην καρδιά για να δέσουν μια ψυχή εκεί που θέλουν! Μα αυτά δεν τα ήξερα τότε, πίστευα ό,τι ένιωθα και μάλιστα καμάρωνα που ακολουθούσα την καρδιά μου, τη μεθυσμένη κι όχι νηφάλια καρδιά μου. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που πέρασα άσχημες και δυσκολότατες περιστάσεις της ζωής μου τελείως μόνη – από άποψη ανθρώπινης συντροφιάς, εννοώ.

Ο τόπος εκεί ήταν τόσο όμορφος, τόσο σαγηνευτικός, που ξεχνιόσουν για λίγο, όταν, λόγου χάρη, έβλεπες τα χρώματα και τα σχήματα του τοπίου ή την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του νησιού. Ωστόσο αυτά όλα είναι νανουρίσματα για την ψυχή, προσωρινά παυσίπονα. Είναι σαν τα παιχνιδάκια που κουνάμε μπροστά στα μάτια ενός βρέφους για να σταματήσει να κλαίει. Θα σταματήσει για λίγο, αλλά τα παιχνιδάκια αυτά δεν μπορούν ούτε να χορτάσουν την πείνα ή τη δίψα του ούτε να γλυκάνουν τον πόνο του, κι έτσι αναπόφευκτα θα ξαναρχίσει να κλαίει κάποια στιγμή. Μετά από πολλές άκαρπες αναζητήσεις έγινα δεκτή σε ένα από τα ακριβότερα και γνωστότερα εστιατόρια του νησιού και ξεκίνησε μια από τις πλέον ψυχοφθόρες εργασιακές περιόδους της δύστυχης και δύσηχης μποέμικης σταδιοδρομίας μου.

Λίγα πράγματα στη ζωή μου έχω βρει τόσο εκνευριστικώς γελοία, περιττά και ανόητα όσο το στήσιμο ενός ακριβού τραπεζιού. «Το σουπλά με τα πιάτα πρέπει να μπει εδώ· το ποτήρι του νερού εκεί· το ποτήρι του λευκού και του ροζέ κρασιού είναι αυτό ενώ του κόκκινου εκείνο και μπαίνουν εκεί έτσι. Το μαχαιροπήρουνο των starters – οι μεζέδες αγγλιστί, για να «δένει» καλύτερα το όνομα με την τιμή του πιάτου…- μπαίνει εκεί, ενώ του κυρίως πιάτου εκεί. Το κουτάλι της σούπας εκεί, ενώ του γλυκού εκεί. Πω πω, εκεί υπάρχει ένας λεκές στο τραπεζομάντηλο! Βάλε με τρόπο το σετ του αλατοπίπερου επάνω να μη φαίνεται, κοστίζει το καθαριστήριο, μην κοιτάς που είμαστε λουξ»… Και όλο αυτό το στήσιμο έπρεπε να γίνει με τα κυκλαδίτικα μποφόρ στο υπόβαθρο, που σήκωναν τραπεζομάντιλα και ενίοτε και πιάτα στον αέρα – καθότι δεν τρώμε μόνο με το στόμα ούτε γεμίζουμε μόνο το στομάχι· τρώμε και χορταίνουμε και με τα μάτια και η θέα είναι καλύτερη όταν είσαι έξω, στην ακριβοπληρωμένη ρομάντζα.

Ατελείωτοι γκουρμέ κατάλογοι ορεκτικών, κυρίως πιάτων, επιδορπίων, απεριτίφ, κρασιών και λοιπών ποτών που έπρεπε να είσαι σε θέση να προτείνεις και να προωθήσεις, πράγμα δυσκολότατο για τη δική μου μισοκαμένη από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ μνήμη και τις ακαλούπωτες δημόσιες σχέσεις μου. Παρόμοια ψυχική αποστροφή είχα νιώσει μονάχα παλαιότερα, τότε που δούλευα σε πωλήσεις ακριβών καλλυντικών. Και όπως εκεί έπρεπε κανείς να έχει πολλή υπομονή με τις παραξενιές του κόσμου, έτσι και εδώ. Όταν περιμένει κανείς να νιώσει πλήρης μέσω των αισθήσεών του, είναι λογικό η ψυχή του να αντιδρά, επειδή παραμένει κενή και παραμελημένη, και αυτή η αντίδραση θαρρώ πως εξωτερικεύεται συχνά ως ιδιοτροπία. Μπορεί και να σφάλλω, δεν ξέρω. Το είπα αυτό, γιατί όταν η ψυχή μας νιώθει πλήρης και εν ειρήνη, δεν ασχολείται με τέτοια ασήμαντα και περιττά πράγματα. Επαινείται, πάντως, το ανικανοποίητο και το δυσικανοποίητο στις μέρες μας. Εξαίρονται τα «δύσκολα γούστα», το να είναι κανείς «απαιτητικός». Ξεχνούμε να στείλουμε τη σκέψη μας εκεί κάτω στην Αφρική, όπου πεθαίνουν τα γυμνά παιδιά από την πείνα, η οποία πείνα έχει πλέον αρχίσει να χτυπά και τις πόρτες των αλαζονικών ανεπτυγμένων χωρών.

Πόσο ντρέπομαι για τα πολλά χρήματα που κέρδισα με αυτόν τον τρόπο ή πουλώντας, παλαιότερα, αλκοόλ σε ανθρώπους που συχνά παρουσίαζαν τάση για αλκοολισμό ή ήταν ήδη αλκοολικοί! Πόσο θλιβερό, επονείδιστο, εγκληματικό να βιοπορίζεται κανείς αργοσκοτώνοντας σωματικά ή ψυχικά τους συνανθρώπους του ή συμβάλλοντας στη σωματική και πνευματική κατάπτωσή τους! Γι’ αυτό και χρόνια μετά τα εξομολογήθηκα αυτά, αφού είναι όντως αμαρτία. Και το κατάλαβα αυτό ακόμα καλύτερα όταν διάβασα τα σχετικά με το ήθος του Χριστιανού επαγγελματία στη Χρηστοήθεια του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Είναι τραγικό το ότι ο σύγχρονος βιοπορισμός βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ψέμα, στην απάτη, στην εκμετάλλευση, γενικώς στην υποδούλωση στην ύλη και στη λατρεία της. Πάμπολλες περιττές ή και βλαβερές επιχειρήσεις και υπηρεσίες θα έβαζαν λουκέτο, αν έστω εμείς οι Ορθόδοξοι αποφασίζαμε να ζήσουμε κατά Χριστόν, αν δηλαδή ήμασταν αληθινά Ορθόδοξοι και όχι κρυφο-υλιστές. Οραματίζεται άραγε κανείς μια κοινωνία σαν την πρώτη χριστιανική κοινωνία, όπως παρουσιάζεται στις Πράξεις των Αποστόλων (Πρ. β’ 42-47, δ’ 32-37), όπου όλα γινόντουσαν με προσευχή, αγάπη και κοινοκτημοσύνη, μια αγαπητική κοινωνία Θεού και ανθρώπων; Αλλά, από την άλλη, το να περιμένουμε από τον Χριστιανισμό να μάς λύσει τα κοινωνικά προβλήματα έχει τις παγίδες του. Δεν ήλθε γι’ αυτό ο Θεάνθρωπος Χριστός μας στη γη.

Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, αισθάνθηκα ότι νοίκιασα κυριολεκτικά την ψυχή μου στο διάβολο. Εργαζόμασταν από εννέα έως δεκατέσσερις ώρες την ημέρα με σπαστό ωράριο και αμειβόμασταν για οχτάωρο, χωρίς επιπλέον αμοιβή για τις Κυριακές και τις αργίες – ναι, δούλευα ακόμα και Κυριακές η αθεόφοβη, δεν ήξερα πόσο ακριβά πληρώνει ο άνθρωπος την Κυριακάτικη εργασία ενώπιον του Θεού!!! Την υπόλοιπη αμοιβή μας την περιμέναμε από τα φιλοδωρήματα, που ήταν συνήθως γενναιόδωρα, καθότι σερβίραμε ως επί το πλείστον εύπορους Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Το πρωί ετοιμάζαμε το χώρο και το βράδι ήταν ένας μαραθώνιος με ρυθμούς αγώνα ταχύτητας. Η συμπεριφορά, όμως, ιδίως του ενός από τους δύο εργοδότες μας ήταν απαράδεκτη, ενίοτε απάνθρωπη. Όχι μόνο εκμεταλλευόταν στυγνά τους υπαλλήλους του, πράγμα συνηθέστατο, δυστυχώς, στον ελληνικό τουρισμό, αλλά και κάποτε τους εξευτέλιζε ενώπιον των πελατών. Μας θυμάμαι πολλές φορές να τρέχουμε πανικόβλητοι να προλάβουμε τους πελάτες που έρρεαν σαν λαοπλημμύρα στο εστιατόριο, όλοι σχεδόν την ίδια ώρα, γιατί τότε έδυε ο ήλιος και έπρεπε σώνει και καλά να δειπνήσουν με ηλιοβασίλεμα. Κάτι να γινόταν λάθος, μια ασυνεννοησία με τους (φιλότιμους αλλά ως επί το πλείστον αλλόγλωσσους) συναδέλφους, με την κουζίνα ή με τους πελάτες, με τις κρατήσεις, με τις παραγγελίες…και ξαφνικά ερχόταν ο Βεζούβιος να εκραγεί μπροστά μας με προσβλητικές εκφράσεις, ωρυόμενος, βρυχώμενος, μαινόμενος. Και έπρεπε μετά εσύ να καταπιείς την ντροπή και την οργή και το βούρκωμά σου, μαζί και την κούραση και το παράπονο και την ψυχική σου εξάντληση και κείνον τον κόμπο στο λαιμό, και να συνεχίσεις να χαμογελάς σερβίροντας τους ευγενικούς αλλά και απαιτητικούς πελάτες σου, ενώ μέσα σου η καρδιά έκλαιγε. Αν έφευγαν χωρίς να αφήσουν φιλοδώρημα ή έστω καλά λόγια και ευχαριστίες, καταλάβαινες ότι εισέπραξαν το κακό κλίμα και μια κακή εξυπηρέτηση, δηλαδή είχε χαλάσει το ρομαντικό και ακριβό τους δείπνο. Είχες αποτύχει για άλλη μια φορά.

Δεν πίστευα στα αυτιά μου εκείνο τον καιρό, όταν άκουσα ότι υπήρχαν δωμάτια ξενοδοχείων στο νησί που χρεωνόντουσαν τρεις χιλιάδες ευρώ τη νύχτα. Προφανώς επρόκειτο για δωμάτια με ειδικές υπηρεσίες, πισίνα, τζακούζι, μασάζ, θέα στο πέλαγο ή ποιος ξέρει τι άλλο, ενώ το ίδιο εκείνο ξενοδοχειακό κτίριο μπορεί πολλά χρόνια πριν να ήταν το ταπεινό σπίτι ενός νησιώτη ή και ένα καπετανόσπιτο, χτισμένο μέσα στον βράχο και φαγωμένο κάθε χειμώνα από την υγρασία. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι όλη αυτή η αλαζονική κατάσταση, αλλά και η γενικότερη στην οποία αυτή εντάσσεται, περιγράφεται στην Αποκάλυψη με έναν πολύ ενδιαφέροντα όρο: στρῆνος.

«Ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, καὶ ἐγένετο κατοικητήριον δαιμονίων καὶ φυλακὴ παντὸς πνεύματος ἀκαθάρτου καὶ φυλακὴ παντὸς ὀρνέου ἀκαθάρτου καὶ μεμισημένου· ὅτι ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πέπωκαν πάντα τὰ ἔθνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς μετ’ αὐτῆς ἐπόρνευσαν, καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐκ τῆς δυνάμεως τοῦ στρήνους αὐτῆς ἐπλούτησαν». (Αποκάλυψις Ιωάννου ιη’ 2-3)

Ω, τι μας περιμένει, Άνθρωπε, αν έχουμε κάνει την ύλη και τη σάρκα μας θεό και την προσκυνούμε! Είχε τόσο πολύ μισήσει η ψυχή μου αυτήν την κατάσταση, που όταν κάποτε, μετά από πολλά υγρά απογεύματα που δουλεύαμε με νοτισμένα ρούχα λόγω υγρασίας ή και ψιχάλας -έχει τύχει ακόμα και να σερβίρω πελάτες κυριολεκτικά μέσα σε σύννεφο…-, όταν λοιπόν αρρώστησα για πολλοστή φορά στη ζωή μου με βαριά βρογχίτιδα -«στα πρόθυρα πνευμονίας» είπε ο γιατρός-, ανακουφίστηκα αφάνταστα που θα μπορούσα επιτέλους να πάρω τρεις μέρες ρεπό, αφού, όταν δουλεύει κανείς σεζόν σε αυτές τις περιπτώσεις, το ρεπό το ξεχνάει για ένα εξάμηνο. Βέβαια, για να μου δώσουν αυτές τις τρεις μέρες ελευθερίας, έπρεπε να φτάσω στο σημείο να έχω αναπνευστικές κρίσεις εν ώρα εργασίας, ακόμα και παραγγελιοληψίας. Οι ευγενείς πελάτες μου ερχόντουσαν σε τραγική θέση όταν, την ώρα που μου έδιναν παραγγελία για το δείπνο τους, έβλεπαν ξαφνικά να μου κόβεται η μιλιά μαζί και η ανάσα, να αρχίζω να βήχω ασταμάτητα και να τρέχουν τα μάτια μου από την ασφυξία. Μείναν στη μνήμη μου εκείνα τα σιωπηλά, απορημένα και ανήσυχα ευρωπαϊκά βλέμματα· σαν να αναρωτιόντουσαν αν επρόκειτο να πεθάνω μπρος στα μάτια τους ή όχι. Και παρόλο που στο μικρό, υγρό δωμάτιό μου ήταν μαρτυρικό εκείνο το τριήμερο, αφού δεν μπορούσα ούτε να αναπνεύσω κανονικά αλλά ούτε και να κοιμηθώ από το βήχα, ήμουν πανευτυχής που δεν θα χρειαζόταν να αντικρίσω τους τυράννους μου έστω και για τρεις μέρες.

Μετά από ένα εξάμηνο εξαντλητικής δουλειάς -ή, μάλλον, πικρής δουλείας-, πλήρες ακολασίας και σπάταλων καταχρήσεων -είχα περάσει πλέον σε ακριβές ουσίες, από την αλβανική κάνναβη στη μαροκάνικη, από τις μπύρες και τις ρακές στα ακριβά κρασιά…-, βρέθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου με αρκετές χιλιάδες ευρώ στο λογαριασμό μου, αλλά και με μια ψυχολογία απερίγραπτα σκοτεινή. Έψαχνα απεγνωσμένα τρόπο να βγω από το τούνελ τόσων χρόνων. Τότε άνοιξε ο επόμενος κύκλος, των μακρινών ταξιδιών. Πριν όμως ξεκινήσω να ταξιδεύω, ήξερα μέσα μου ότι κάποια πράγματα έπρεπε οπωσδήποτε να αλλάξουν. Όλη μου η ύπαρξη, ψυχή και σώμα, μου φώναζε ότι δεν ήθελε ούτε άντεχε άλλες καταχρήσεις, άλλη ναρκομανία. Τι ειρωνικό, αλήθεια: η μανία της νάρκης. Να θέλω μανιωδώς να είμαι ναρκωμένος. Η νάρκη ως λήθαργος, η νάρκη στο ναρκοπέδιο. Ακόμα και αν πίνεις διεγερτικά ναρκωτικά, στην ουσία σε ναρκώνουν. Χάνεις τη νηφαλιότητά σου, την αντίληψή σου, τη φρούρηση των αισθήσεών σου, τη συνείδησή σου, την ευθύνη της ζωής σου, κάποτε και την προσωπικότητά σου. Ακόμα και με τα απλά και φυσικά ναρκωτικά που εντείνουν τη λειτουργία των αισθήσεων, όπως η ινδική κάνναβη, πάλι ναρκωμένος είσαι στην ουσία, μέσα στο σύννεφο της επήρειας, πέρα από την υπνηλία που φέρνουν ούτως ή άλλως. Ακόμα κι αν πίνεις μη – τοξικομανιογόνα, στην ουσία πάλι εθίζεσαι. Απόδειξη; Κάνε πως τα κόβεις επί τόπου και τότε θα δεις πόσο ελεύθερος είσαι πραγματικά.

Κι όμως, με τη βοήθεια του Θεού, την οποία τότε, μέσα στη φαντασμένη τύφλωσή μου, την ερμήνευα ως αποτέλεσμα δήθεν της ισχυρής μου θέλησης και των νεοεποχίτικων ενασχολήσεών μου, πήρα την απόφαση να κόψω μαχαίρι όλες τις στερεές, υγρές και αέριες ουσίες που με κρατούσανε δεμένη. Έκοψα ταυτόχρονα την ινδική κάνναβη, το αλκοόλ και το απλό -αλλά επίσης δηλητηριώδες και εθιστικό- τσιγάρο και ό,τι άλλη ουσία θα μπορούσε να έλθει στο δρόμο μου. Όποιος έχει κόψει έστω το κάπνισμα, μπορεί να έχει μια πολύ μικρή ιδέα του τι σημαίνει αυτό.

Αμέσως άνοιξε ένα σκοτεινό βάραθρο μέσα μου, ή, μάλλον, αποκαλύφθηκε το βάραθρο που τόσα χρόνια τεχνηέντως έκρυβαν και κρυφά ενίσχυαν οι ουσίες. Με έπιαναν κρίσεις αγοραφοβίας. Κρίσεις δύσπνοιας και δυσφορίας. Ξαφνικές ταραχές. Φόβος και τρόμος. Αν κλεινόμουν σε ένα δωμάτιο, ένιωθα ότι οι τοίχοι όλο και στένευαν για να με πλακώσουν. Τα σωθικά μου τα ένιωθα σαν αγρό μετά από βομβαρδισμό. Δεν μπορούσα να βρω ησυχία πουθενά. Πουθενά! Έψαχνα απελπισμένα στο διαδίκτυο να βρω όμορφες εικόνες φύσης, αυτές με γαλήνευαν κάπως για λίγο, γιατί στο μεταξύ είχα μετακομίσει για άλλη μια φορά ως φιλοξενούμενη σε πόλεις και είχα αποκοπεί από τη δημιουργία του Θεού, ήμουν εγκλωβισμένη ανάμεσα στα δημιουργήματα των ανθρώπων. Έψαχνα να βρω «καμιά καλή κωμωδία», γιατί σε κάποιο νεοεποχίτικο βιβλίο πλανεμένης συγγραφέως της εποχής εκείνης είχα διαβάσει ότι το γέλιο θεραπεύει. Βέβαια, σε άλλο πλανεμένο νεοεποχίτικο βιβλίο, από κείνα που μιλάνε για «μπλοκαρισμένα τσάκρα», είχα διαβάσει ότι και το κλάμα θεραπεύει. Μόνο που γι’ αυτούς το κλάμα δεν είναι η σωτήρια συντριβή της κατά Θεόν λύπης που έλκει τη θεία παρηγοριά, είναι απλά μια μηχανική τεχνική πρόκλησης δονήσεων στο θώρακα προκειμένου να ξεμπλοκαριστεί το «τσάκρα της καρδιάς» που έχει μαζέψει «συναισθηματική στάχτη»… Ω, η ευρηματικότητά σου, διάβολε πανεπιστήμονα!!!

Έψαχνα, λοιπόν, τρόπο να θεραπευθώ με τα νοσηρά και απατηλά μέσα των «ενεργειών», των «συχνοτήτων», των διαφόρων «τεχνικών αναπνοής», των χρωμάτων, των αρωμάτων, των ήχων, των ανατολίτικων ασκήσεων και των πολεμικών τεχνών… Να πεθαίνεις, δηλαδή, της δίψας και να πέφτεις στα λασπόνερα για να ξεδιψάσεις. Δίπλα να τρέχει γάργαρο το νερό της πηγής, κρυστάλλινο και δροσερό να σου προσφέρεται, και εσύ να επιμένεις στις λάσπες. «ὅτι ἐταπεινώθη εἰς χοῦν ἡ ψυχὴ ἡμῶν». Ω, πόσο ακριβά την πλήρωσα και την πληρώνω αυτή τη λάσπη!

Λύνοντας τα πρώτα δεσμά.

Η κοινή λογική λέει, πως όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε απεξάρτηση και άρα σε δεινή ψυχοσωματική κατάσταση, χρειάζεται βοήθεια, συμπαράσταση, καθοδήγηση. Χρειάζεται, με άλλα λόγια, να είναι με άλλους ανθρώπους, σε ασφαλές περιβάλλον που να του παρέχει έστω μια αίσθηση σιγουριάς και εμπιστοσύνης, αν όχι και βοήθεια. Εγώ, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, ήμουν μαλωμένη και με την κοινή λογική. Έτσι, αποφάσισα να αποσυρθώ στην άλλη άκρη του κόσμου προκειμένου να «καθαρίσω». Βρέθηκα λοιπόν στη βουδιστική Ταϊλάνδη, τελείως μόνη· όσο μόνος, δηλαδή, μπορεί να είναι κάποιος έχοντας το βλέμμα του Χριστού επάνω του, όπως το έχουμε όλοι μας.

Έβγαλα ένα αεροπορικό εισιτήριο μετ’ επιστροφής χωρίς να έχω κάνει το εμβόλιο κατά της μαλάριας -όπως το είχα κάνει πριν το ταξίδι στην Ινδία-, για να μη φορτώσω περισσότερο τον οργανισμό μου, αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί ο φόβος μου. Και επιβιβάστηκα, ένα τρομοκρατημένο, ασυνόδευτο παιδάκι τριάντα χρονών, σε ένα αεροπλάνο που θα πετούσε επί δέκα ώρες προς τον πάνξενο προορισμό του.

Δεν θυμάμαι να έχω κάνει πιο φοβισμένο ταξίδι. Έτρεμε η ψυχή μου κυριολεκτικά. Δεν μπορούσα να γαληνέψω, αν και από παιδί ενθουσιαζόμουν με τα αεροπλάνα, ήταν το αγαπημένο μου μέσο. Κρύωνα, έτρεμα, στριφογύριζα, αδημονούσα πότε να φτάσουμε για να πάω στο ξενοδοχείο. Δεν ήξερα τι με περιμένει στο ξενοδοχείο, ούτε πόσο άσχημη και ρυπασμένη από το καυσαέριο ήταν η Μπανγκόκ, στο βαθμό πολλοί να κυκλοφορούν με μάσκες. Γενικά είχα παντελώς λανθασμένες προσδοκίες για την Ταϊλάνδη. Περίμενα ότι θα συναντούσα μια ήσυχη χώρα με λιγομίλητους βουδιστές κατοίκους, αλλά ο τουρισμός είχε κάνει και εκεί τη ζημιά του.

Το δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο ήταν ένας άσχημος χώρος με λάμπα φθορίου – πάντα με ψυχοπλάκωναν αυτές οι λάμπες, έχει κάτι το θλιβερά νεκρό το φως τους- και για κάποιο λόγο τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με ένα αδιαπέραστο μέταλλο, ώστε να μην μπορεί κανείς να δει τίποτα από έξω. Ήταν σαν φυλακή! Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που χρειαζόμουν. Μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ πριν τις τέσσερις ή πέντε τα χαράματα, δεν με έπαιρνε ο ύπνος με τίποτα, παρά την εξάντλησή μου. Σίγουρα έπαιζε ρόλο και το ότι βρισκόμουν πλέον στην τροπική ζώνη καθώς και η διαφορά ώρας. Οι περιηγήσεις μου στην πόλη χειροτέρευαν τα πράγματα, γιατί ανέκαθεν οι μεγάλες πόλεις μού φαινόντουσαν απάνθρωπες και αυτή ήταν μια ψυχρή, μουντή πόλη. Οι κάτοικοί της ένιωθα πως εξέπεμπαν μια νευρικότητα που διόλου δε με βοηθούσε να ηρεμήσω. Αλλά εκεί έμεινα μόνο τρεις μέρες. Είχα ήδη καταστρώσει ένα βασικό σχέδιο της παραμονής μου στη χώρα, η οποία υπολόγιζα να κρατήσει περίπου τρεις μήνες, αφού μετά θα έπρεπε να επιστρέψω, έληγε η βίζα και το εισιτήριό μου. Θα πήγαινα πρώτα για μια βδομάδα σε μια πόλη στο βορρά, όπου γινόταν εκείνο τον καιρό φεστιβάλ λουλουδιών· τα λουλούδια πάντα με χαροποιούσαν. Μπήκα λοιπόν σε ένα λεωφορείο στις εφτά το απόγευμα και άφησα την πρωτεύουσα πίσω μου.

Εκείνο το ταξίδι με το λεωφορείο ήταν φρικτό. Ενώ έξω είχε τη ζέστη του τροπικού Δεκέμβρη, ο κλιματισμός ήταν τόσο δυνατός που κρυώναμε και μας μοίραζαν κουβέρτες. Η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών ασταμάτητα, ακόμα και τις ώρες της προχωρημένης νύχτας, προβάλλοντας αστυνομικές περιπέτειες και ταινίες τρόμου με λυκάνθρωπους και ζόμπι. Πάνω που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος, αποκαμωμένη και διαλυμένη, κουκουλωμένη με την κουβέρτα, με κάλυπτρο στα μάτια για το μονίμως δυνατό φως και τα αυτιά βουλωμένα με ωτοασπίδες, πεταγόμουν πάνω από ένα ουρλιαχτό ή έναν πυροβολισμό στην ταινία. Αλλά ήμουν πολύ εξουθενωμένη για να θυμώσω ή έστω να εκνευριστώ. Απλά υπέμενα.

Μετά από δώδεκα ώρες ταξίδι και μόλις μισή ώρα ύπνο, επιτέλους φτάσαμε, στις εφτά το πρωί. Δεν ξέρω πού βρήκα το κουράγιο – ή, μάλλον, τώρα πλέον ξέρω, ο Κύριος με λυπήθηκε, που Τον παρακαλούσε η Μητέρα Του επειδή Την παρακαλούσε η μητέρα μου – να φορτωθώ το βαρύ σακίδιο πλάτης των εικοσιπέντε λίτρων και ισάριθμων κιλών και να βγω στους δρόμους να ψάξω για δωμάτιο, καθότι δεν είχα κάνει κράτηση. Αν είχα λίγη περισσότερη διαύγεια, θα είχα ίσως φανταστεί ότι τα φεστιβάλ λουλουδιών είναι εξαιρετικά δημοφιλή σε μια λουλουδοχώρα όπως η Ταϊλάνδη και άρα είναι πανδύσκολο να βρει κανείς δωμάτιο σε καιρό τέτοιου φεστιβάλ. Μετά από περίπου τέσσερις ώρες περπάτημα, το πήρα απόφαση ότι η πόλη αυτή δεν ήταν διαθέσιμη για μένα στην παρούσα φάση, άρα έπρεπε να προχωρήσω προς τον δεύτερο προγραμματισμένο σταθμό μου, ακόμα πιο βόρεια, πάνω στο βουνό, δίπλα στο ποτάμι. Και έτσι έκανα. Δόξα τω Θεώ, το λεωφορείο αυτή τη φορά ήταν σχετικά ήσυχο – καθότι τοπικό και όχι τουριστικό – και έτσι μπόρεσα τουλάχιστον να κοιμηθώ ένα δίωρο.

Είχε μόλις δύσει ο ήλιος όταν έφτασα, χωρίς να έχω κάνει κράτηση και πάλι. Ξανά περπάτημα με το βάρος στην πλάτη, μα ήταν άγονη η αναζήτηση, δεν μπορούσα να βρω ένα μέρος που να με αναπαύει και σε λίγο νύχτωνε. Τι θα έκανα; Εκείνη τη στιγμή δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Καθώς πήγαινα σε μια βρύση να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, θυμάμαι τον καταβεβλημένο άθεο εαυτό μου να λέει από μέσα του: «Θεέ μου, βρες μου κάτι, σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο, θα καταρρεύσω!» Και πριν περάσει ένα λεπτό, κυριολεκτικά όμως ένα λεπτό, εμφανίζεται από το πουθενά, μόλις ξεπροβάλλοντας στην κορυφή μιας ανηφόρας, ένας νεαρός ξανθωπός τουρίστας και μου λέει χαμογελαστός στα αγγλικά από απόσταση αρκετών μέτρων: «Εδώ έχει ένα πολύ ωραίο μέρος για να μείνεις» δείχνοντάς μου προς μια κατεύθυνση πίσω του… και μετά προχώρησε και δεν τον ξαναείδα. «ἔτι λαλοῦντός σου ἐρεῖ· ἰδοὺ πάρειμι.» Κατάλαβες τώρα γιατί λέγω ότι δεν ήμουν ποτέ μόνη; Ποιος θα με πείσει ότι ήταν απλή σύμπτωση; Ποιος θα με πείσει ότι όλη εκείνη την ταλαιπωρία την είχα σηκώσει μόνη μου;

Πράγματι, ακολούθησα την οδηγία του νεαρού και βρέθηκα σε μια μικρή όαση, σε ένα ήσυχο συγκρότημα από μπανγκαλόου με κήπους πολύχρωμους και μικρές καλαίσθητες λιμνούλες. Εκεί άρχισα με τις μέρες κάπως να ηρεμώ, ανεπαίσθητα μεν, αλλά έστω και αυτό για μένα τότε ήταν πολύ. Και έτσι πέρασε το πρώτο δεκαήμερο σε τούτη την παράξενη χώρα, που διαρκώς μου έδινε την εντύπωση ότι κάτι κρύβει χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι.

Επόμενος σταθμός ήταν μια παραθαλάσσια περιοχή στον νότο. Εκεί προνόησα να κάνω κράτηση. Αργώ, αλλά μαθαίνω κάποτε. Βέβαια, εκεί είχα άλλα θέματα. Μετά από άλλο ένα δωδεκάωρο στο λεωφορείο, βρέθηκα σε ένα δωμάτιο το οποίο μύριζε αφόρητα εντομοκτόνο, πράγμα συχνό στην Ταϊλάνδη λόγω των πολλών κουνουπιών. Άφησα τα πράγματα βιαστικά και έφυγα για τη θάλασσα που τη λαχταρούσα, αφού στο νησί όπου δούλευα δεν είχα χρόνο ούτε κουράγιο να πάω για μπάνιο με τόσο φορτωμένο ωράριο. Κανείς, όμως, δε με είχε προειδοποιήσει ότι υπήρχε παλίρροια εκεί και ότι όταν έφτασα τα νερά ήταν σε φάση άμπωτης. Μπήκα στο νερό και προχώρησα προς τα βαθιά, αλλά τα βαθιά δεν τα έφτανα. Ήμουν ήδη περίπου πενήντα μέτρα από την παραλία και το νερό μού ήταν μέχρι τον αστράγαλο. Προχώρησα κι άλλο, κι άλλο…το νερό ούτε μέχρι το γόνατο. Τότε άκουσα μέσα μου μια φωνή από τα παιδικά μου χρόνια «Εσύ στη θάλασσα να πας, νερό δε θα βρεις!» Μου το έλεγαν συχνά επειδή ήμουν μονίμως αφηρημένη. Για κάποιο λόγο συγκλονίστηκα με αυτή τη μνήμη. Κάτι ταρακουνήθηκε μέσα μου. Ίσως επειδή τόσα χρόνια έπινα, έπινα, έπινα ό,τι έβρισκα μπροστά μου…αλλά έμενα διψασμένη. Ίσως επειδή τόσα χρόνια νόμιζα ότι κάτι έκανα, κάπου έφτανα, αλλά ουσιαστικά είχα χάσει τον εαυτό μου και όδευα προς το να χάσω και την ψυχή μου. Δεν έφτανα πουθενά, δεν έκανα τίποτα παρά μόνο κακό στον εαυτό μου και στους γύρω μου, επηρεάζοντάς τους, κάποτε ακόμα και καθοδηγώντας τους, λανθασμένα.

Δόξα τω Θεώ, οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου ήταν μια οικογένεια Ταϊλανδών μωαμεθανών μεν -παράξενο ήταν να ακούς μουεζίνη σε κείνο το μέρος-, αλλά ευγενέστατων και μονίμως χαμογελαστών, και αυτό έκανε λιγότερο επώδυνη τη διαμονή μου σε κείνον τον θλιβερό τόπο. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού στην Ταϊλάνδη αισθανόμουν να δέρνομαι από Κάποιον, αλλά τόσο, όσο μπορούσα να αντέξω και με διαλείμματα στοργής, όταν ήμουν στα πρόθυρα κατάρρευσης. Και παρά τον φόβο και ενίοτε τον τρόμο, ήμουν πάντοτε υπό προστασία. «παιδεύων ἐπαίδευσέ με ὁ Κύριος καὶ τῷ θανάτῳ οὐ παρέδωκέ με.» Είμαι βαθύτατα ευγνώμων για κάθε αγαπητική παιδαγωγία που δέχθηκα και δέχομαι από τον Θεό μου, όσο και αν πόνεσε και πονάει η παιδαγωγία αυτή. Και μόνο που ξέρω ότι είναι το χέρι Του που με δέρνει, το χέρι εκείνο που έπλασε τον Κόσμο και τον Άνθρωπο, το χέρι που θεράπευσε, που έθρεψε, που ανέστησε, που παρέδωσε τη Θεία Ευχαριστία, που καρφώθηκε στον Σταυρό και που ευλόγησε τους Αποστόλους ανεβαίνοντας μετά την Ανάσταση στους Ουρανούς… μού αρκεί. Ακόμα περισσότερο ευγνώμων είμαι για τις αμέτρητες ευλογίες Του, που γνωρίζω μέχρι το μεδούλι μου ότι δεν τις αξίζω. Δοξάζω ολόψυχα το πανάγιο Όνομά Του!

Μετά από την επίσκεψη σε εκείνο το παραθεριστικό μέρος, είχα προγραμματίσει να συμμετάσχω σε ένα σεμινάριο διαλογισμού που διοργάνωνε ένα βουδιστικό μοναστήρι του Βουδισμού Θεραβάντα. Είχα διαβάσει γι’ αυτό στον τουριστικό οδηγό που είχα μαζί μου, ο οποίος οδηγός το είχε συμπεριλάβει στις γενικές πληροφορίες για τη χώρα, μαζί με τους χώρους διαμονής και εστίασης και τις «εναλλακτικές» δραστηριότητες. Πόσο βολικό και συνάμα ύπουλο αυτό! «Εκεί θα πάτε για φαγητό, εκεί για ύπνο, εκεί για οδοιπορία, καγιάκ, αγορές, μουσική και άλλα φολκλόρ δρώμενα…και εκεί για διαλογισμό και χαλάρωση». Ούτε λόγος για το ότι, εφόσον πρόκειται περί ενός θρησκευτικού συστήματος και χώρου, δεν πηγαίνεις εκεί όπως σε ένα θέρετρο· ούτε λόγος για το ότι, πηγαίνοντας εκεί και συμμετέχοντας, εντάσσεσαι σε αυτό τον θρησκευτικό χώρο, συμπνέεις με τις πεποιθήσεις του και λίγο ή πολύ ομολογείς τα φρονήματά του, τα οποία όμως δεν συνάδουν με την Πίστη σου, όπως παρατήρησε κάποτε ένας αγωνιστής Ορθόδοξος Μοναχός για τις εξερευνήσεις μου αυτές.

Ο Βουδισμός, βέβαια, θα σου πει – όπως το είπε και το λέει – ότι δεν σε περιορίζει, αλλά μπορείς να ασχολείσαι με αυτόν και συγχρόνως να διατηρείς τις δικές σου θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αυτομάτως σε κατευθύνει να σκεφτείς ότι «Η δική μου η θρησκεία με περιορίζει, ενώ αυτοί με αφήνουνε ελεύθερο». Πριν απαντήσω σε αυτό, θα πω μιαν αλήθεια που συχνότατα παραβλέπεται: ότι ο Χριστιανισμός καταχρηστικώς ονομάζεται θρησκεία. Οι διάφορες θρησκείες Ανατολής και Δύσης είναι συστήματα που δημιουργήθηκαν κατ’ ανθρώπινη επίνοια, είναι δηλαδή ανθρώπινες επινοήσεις. Ο ιστορικός Βούδας (αυτή καθ’ εαυτή η λέξη «Βούδας» είναι γενικός όρος για τους κατά το Βουδισμό «φωτισμένους»), λόγου χάρη, ο Σιντάρτα Γκαουτάμα, ήταν ένα πριγκιπόπουλο που παράτησε τα μεγαλεία και ασκήτεψε. Πολύ αμφιβάλλω αν ο σκοπός του ήταν να καταλήξει να λατρεύεται σχεδόν σαν θεός. Η αγία Πίστη μας, η Ορθοδοξία, αντιθέτως, είναι αποκάλυψη Θεού.

Τώρα στα περί ελευθερίας. Θα σου πω πώς το αντιλαμβάνομαι το πράγμα, τώρα που βγήκα από κείνη τη θόλωση του νου, και φυσικά μπορείς να διαφωνήσεις, είναι δικαίωμά σου. Αν, λοιπόν, αποφασίσω να πολεμήσω εθελοντικά σε έναν πόλεμο υπέρ του δικαίου, είμαι ελεύθερος να αλλάξω κάποτε στρατόπεδο και να πολεμήσω υπέρ του αδίκου, αν το αποφασίσω, εφόσον στρατεύομαι με ελεύθερη τη βούλησή μου. Θα πλανώμαι, όμως, πλάνην οικτράν, αν νομίζω ότι εξακολουθώ να πολεμώ για το δίκαιο από τη στιγμή που θα έχω αλλάξει στρατόπεδο. Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι και την Πίστη μας. Όταν ο ίδιος ο Χριστός λέγει ότι «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ», αυτό σημαίνει ότι μόνο μέσα από τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό μπορώ να πλησιάσω τον Θεό Πατέρα. Αν θέλω να είμαι Χριστιανός και όχι απλά να λέγομαι Χριστιανός, ο λόγος του Θεού μου είναι νόμος και αξίωμα, δεν τον αμφισβητώ. Μπαίνοντας στα μονοπάτια, λόγου χάρη, του Βουδισμού, θα αρχίσω να ακούω άλλες διδασκαλίες· θα μου μιλήσουν για κάρμα, ντάρμα, σαμσάρα και νιρβάνα, θα μου μιλήσουν για πράγματα έξω από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Άρα, πώς θέλω να είμαι και στο ένα στρατόπεδο και στο άλλο; Πώς θα μιλάω από τη μια για Παράδεισο και από την άλλη για μετεμψύχωση; Δεν βλέπω ότι οδηγώ τον εαυτό μου είτε στην πλάνη είτε στη σχιζοφρένεια; Και με τέτοια τεράστια παρακαταθήκη των Νηπτικών μας Πατέρων, με την κατατεθειμένη και καταγεγραμμένη επί αιώνες πείρα των Αγίων Ασκητών μας, που πολεμούσαν τους δαίμονες στις ερήμους πρόσωπο με πρόσωπο, που με τον σκληρό πνευματικό αγώνα τους και τη Χάρη του Θεού έφταναν σε απερίγραπτα πνευματικά ύψη και που μπροστά σε εκείνους ωχριούν όλοι οι Βούδες και οι Δαλάι Λάμα, γιατί να καταφύγω στο Βουδισμό; Αν δεν μπορώ να βρω ειρήνη, χαρά και πληρότητα μέσα στην Ορθοδοξία, μήπως κάτι κάνω λάθος, όπως δείχνει και το δικό μου το κακό παράδειγμα; Μήπως είμαι «μερικής απασχόλησης» Ορθόδοξος, που τον Θεό Τον θυμάμαι μόνο στην ανάγκη και στη θλίψη και στον πόνο μου και κατά τα άλλα το Ευαγγέλιο είναι για μένα ένα κοστούμι που θέλω να το φέρω στα μέτρα μου;

Όπως δεν μπορώ να περιμένω να δράσει η αντιβίωση χωρίς να πάρω τα χάπια, παρά μόνο διαβάζοντας τις οδηγίες χρήσης, έτσι δεν μπορώ να έχω βίωμα Χριστού χωρίς να κυλήσει το Ευαγγέλιό Του στις φλέβες μου, χωρίς να ποτιστεί η καρδιά μου, ο νους μου, η ύπαρξη και ολόκληρη η ζωή μου από αυτό, έστω στο βαθμό που επιτρέπει η πνευματική στάθμη μου. Πριν την αποστασία, ήξερα την Πίστη μου μόνο μέσα από ακούσματα και αναγνώσματα, την παπαγάλιζα, δεν ήταν για μένα αληθινό βίωμα. Είναι στερημένες από Χριστό οι ζωές των περισσότερων από εμάς και αυτό επαληθεύεται οικτρά από τη σημερινή κατάπτωση της κοινωνίας μας. Δε θέλουμε να αγωνιστούμε, δε θέλουμε να παιδευτούμε, δε θέλουμε να σηκώσουμε τον σταυρό μας και να ακολουθήσουμε τον Χριστό. Θέλουμε να περιμένουμε καθιστοί και ο Κύριος να μας μοιράζει θαυματουργικά άρτους και ιχθύς, να ανεβούμε τα σκαλοπάτια προς τον Παράδεισο χωρίς να κουραστούμε. Μα όπως δεν μπορεί κανείς να μυρίσει το δαμασκηνό τριαντάφυλλο βλέποντας, απλώς, την εικόνα του τυπωμένη σε ένα χαρτί, έτσι δεν μπορεί κανείς να βιώσει την Ορθοδοξία απλά και μόνο διαβάζοντας με στεγνή λογική τη διδασκαλία της, γιατί, απλούστατα, η Πίστη μας είναι υπέρλογη, όπως υπέρλογος είναι και ο ίδιος ο Θεός. Πρέπει πρώτα να πέσουν τα λέπια από τα μάτια μας, να ανοίξει πρώτα τις πύλες της η καρδιά μας για να μπει ο Χριστός, που περιμένει από έξω και κρούει.

Κάποτε ένιωθα θυμό πολύ για τους Χριστιανούς, με είχε απωθήσει η ρηχότητα και η υποκρισία και η βιτρίνα μας. Και τώρα ακόμα νιώθω, και βάζω και τον εαυτό μου μέσα, ότι είμαστε σε θλιβερά μεγάλο βαθμό υπαίτιοι για τα δεινά της Ανθρωπότητας, επειδή στην πλειοψηφία μας δεν είμαστε εμείς οι βαπτισμένοι Ορθόδοξοι όπως μας θέλει ο Θεός. «Εἷς ἄνθρωπος ζήλω πεπυρωμένος ἅπαντα τὸν δῆμο δύναται διορθῶσαι». Και αυτός ο θυμός μου προς τους Χριστιανούς επεκτάθηκε και προς τον Θεό. Αλλά δεν είναι κρίμα να συγχέω την ελιά με τον δάκο; Θα χαρακτηρίσω το δέντρο από την αρρώστια του; Θα χαρακτηρίσω το Ευαγγέλιο βάσει εκείνων που το προδίδουν; Αν στείλω ένα γράμμα και αλλοιωθεί ή χαθεί επειδή ήταν απρόσεχτος ή επίβουλος ο ταχυδρόμος, θα κατηγορήσω τον αποστολέα; Με λίγα λόγια, είναι δίκαιο να κατηγορώ τον Θεό επειδή δεν αντέχω τους άπιστους ή ολιγόπιστους και εκκοσμικευμένους πιστούς Του; Δεν έχω διαβάσει άραγε ούτε ένα βίο Αγίου, όπου είναι ξεκάθαρο τι θα πει εφαρμογή του Ευαγγελίου και πόσο αυτή από μόνη της μπορεί να μεταμορφώσει έναν άνθρωπο, να γεμίσει τη ζωή του θαύματα; Βολευόμαστε στο θυμό μας, όπως βολευόμαστε και στη θέση του κριτή που απλά βαθμολογεί τους γύρω του. Το δύσκολο είναι να σκάψουμε μέσα μας να βρούμε εμείς πού πάσχουμε, εμείς πού σφάλλουμε, εμείς που κρυβόμαστε και προφασιζόμαστε.

Επειδή, όμως, η αμαρτία είναι σαν το τσιγάρο και ο καπνιστής δεν ενοχλείται από τη δυσωδία της νικοτίνης, όλα αυτά δεν τα σκεφτόμουν τότε. Νόμιζα ότι με βοηθάνε τα σεμινάρια διαλογισμού και όλα τα συναφή, ιδίως το συγκεκριμένο που ήταν ιδιαίτερο, αφού υπέγραφες συμβόλαιο σιωπής για έντεκα μέρες. Όχι σιωπή με την έννοια της ομερτά, αλλά με την κυριολεκτική έννοια της σιωπής. Σου έδιναν να διαβάσεις και να υπογράψεις ένα έντυπο με τους όρους συμμετοχής στο σεμινάριο και ένας από τους όρους αυτούς ήταν να παραμείνεις σιωπηλός σε όλη τη διάρκειά του. Επιτρεπόταν να μιλήσεις μόνο όταν είχες ακρόαση από κάποιο δάσκαλο -και οι δάσκαλοι εκεί, Ταϊλανδοί ή Ευρωπαίοι, ήταν είτε Βουδιστές μοναχοί είτε λαϊκοί που εργαζόντουσαν στο σεμινάριο-, στην οποία ακρόαση μπορούσες να θέσεις ερωτήματα ή προβλήματα που αντιμετώπιζες στο διαλογισμό. Για να είμαι ειλικρινής, η συνομιλία καθόλου δε μου έλειψε εκείνες τις έντεκα ημέρες· σαν αλλοπρόσαλλη που ήμουν, μου έλειψε να σφυρίζω, να τραγουδάω και να μονολογώ.

Ήμασταν περίπου πενήντα γυναίκες και άλλοι τόσοι άνδρες από όλον σχεδόν τον κόσμο. Η μέρα μας ξεκινούσε με το εγερτήριο στις τέσσερις τα χαράματα. Κοιμόμασταν πάνω σε τσιμεντένια κρεβάτια με μια κοινή ψάθα παραλίας για στρώμα και ένα ανατομικό κούτσουρο για μαξιλάρι. Κυριολεκτικά όπως τα περιγράφω, δεν είναι σχήματα λόγου. Και είχαμε οπωσδήποτε και κουνουπιέρα, εννοείται. Εκεί τα πλάσματα για κάποιο λόγο ήταν τεραστίων διαστάσεων. Τεράστιες σαύρες, τεράστιες πεταλούδες, τεράστιες αράχνες, κάποτε τεράστια κουνούπια (εκ των οποίων τα κουνούπια-«τίγρεις» είναι υπεύθυνα για το θανάσιμο δάγκειο πυρετό)…οπότε δεν ήταν καλή ιδέα να κοιμηθείς χωρίς κουνουπιέρα, γιατί μπορεί να ξυπνούσες με παρέα και όχι απαραίτητα ευχάριστη. Στις τεσσερισήμισι έπρεπε να είμαστε στο χώρο ομαδικού διαλογισμού. Έβλεπες εκατό ανθρώπους μές στο σκοτάδι, με ή χωρίς φακούς, ανάμεσα στους φοίνικες, να κατευθύνονται σιωπηλοί, αμίλητοι προς το σημείο συγκέντρωσης. «τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται.» Τι γύρευα η θεότυφλη μες στα πνευματικά σκοτάδια, μακριά από τον νοητό Ήλιο, τον Χριστό μας, μακριά από το λαμπρό φως της Ορθοδοξίας; Οι υπόλοιποι ήταν πιθανώς αβάπτιστοι, αν ανήκαν σε άλλες θρησκείες ή σε αιρετικά δόγματα πού, ούτως ή άλλως, δεν έχουν έγκυρα Μυστήρια· εγώ, όμως, η βαπτισμένη Ορθόδοξη τι γύρευα εκεί;

Στα μαθήματα μας μιλούσαν κάποιοι Ταϊλανδοί μοναχοί και ένας Βρετανός μοναχός αλλά και κάποιες γυναίκες, μια Κινέζα μοναχή και μια Ταϊλανδή λαϊκή. Έλεγαν, έλεγαν, έλεγαν, αλλά εμένα το μυαλό μου καταιγιζόταν από λογισμούς. Μνήμες, μνήμες, μνήμες μπαινόβγαιναν στο νου μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πόσο κουραστικό ήταν αυτό! Από μικρή είχα διασπασμένη προσοχή, δυσκολευόμουν πάρα πολύ να συγκεντρωθώ, ιδίως στο σχολείο και στη μελέτη στο σπίτι. Αλλά εκείνον τον καιρό ήταν έντονη η αλλαγή περιβάλλοντος, πολλές οι νέες εικόνες, επίπονη η προσπάθεια να ανταπεξέλθω στις απαιτήσεις της νέας μου περιπέτειας και όλα αυτά μαζί με τα σύνδρομα απεξάρτησης από τις ουσίες… Δεν ήταν ακριβώς η πιο ήρεμη περίοδος της ζωής μου. Ωστόσο μέρα με τη μέρα παρατήρησα ότι άρχισαν οι λογισμοί να έρχονται με λίγο πιο αργούς ρυθμούς, κάπως πιο αραιά. Και σκεφτόμουν τότε ότι τελικά είναι αποτελεσματικός ο διαλογισμός, ο Βουδισμός, όλο αυτό το σύνολο των πρακτικών.

Σήμερα που κοιτάω πίσω, δεν μπορώ να μη θυμηθώ τα λόγια του μακαριστού πατέρα Αθανασίου Μυτιληναίου, ο οποίος επί δεκαετίες πάλευε να αφυπνίσει τον Ορθόδοξο λαό για τον κίνδυνο των αιρέσεων, των εισαγόμενων ανατολικών θρησκειών, της μασονίας, της εκκοσμίκευσης. Θυμάμαι τα λόγια του, λοιπόν, όταν έλεγε ότι τους αιρετικούς πολλές φορές δεν τους πειράζει με άλλους τρόπους ο διάβολος, επειδή ακριβώς τους έχει δέσει με την αίρεση. Βλέπεις ανθρώπους να είναι «ευσεβέστατοι», ελεύθεροι από σαρκικά αμαρτήματα και από άλλα που εμείς οι Ορθόδοξοι συχνά παλεύουμε να απαλλαγούμε. Δεν χρειάζεται να τους πειράξει αυτούς αλλιώς ο διάβολος, ακριβώς επειδή τους έχει ρίξει σε πνευματική πλάνη και κατά κάποιον τρόπο τους έχει κερδίσει- ή έτσι νομίζει, τουλάχιστον, μέχρι να διαψευσθεί από τον παντοδύναμο και πολυέλεο Κύριό μας, αν αυτοί οι άνθρωποι έχουν μέσα τους τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Θαρρώ, λοιπόν, πως το ίδιο συνέβαινε και εκεί στο σεμινάριο· για να με πείσει, δηλαδή, ο πονηρός ότι ήταν καλός ο Βουδισμός, ο διαλογισμός και όλα αυτά, άρχισε να μαζεύει σιγά σιγά τα σκυλιά που ο ίδιος είχε εξαπολύσει εναντίον μου, τις επίμονες σκέψεις, τις μνήμες και τους φόβους που με ταλαιπωρούσαν, πάντα με την παραχώρηση του Κυρίου, αφού χωρίς άδεια από τον Κύριο ο διάβολος δεν μπορεί να κουνήσει φύλλο. Πόσο απατηλή ήταν, όμως, αυτή η αίσθηση, να νομίζω, δηλαδή, ότι μπορεί να με ελευθερώσει από τις δαιμονικές επήρειες μια τέχνη του διαβόλου όπως ο Βουδισμός!

Δεν γίνεται άραγε κάτι ανάλογο και με τους μάγους; Δένει ο μάγος έναν Χριστιανό με μάγια -και είναι τεράστια μάστιγα η μαγεία στην εποχή μας!-, πηγαίνει ο ταλαίπωρος μαγεμένος όχι στον Ιερέα να τον διαβάσει αλλά σε άλλο μάγο, στο μέντιουμ, σε Χότζα ή δεν ξέρω σε ποια άλλη μαύρη πόρτα τάχα για να του τα λύσει, και τότε ο Κύριος, προδομένος και περιφρονημένος, επιτρέπει να δει το παιδί Του «βελτίωση» με τα διαβάσματα και τις μαγείες του υποτιθέμενου λυτήρα, επιτρέπει δηλαδή να πέσει το παιδί Του σε πλάνη, εφόσον το ίδιο επέλεξε τον δάσκαλο του ψεύδους, τον διάβολο, αντί για την Αλήθεια, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και ενώ νομίζει ο μαγεμένος ότι λύθηκε, στην ουσία δέθηκε ακόμα χειρότερα, γιατί δεν κατέφυγε στην Εκκλησία, αλλά στον ίδιο το σατανά για να λυτρωθεί. Τα δαιμόνια, όμως, απλά άλλαξαν βάρδια και πάλι, δε φύγανε. Γι’ αυτό και, όπως έχει πει και ο π. Αθανάσιος, που έχει αφιερώσει πολλές ομιλίες του σε αυτό το θέμα, εκείνοι που βασανίζονται από δαιμόνια λόγω μαγείας, οι οποίοι δεν καταφεύγουν σε μάγους για να τους τα λύσουν, αλλά υπομένουν και αγωνίζονται με της Εκκλησίας τα όπλα για να λυτρωθούν από αυτά ή έστω να ενισχυθούν στη δοκιμασία τους, λογίζονται Μάρτυρες από την Εκκλησία μας. Μάρτυρες!!! «ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.» Αυτό που προοριζόταν να καταστρέψει μια ψυχή και να τη στείλει κατευθείαν στην απώλεια, με την πανσθενουργό Χάρη του Θεού και την πίστη, την υπομονή και τον αγώνα του πιστού γίνεται αιτία αιώνιας νίκης! Και αλλού άκουσα ότι αντιθέτως οι μάγοι και όσοι καταφεύγουν σε αυτούς για να βλάψουν ή έστω να «δέσουν» μέσω αυτών κάποιον άνθρωπο, φορτώνονται με το βαρύτατο αμάρτημα του φόνου. Δυστυχώς, κάποιοι μαγεμένοι οι οποίοι δε λυτρώνονται -για λόγους που ο Κύριος γνωρίζει-, τελικά πεθαίνουν μετά από μια ζωή βασανισμένη, με αρρώστιες και πόλεμο φρικτό από τους δαίμονες. Γνωρίζω ανθρώπους που βασανίζονταν ή βασανίζονται επί χρόνια από μαγεία καθώς και την τραγική κατάσταση που βίωναν ή βιώνουν, σε ψυχικό και σωματικό επίπεδο. Πραγματικό μαρτύριο! Ο π. Αθανάσιος, πάντως, έλεγε σχετικά με τη μαγεία, ότι προφυλαγμένος από τα μάγια είναι ο Ορθόδοξος ο οποίος, πέρα από το να αγωνίζεται πνευματικά και να έχει ορθή πίστη και σωστή ζωή μέσα στην Εκκλησία με τα Μυστήριά Της, φροντίζει να αποφεύγει οπωσδήποτε τέσσερα αμαρτήματα, τα οποία, βέβαια, είναι ούτως ή άλλως θανατηφόρα για την ψυχή: τη βλασφημία, τη φιλαργυρία, το φθόνο και την υπερηφάνεια.

Και επανέρχομαι στο εξωτικό και απατηλό μοναστήρι. Μετά τον πρωινό καθιστικό διαλογισμό και τη γιόγκα, παίρναμε ομαδικώς το πρωινό μας -μια ανυπόφορη ριζόσουπα-, αφού πρώτα κάναμε μια βουδιστική προσευχή. Ντροπή θα είναι αλλά και αλήθεια, αν αναρωτηθώ σε πόσους δημόσιους χώρους εστίασης εδώ στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας γίνονται προσευχές πριν το φαγητό, όπως, λόγου χάρη, σε ένα τραπέζι Γάμου ή Βάπτισης. Άραγε γίνεται προσευχή πριν το φαγητό σε κάθε Ορθόδοξο σπίτι; Μήπως θεωρούμε το φαγητό μας δεδομένο, ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να μας το δίνει κάθε μέρα; Δεν είναι κρίμα και ντροπή να θυμούνται την επιτραπέζια προσευχή οι πλανεμένοι Βουδιστές, που ουσιαστικά δεν έχουν Θεό, και εμείς όχι;

Ακολουθούσε η ώρα της εργασίας, ένα σύντομο διάλειμμα ξεκούρασης και ξανά διαλογισμός, ξανά ομιλίες…ώσπου ερχόταν το απόγευμα που πίναμε ένα τσάι ή ένα κακάο και αποσυρόμασταν στα δωμάτιά μας. Σιωπητήριο στις εννιάμισι, σβήσιμο φώτων στις δέκα…και εγερτήριο στις τέσσερις και πάλι από την αρχή. Έτσι κυλήσανε οι μέρες. Στο τέλος του σεμιναρίου μάς συγκέντρωσαν όλους μαζί και μιλήσαμε ξανά μετά από τόση σιωπή, για να πούμε τις εντυπώσεις μας και όσα μάθαμε στο σεμινάριο. Και μετά ο καθένας συνέχισε το δρόμο του, έχοντας ζήσει μαζί με άλλους εκατό ανθρώπους για ένδεκα μέρες χωρίς να έχει πλησιάσει ουσιαστικά κανέναν τους. Μια παγωμένη, σιωπηλή σύμβαση, χωρίς καρδιά, χωρίς ζεστασιά, χωρίς αγάπη, χωρίς Θεό.

Έμεινα στην απέναντι πλευρά του δρόμου άλλες δυο τρεις μέρες. Εκεί βρισκόταν το κανονικό μοναστήρι, απέναντι, δηλαδή, από το κέντρο διαλογισμού. Ήταν μέσα στη ζούγκλα, μια ζούγκλα που αντί να σου μαλακώνει την ψυχή σού την έσκιαζε. Εκεί περιπλανιόμουν μόνη μέσα στην τροπική βλάστηση, όπου ήταν διάσπαρτα διάφορα αγάλματα του Βούδα και κάποια κτίσματα. Έψαχνα να βρω τη γαλήνη που δεν είχα βρει στο σεμινάριο, αλλά ούτε και εκεί τη βρήκα. Γιατί μπορεί να υποχώρησαν κάπως οι πολλές σκέψεις και να ερχόντουσαν με λιγότερο καταιγιστικούς ρυθμούς, αλλά η καρδιά και η ψυχή μου ακόμα κρύωναν και έτρεμαν μές στο σκοτεινό κενό. Συνάντησα εκεί έναν Ταϊλανδό μοναχό, ο οποίος με βοήθησε να καταλάβω τι θα πει μοναχισμός για τους εκεί Βουδιστές· δεν ξέρω αν ισχύει παντού το ίδιο. Εκείνος, λοιπόν, ο συμπαθής και ευγενικός νέος, με το ξυρισμένο κεφάλι και τη συνήθη πορτοκαλί αμφίεση των βουδιστών μοναχών, μου είπε ότι ήταν σε μια φάση της ζωής του που δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε να κάνει και έτσι αποφάσισε να γίνει μοναχός για λίγο, για δυο-τρία χρόνια, για να έχει το χρόνο και την ησυχία να σκεφτεί καλύτερα. Μετά, όταν καταστάλαζε κάπου, θα έβγαζε το μοναχικό «ράσο» και θα επανεντασσόταν στην κοσμική ζωή, όντας και πάλι ένας λαϊκός. Από ένα Γερμανό ταξιδιώτη που συνάντησα αργότερα στο ταξίδι μου, γείτονα στο ξενοδοχείο, θα μάθαινα και κάτι άλλο ενδιαφέρον: ότι όταν κάποιος αποφυλακίζεται σε εκείνη τη χώρα και θέλει να δείξει στην κοινωνία ότι έχει διορθωθεί και έχει αλλάξει ζωή, μπορεί επίσης να γίνει μοναχός για λίγο. Αυτό όμως το έμαθα λίγο αργά, αφού κινδύνεψα κάποια στιγμή μέσα στη ζούγκλα.

Είχα ήδη φύγει από το μοναστήρι, η όποια επίδραση του σεμιναρίου στον ψυχισμό μου είχε ήδη αρχίσει να ξεθυμαίνει και συνέχιζα τις περιπλανήσεις και τις πλάνες, καταδιωκόμενη από το αβυσσαλέο κενό μέσα μου, που ένιωθα πως απειλούσε να με κατασπαράξει. Δοχεία είμαστε εμείς οι άνθρωποι, θα το ξαναπώ, και αν δε γεμίζουμε με Θεό, κουβαλάμε το δύστυχο κενό μας από οδύνη σε οδύνη, από ψέμα σε ψέμα, και αντί να γεμίζουμε, αδειάζουμε όλο και περισσότερο, ώσπου να στραγγίξουμε τελείως, είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι.

Επέστρεψα, λοιπόν, ξανά στην πρώτη εκείνη πόλη με το φεστιβάλ λουλουδιών όπου δεν είχα βρει στην αρχή δωμάτιο. Είχα βαλθεί να εκπαιδευθώ σε εναλλακτικές θεραπείες, σεμινάρια των οποίων γινόντουσαν παντού τριγύρω. Αυτό δεν ήταν τόσο θέμα φιλομάθειας, όσο μια κουρασμένη και σπασμωδική προσπάθεια να αλλάξω μέσο βιοπορισμού, γιατί καταλάβαινα ότι οι αντοχές μου στον τουρισμό εξαντλούνταν. Έτσι δοκίμασα να μάθω ταϊλανδέζικο μασάζ – το οποίο είναι ουσιαστικά ένας συνδυασμός γιόγκα και βελονισμού χωρίς βελόνες- και ομοιοπαθητική -για την οποία, παρεμπιπτόντως, έχει τοποθετηθεί επίσημα η Εκκλησία της Ελλάδος όπως και για την οστεοπαθητική, το βιοενεργειακό μασάζ, τη ρεφλεξολογία, την αγιουρβέδα, τη γιόγκα, το διαλογισμό, τη μακροβιοτική, την οργονομία, τη μαγνητοθεραπεία, τη σαηεντολογία και άλλες μεθόδους και τεχνικές που «θεμελιώνονται σε ασυμβίβαστη με την Ορθόδοξη Πίστη και ζωή κοσμοθεωριακή τοποθέτηση και εμπλέκουν μέσα στις διαδικασίες τους τον ανατολικό μυστικισμό, τη μαγεία-σαμανισμό και τις αντιχριστιανικές αντιλήψεις της ‘Νέας Εποχής’» 1. Αλλά μέσα στην τύφλωσή μου τότε όπου έβρισκα πόρτα ανοιχτή έμπαινα και έτσι δαπάνησα χρόνο και χρήματα για να παρακολουθήσω πολυήμερα σεμινάρια ομοιοπαθητικής και, επιπλέον, «κρανιοϊερής θεραπείας». Το ακούει κανείς αυτό το τελευταίο και νομίζει ότι έχει σχέση με κάτι ιερό, ενώ το όνομα έχει σχηματιστεί από τις λέξεις «κρανίο» και «ιερό οστό». Παρεμπιπτόντως, την ομοιοπαθητική τη σταμάτησα, επιτέλους, όταν κάποια στιγμή, χρόνια μετά, έκανα το λάθος να χρησιμοποιήσω για μια λοίμωξη σκεύασμά της κατασκευασμένο από γερμανικό ανθρωποσοφικό οίκο… και επί δύο μερόνυχτα δεν μπορούσα να σταματήσω να βλέπω δαίμονες με το που έκλεινα τα μάτια μου. Ακόμα και κάποιοι Ανθρωποσοφιστές -δηλαδή Μασόνοι- που γνώρισα μετά την Ταϊλάνδη, έλεγαν ότι οι μεγάλες δυναμοποιήσεις πρέπει να αποφεύγονται, γιατί δεν είναι γνωστό τι πνευματικές δυνάμεις παρεμβαίνουν στη δράση τους. Φαντάσου! Με λύπη μου άκουσα αργότερα από Έλληνα μαιευτήρα που ασκούσε παράλληλα και την τέχνη αυτή, ότι την χρησιμοποιούν και στο Άγιον Όρος. Κρίμα, αν είναι αλήθεια αυτό, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι ο απλός λαός έχει το Άγιον Όρος για πρότυπο. Μακάρι να είναι απλώς μια κακή φήμη.

Τελείωσαν κάποτε τα σεμινάρια, τελείωσαν και οι λοιπές εξερευνήσεις και είχαν μείνει λίγες μέρες μέχρι να φύγω. Στο μεταξύ, ένα μήνα πριν, είχα ανανεώσει τη βίζα μου περπατώντας για δύο ώρες στη Βιρμανία. Ήταν ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν πολλοί τουρίστες για να ανανεώσουν τη βίζα τους χωρίς να πληρώσουν· έμπαιναν για λίγο πεζοί στη Βιρμανία και επέστρεφαν πάλι πεζοί στην Ταϊλάνδη. Ήταν απίστευτη η αλλαγή της αίσθησης μέσα σε λίγα μέτρα! Η Βιρμανία εξέπεμπε μια επιθετικότητα πολύ παράξενη, ή τουλάχιστον έτσι ένιωσα. Ακόμα και τα αγάλματά τους ήταν επιθετικά, σε αντίθεση με τα Ταϊλανδέζικα, που έμοιαζαν, στα μάτια μου τουλάχιστον, μονίμως ναρκωμένα. Μετά, λοιπόν, και από αυτό, λίγο καιρό πριν φύγω, επισκέφτηκα έναν ναό στις υπώρειες ενός λόφου στην άκρη της πόλης.

Αφού έκανα έναν ψευτοδιαλογισμό για δυο τρεις ώρες και αφού ναρκώθηκα από το όλο κλίμα στα υπόγεια του βατ (ναού) όπου βρισκόμουν, είπα να περπατήσω λίγο στο τροπικό δάσος. Μετά από λίγο με πλησίασε ένας μοναχός, αρκετά ευτραφής για βουδιστή, με μια παράξενη συνοφρυωμένη ένταση στο βλέμμα. Μου πρότεινε να μου δείξει έναν άλλο ναό και αφελώς τον ακολούθησα, μέσα στην πυκνή ζούγκλα, όπου τα κτίρια όλο και λιγόστευαν, ώσπου χάθηκαν τελείως. Περπατούσαμε, περπατούσαμε και έβλεπα πια μόνο πυκνή βλάστηση. Κάποια στιγμή φάνηκε μια καλύβα. Μπήκε, κοίταξε γύρω σαν να έψαχνε κάποιον ή κάτι και βγήκε. Συνεχίσαμε να περπατάμε, ώσπου βγήκαμε σε ένα ξέφωτο. Και εκεί ξαφνικά μού απλώνει το χέρι, ζητώντας τη φωτογραφική μηχανή για να με βγάλει δήθεν μια φωτογραφία. Μόνο που αυτή του η κίνηση μού έδωσε εν αγνοία του μια κρυφή πληροφορία, γιατί εκείνος ο νεαρός μοναχός στο μοναστήρι του διαλογισμού μού είχε πει ότι δεν επιτρέπεται σε ένα βουδιστή μοναχό να πάρει κάτι απευθείας από τα χέρια γυναίκας ή να της δώσει κάτι απευθείας στα χέρια. Πρέπει να το αφήσει εκείνη κάπου και να το πάρει μετά εκείνος από εκεί και αντίστροφα. Άρα τούτος εδώ ο μοναχός μάλλον δεν ήταν και πολύ μοναχός ή, τέλος πάντων, δεν έδινε και πολλή σημασία στους μοναχικούς κανόνες.

Είχα ήδη αρχίσει να μπαίνω σε συναγερμό – με τη γνωστή μου χρονοκαθυστέρηση…- και να λούζομαι με κρύο ιδρώτα. Ένιωθα τον κίνδυνο, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω. Τον άφησα να με βγάλει μια φωτογραφία, η οποία έμεινε μνημειώδης στο άλμπουμ της Ταϊλάνδης, γιατί φορούσα ένα τσαλακωμένο χαμόγελο κάτω από το πάνινο καπέλο, ενώ το πρόσωπό μου ήταν καταϊδρωμένο και το βλέμμα μου είχε τη θλίψη και την απόγνωση του παγιδευμένου ζώου, ενώ συγχρόνως με την άκρη των ματιών μου έψαχνα οδό διαφυγής. Δεν ήθελα να πάρω το βλέμμα μου από το δικό του για να μην αντιληφθεί τι σκεφτόμουν. Στα δεξιά υπήρχε μια ανηφόρα που στην κορυφή της διακρινόταν μια στέγη παγόδας να ξεπροβάλλει από τα δένδρα. Χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω προς τα εκεί, του ζήτησα να μου δώσει τη μηχανή τάχα για να τον βγάλω και εγώ μια φωτογραφία, καθότι είχα μια μικρούλα Canon και λυπόμουν να του τη χαρίσω. Δεν ήθελε να μου τη δώσει. Γλύκανα λίγο το χαμόγελό μου και άπλωσα το χέρι να του την πάρω, ή, για την ακρίβεια, να την τραβήξω από το χέρι του. Έβαλα, δηλαδή, τον εαυτό μου σε επιπλέον κίνδυνο για ένα παλιομηχάνημα. Τελικά του την απέσπασα, αν και την έσφιγγε αρκετά, θέλοντας προφανώς να την κρατήσει. Τον τράβηξα μια φωτογραφία που επίσης έμεινε μνημειώδης, γιατί είχε το βλέμμα του θηρευτή που έχει το θύμα μπροστά του, αλλά δεν έχει αποφασίσει ακόμα πώς να το αξιοποιήσει, ενώ συγχρόνως ίσως τον προβλημάτιζε το ότι αυτή η φωτογραφία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενδεχομένως εναντίον του. Χαζοχαμογελώντας σαν τουρίστρια, του έδειξα τις φωτογραφίες στην οθόνη· τις είδε αδιάφορα και μετά έκανε μεταβολή, αφού κοίταξε πάλι ερευνητικά τριγύρω, κάνοντάς μου νόημα να τον ακολουθήσω πάλι μέσα στο δάσος. Και τον ακολούθησα για λίγα μέτρα, μπροστά εκείνος, πίσω εγώ όπως και πριν, ώσπου φτάσαμε στο σημείο της διχάλας όπου ξεκινούσε η ανηφόρα. Τότε θυμήθηκα τον παλιό αθλητή τριάθλου εαυτό μου -ρίψεις, άλματα, ταχύτητα- και άρχισα να τρέχω σαν τρελή ανηφορίζοντας. Δόξα τω Θεώ, δε με πήρε στο κατόπι και, δόξα τω Θεώ, δεν είχα ακόμα εμφανίσει το άσθμα…

Η παγόδα ανήκε σε ένα ζωολογικό κήπο. Τα λίγα ζωάκια που πρόλαβα να δω στο τρομαγμένο διάβα μου ήταν βάλσαμο στον πανικό μου με το άκακο βλέμμα και την ηρεμία τους. Γύρισα με κομμένη την ανάσα στο ποδήλατο και επέστρεψα στο ξενοδοχείο. Για τις επόμενες τρεις μέρες ήμουν σε κατάσταση σοκ. Έτρεμα να κυκλοφορήσω. Ο Κύριος μόνο ξέρει τι θα μπορούσε να μου έχει συμβεί, αν εκείνος ο ταλαίπωρος αμόναχος ήταν πραγματικά επικίνδυνος.

Να σου πω με λίγα λόγια τι κατάλαβα για την Ταϊλάνδη;

Ότι κάποτε μπορεί να ήταν ήσυχη, τώρα όμως είναι μάλλον νευρική. Και ότι μπορείς να βρεις πολλά εκεί: ζούγκλες, ποτάμια, λίμνες, ερήμους, θάλασσες, μουσώνες, τοπικό φολκλόρ, «τάι» μασάζ και «τάι» κουζίνα, χειροποίητα αντικείμενα, Βουδισμό με τα του προσηλυτισμού του και «εναλλακτικές θεραπείες» – που θα σου κοστίσουν, και ο μεν και οι δε, λιγότερα ή περισσότερα χρήματα, αλλά θα πληρώσεις με άλλες βλάβες, ψυχικές και πνευματικές-, νεοεποχίτικα σεμινάρια που θα σε (παρα)πλανήσουν, φτηνό αλκοόλ, παιδεραστία σε τραγικά μεγάλο βαθμό, που μάλιστα παρέχεται πλουσιοπάροχα στους Δυτικούς, πορνεία που προωθείται ακόμα και από τις ίδιες τις οικογένειες. Μια Καναδέζα που γνώρισα εκεί, μόνιμη πλέον κάτοικος και εργαζόμενη στη χώρα ήδη από χρόνια, μου είχε πει ότι συχνά οι φτωχές οικογένειες προωθούνε τα κορίτσια τους στην πορνεία για βιοποριστικούς λόγους και κάποτε, αν αυτά κολλήσουν AIDS ή κάτι τέτοιο, τα κλειδώνουν σε μια καλύβα για να μην περιφέρουν το «στίγμα», όπως πιστεύουν, και τα εγκαταλείπουν να φυτοζωούν και να αργοσβήνουν σε αυτή την απάνθρωπη κατάσταση. Έφτασε και εκεί ο «πολιτισμός» μας, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν γωνιές και ψυχές στη χώρα, όπου κρατήθηκε η ανθρωπιά, όπως παντού άλλωστε.

Στα άγια βουνά Του.

Μετά από τέσσερις καταιγιστικούς μήνες στην Ταϊλάνδη, όπου τα μάτια μου είχαν γεμίσει με χρώματα και η ψυχή μου με ερεθίσματα, αλλά οι πληγές από την πάλη με τα σκοτάδια παρέμεναν ανοιχτές, χρειαζόμουν οπωσδήποτε έναν τόπο να αποτραβηχτώ για να ησυχάσω. Για την ακρίβεια ένιωθα σαν λαβωμένο αγρίμι που έψαχνε μέρος κρυφό και ασφαλές για να γλείψει τις πληγές του. Μετά από εναγώνιο «διαλογισμό» -αν και ίσως η ψυχή μου να μην ήθελε να παραδεχτεί ότι κρυφοπροσευχόταν, ήμουν ακόμα θυμωμένη με τον Θεό…- αποφάσισα τελικά να μην επιστρέψω στην Ελλάδα, αλλά να κατευθυνθώ για δεύτερη φορά προς την Αίγυπτο, προς το Σινά.

Άλλαξα το εισιτήριό μου και βρέθηκα για άλλη μια φορά από άκρο σε άκρο. Από την τροπική, καταπράσινη Ταϊλάνδη στην ερημική Αίγυπτο. Το Κάιρο ήδη έμπαινε σιγά σιγά στις θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Ήτανε Μάρτης μήνας, προς τα τέλη. Έμεινα δύο μέρες στην πρωτεύουσα των είκοσι εκατομμυρίων κατοίκων, χόρτασα καυσαέριο και ανατολίτικες χορευτικές μουσικές που έπαιζαν παντού στο δρόμο -ακόμα και μέσα στα ταχυδρομεία!!!- και αναχώρησα για την ησυχία.

Έφτασα στη Μονή με πολλή ανακούφιση. Μακριά καθώς ήμουν ακόμα από τον Χριστό, έμεινα εκεί μόνο για λίγες μεταβατικές μέρες και μετά πήγα σε έναν οικολογικό ξενώνα, που απείχε περίπου σαράντα πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο σε ένα δύσκολο δρόμο. Χρειαζόμουν ένα μέρος που να είναι ήσυχο, οικονομικό και ασφαλές και ο ξενώνας εκείνος ήταν ιδανικός. Οι Βεδουίνοι εκεί ανήκουν στη φυλή Τζεμπελίγια – από το «τζέμπελ» που σημαίνει βουνό-, την ίδια ορεινή φυλή που είναι και ο κατά κόσμον φύλακας της Μονής της Αγίας Αικατερίνης επί αιώνες. Οι συνθήκες ζωής τους ήταν εξαιρετικά λιτές. Από το Μοναστήρι μού είχαν πει ότι είναι άκακοι άνθρωποι και ακίνδυνοι, ακόμα και για μια γυναίκα που ταξιδεύει μόνη της, και εμπιστευόμουν τη γνώμη τους. Έτσι, όταν μου έδειξαν το δωμάτιό μου, το οποίο κλείδωνε μόνο από έξω, δεν ένιωσα κανένα φόβο, όπως και καθ’ όλη τη δίμηνη διαμονή μου εκεί.

Ο ξενώνας είναι χτισμένος σε μια κοιλάδα, ανάμεσα σε δύο χωριά με περίπου ογδόντα κατοίκους το καθένα. Λέγεται οικολογικός, γιατί είναι χτισμένος με σχεδόν πρωτόγονο τρόπο. Αποτελείται από ένα συγκρότημα έξι καλυβών, μιας κουζίνας με τραπεζαρία και ενός κοινόχρηστου διπλού λουτρού, όλα χτισμένα με πέτρα, φοινικοκορμούς και λάσπη. Ηλεκτρικό ρεύμα ή σήμα τηλεφώνου δεν υπήρχε, ούτε ύδρευση στην κάθε καλύβα, παρά μόνο στην κουζίνα και στο λουτρό. Το βράδι για να βλέπουμε χρησιμοποιούσαμε λάμπες πετρελαίου και κεριά. Τα κρεβάτια ήταν πέτρινα με ένα πολύ λεπτό στρώμα, κουβέρτες και κουνουπιέρα, αφού υπήρχαν και εκεί πολλά κουνούπια, σαμιαμίδια – που μού είχαν κρατήσει πολύ καλή παρέα τις μέρες που ήμουν άρρωστη-, σκορπιοί και διάφορα άλλα πλασματάκια που μπορεί να σε επισκεπτόντουσαν απροειδοποίητα, κανονικού μεγέθους ωστόσο, όχι υπερτροφικά σαν της Ταϊλάνδης. Και είχε ο ευλογημένος εκείνος τόπος ησυχία, απόλυτη ησυχία!

Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου τον έναστρο ουρανό του Σινά! Δεν έχω ξαναδεί πουθενά τόσα πολλά και τόσο πυκνά μεταξύ τους αστέρια! Λες και στριμωχνόντουσαν το ένα δίπλα στο άλλο για να χωρέσουνε στα μάτια σου. Δεν ήθελες να πέσεις για ύπνο τη νύχτα όσο και να νύσταζες, τόσο πολύ σε απορροφούσε το θέαμα. Και το πρωί έβγαινες από την καλύβα και έβλεπες τον ήλιο να αγκαλιάζει γλυκά τα βουνά, τους λιγοστούς φοίνικες και τα υπόλοιπα κτίσματα του ξενώνα που ήταν τόσο εναρμονισμένα με το περιβάλλον, σχεδόν δεν ξεχωρίζανε! Ήταν τόσο ήσυχα, ώστε, αν δεν υπήρχαν άνθρωποι τριγύρω, δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από τον άνεμο, όταν φυσούσε, αλλιώς ούτε καν αυτός.

Δεν ξέρω αν έχω νιώσει αλλού τόση ζεστασιά στην ψυχή μου όντας ξένη σε έναν τόπο. Σηκωνόμουν το πρωί, έτρωγα πρωινό στο δωμάτιο από την ξηρά τροφή που παρήγγελλα από το χωριό της Αγίας Αικατερίνης – ξηρούς καρπούς, ξερό χαλβά, ξερά κουλούρια και νερό ή συσκευασμένο χυμό- και μετά ξεκινούσα για τις εξερευνήσεις μου στην Έρημο. Περπατούσα με τις ώρες μέσα στον ήλιο -τότε ακόμα μπορούσα να περπατάω αρκετά και άντεχα τη ζέστη- και ένιωθα τόσο έντονα ότι ήμουν στο σπίτι μου εκεί πέρα! Ήταν απερίγραπτη η χαρά μου να εξερευνώ τον τόπο, δεν χόρταιναν τα μάτια μου, ενώ συγχρόνως έσκαβα μέσα μου, έσκαβα ασταμάτητα.

Οι Βεδουίνοι του ξενώνα ήταν εξ αρχής φιλικότατοι και ευγενέστατοι. Στο πιο ακριβό εστιατόριο να βρεθώ -αν αντέξω-, ο καλύτερος επαγγελματίας σερβιτόρος πτυχιούχος της Le Monde να με σερβίρει, δεν θα μπορέσει καν να πλησιάσει το γαλήνιο τρόπο με τον οποίο άφηνε ο καλός μου Ιμπραήμ το πιάτο με το σορβά, τη χορτόσουπα, μπροστά μου, κοιτώντας με στα μάτια με κείνο το στοργικό, πατρικό χαμόγελο, στο φως των κεριών, στην αγνή ησυχία εκείνης της τραπεζαρίας που είχε όλα τα έπιπλα ξύλινα και αλουστράριστα, σχεδόν πρωτόγονα, και όπου τα γεύματα ήταν πάντα λιτά, όπως αρμόζει στην Έρημο, όπως αρμόζει σε όσους δεν ζούνε για να τρώνε. Αυτός μαζί με τον επίσης καλό Σουλεϊμάν ήταν οι δύο που μου έμαθαν πολλά πράγματα κατά τις συζητήσεις μας. Ήταν εξαιρετικές ψυχές και μάλιστα ο Ιμπραήμ (ο αραβικός τύπος του ονόματος Αβραάμ) με πήρε μια μέρα με το αυτοκίνητο και με πήγε στο σπίτι του, για να γνωρίσω την όμορφη και μεγάλη οικογένειά του. Αλλά και ο Σουλεϊμάν μού μιλούσε πολύ για τη νεογέννητη κορούλα του. Ήταν χαρά για μένα να κάθονται να συζητούνε μαζί μου, τότε που δεν υπήρχαν τουρίστες να εξυπηρετήσουν. Γιατί συνέβαινε και αυτό, κάποιες μέρες να είμαι η μόνη που έμενα στις καλύβες. Όταν πια εξοικειώθηκα αρκετά μαζί τους και με το περιβάλλον, τους προέτρεπα να γυρίσουν στα σπίτια τους και στις οικογένειές τους τις μέρες που δεν υπήρχαν άλλοι επισκέπτες, αφού δεν υπήρχε λόγος να μένουν εκεί μόνο για μένα. Με εμπιστευόντουσαν και μου επέτρεπαν να χρησιμοποιώ την κουζίνα και αυτό ήταν όλο κι όλο που χρειαζόμουν από τον χώρο, πέρα από το δωμάτιό μου και το λουτρό. Συνολικά τις δύο από τις οχτώ εβδομάδες που έμεινα τις πέρασα τελείως μόνη μου στον ξενώνα.

Αν αγάπησα τους Βεδουίνους εκεί, αγάπησα ακόμα περισσότερο τις Βεδουΐνες και τα Βεδουϊνόπουλα των διπλανών χωριών. Μου άρεζε να αποτραβιέμαι στην πίσω αυλή του ξενώνα, παρέα με τους μισοξεραμένους φοίνικες, όπου διάβαζα, μελετούσα ή έγραφα. Είχα μαζί μου ένα βιβλίο εναλλακτικής θεραπευτικής· η τύφλωση καλά κρατούσε, περίμενα να με διαφωτίσει κάποια που ισχυριζόταν ότι θεράπευε με τη βοήθεια ενός «αγγέλου» – τίνος άγγελος ήταν αυτός δεν έμαθα, αλλά μπορώ να φανταστώ-, ενώ η ίδια δε φαινόταν να έχει καμία σχέση με το Χριστιανισμό. Επίσης μελετούσα ισπανικά με μια μέθοδο εκμάθησης άνευ διδασκάλου- τα οποία ισπανικά ουδέποτε κατόρθωσα να μάθω- και παράλληλα είχα ξεκινήσει να γράφω ένα μυθιστόρημα εκεί στην Έρημο, εμπνευσμένη …από τα σύννεφα (!!!)… το οποίο, δόξα τω Θεώ, ουδέποτε ολοκλήρωσα και άρα ούτε και εξέδωσα, γιατί θα ντρεπόμουν πολύ τώρα αν το είχα εκδώσει. Είναι από εκείνες τις φορές που αποδεικνύεται πανηγυρικά ότι κάποτε ο Κύριος εμποδίζει την πραγμάτωση των επιθυμιών μας, για να μας προφυλάξει από μελλοντικές μεταμέλειες και αισχύνες, όταν θα είναι πλέον αργά για να καταλάβουμε ότι θέλαμε λάθος πράγματα και θα έχουμε ήδη αυτογελοιοποιηθεί ανεπανόρθωτα. Τις πρώτες μέρες, λοιπόν, ήμουν μόνη μου στην πίσω αυλή και το απολάμβανα αυτό. Μετά, όμως, από λίγες μέρες άρχισαν να με επισκέπτονται οι Βεδουΐνες και τα Βεδουϊνόπουλα που ερχόντουσαν στον ξενώνα για να πουλήσουν τις χειροποίητες πραμάτειες τους στους επισκέπτες. Και έτσι ξεκίνησε μια ιδιαίτερη ιστορία αγάπης.

Στην αρχή με περιεργαζόντουσαν με έναν πολύ αθώο τρόπο, σαν να ήμουν κάτι παράξενο, αλλά καθώς οι μέρες περνούσαν και με συνήθιζαν, μπήκαν αυτές οι ψυχές στην καθημερινότητα και στην καρδιά μου τόσο όμορφα, που νιώθω πως δεν θα τις ξεχάσω ποτέ, είναι η μνήμη τους μια ξεκούραση για μένα, μια ανακούφιση από την τόση κακία του εξελιγμένου κόσμου. Με τον καιρό είχα την ευκαιρία να δω και άλλες πτυχές της ζωής τους. Τις έχω δει να βόσκουν τα ζώα τους, αν και ποτέ δεν κατάλαβα τι έτρωγαν εκείνες οι ευλογημένες κατσίκες, αφού η βλάστηση εκεί ήταν σχεδόν μηδαμινή. Και τώρα που μίλησα για τη βλάστηση, θυμήθηκα μια φορά που δύο μικρές μου φίλες Βεδουϊνοπούλες, περίπου δέκα χρονών, με είχαν πάει για βοτανολογική ξενάγηση. Μου έδειχναν τα φυτά και μου εξηγούσαν με σπαστά αγγλικά ή με χειρονομίες τη δράση του καθενός, όσο μπορούσα, δηλαδή, να καταλάβω. Αυτό αντί για αλάτι, εκείνο για να φέρει ύπνο… Και σε άλλη, ομαδική ξενάγηση, σε γειτονική περιοχή με επαγγελματία ξεναγό, μάθαμε ότι υπήρχε ειδικό φυτό, που έμοιαζε με κίτρινο στρογγυλό πεπόνι στην όψη, το οποίο το είχαν για εκτρώσεις (!).

Όταν πλέον γνωριστήκαμε αρκετά, με καλούσαν οι Βεδουΐνες στα σπίτια τους για τσάι ή φαγητό. Τις έχω δει επίσης στον επιδαπέδιο αργαλειό τους. Ένα αξιοπερίεργο εκεί ήταν τα τεράστια δορυφορικά «πιάτα» που τους έφερναν εικόνες ξένες, δυτικές, «πολιτισμένες», εικόνες που ίσως τους στερήσουν τελικά και την καθαρότητά τους. Ρεύμα, παρ’ όλα αυτά, είχαν μόνο από τη δύση του ηλίου και μετά, νερό καθόλου, κάποιοι από το χωριό έφερναν με τα αγροτικά αυτοκίνητα νερό σε μπιτόνια από ρηχές γούρνες. Ήξεραν πού να σκάψουν για νερό από κάποιες σκούρες λωρίδες στους γύρω βράχους· εκεί που κατέληγε η λωρίδα και ενωνόταν με το έδαφος, είχε νερό. Η περιοχή σταδιακά στέρευε πλέον, αν και δεκαετίες πριν ήταν καταπράσινη και με πολλά νερά, από ό,τι μού έλεγαν. Και ένα παράπονο των Βεδουΐνων ήταν το ότι η Αιγυπτιακή Κυβέρνηση τους εκμεταλλευόταν και τους παραμελούσε. Ενώ τους έπαιρνε τρία χρόνια φαντάρους, δεν ασχολούνταν κατά τα άλλα καθόλου με τις ανάγκες τους.

Εκεί στην Έρημο κατάλαβα πόσο πιο χαρούμενοι είναι οι άνθρωποι όταν έχουν μόνο τα απαραίτητα. Πουθενά στη χορτασμένη Ελλάδα δεν έχω δει τόσα παιδιά χαρούμενα, ξέγνοιαστα. Τα παιδάκια μας εδώ μου φαίνονται ως επί το πλείστον νευρικά, αν και καλομαθημένα. Πόσο πολύτιμο δώρο η ξεγνοιασιά, που πλέον τη χάνουμε νωρίς! Για έναν Ορθόδοξο ενήλικα δεν είναι πλέον δεδομένη αλλά επιδιωκόμενη, ως υπακοή στην εντολή του Χριστού μας: «μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα»…η ευλογημένη αμεριμνησία, η απολύτρωση από τις μέριμνες του κόσμου! Πόσο πιο πλούσια, πιο ήρεμα και πιο χαρούμενα θα ήταν τα παιδιά μας αν τα νάματα της Αγίας Γραφής πότιζαν τους τρυφερούς μίσχους των ψυχών τους! Αν αντί για παραμύθια και κινούμενα σχέδια στις διάφορες οθόνες -κινητά αφής, τάμπλετ, υπολογιστές, τηλεοράσεις…- είχαν καθημερινή συντροφιά τα Συναξάρια των Αγίων! Αν ο Χριστός ήταν σε κάθε ανάσα, σκέψη, λέξη, πράξη των γονιών τους! Υπάρχει καλύτερο Πανεπιστήμιο από το Άγιο Πνεύμα; Ήδη ανέφερα πιο πριν Αγίους μας που δεν είχαν μεγάλη μόρφωση, αλλά είχαν μεγάλη αγιότητα. Θα μου πεις, αυτοί ήταν Άγιοι. Μα, και ο δικός μας σκοπός της ύπαρξης ποιος είναι; Να ξοδεύουμε απλώς τον χρόνο μας μάταια; Ή απλώς το να επιβιώνουμε; «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι«, λέγει ο Κύριος. Σε ποιον απευθύνεται; Όχι σε όλους εμάς τους βαπτισμένους; Γράφτηκε για λίγους ο λόγος του Θεού;

Πόσο θλίβομαι να βλέπω φίλους μου Χριστιανούς να τα περιφρονούνε όλα αυτά, όπως εγώ κάποτε, να μη θέλουν το παιδί τους να έχει πάντα τον Θεό στη ζωή του, ή, καλύτερα, να είναι ο Θεός η ζωή του! Μα δεν καταλαβαίνουμε, επιτέλους, ότι τούτος ο κόσμος πλέον μοιάζει με αφηνιασμένο άλογο που έχει μαύρο καβαλάρη το διάβολο; Πώς θα ασφαλιστεί το παιδί, ποια θα είναι η ασπίδα του αν δεν το ντύσουμε πατόκορφα με της αγίας Πίστης μας την πανοπλία; Σε έναν κόσμο γεμάτο παιδόφιλους και κάθε είδους διεστραμμένους, με τόση εγκληματικότητα, με τόση απάτη, με τόση αίρεση παντού τριγύρω, με τη μασονία να κυβερνά, με τόση συγκαλυμμένη ειδωλολατρεία – η «θεά» σάρκα, η «θεά» οικογένεια, η «θεά» επιστήμη, η «θεά» τεχνολογία, η «θεά» υγεία, η «θεά» ομορφιά, ο «θεός» πλούτος, ο «θεός» πόλεμος, ο «θεός έρωτας» …! Ω, αν κάποτε ερωτευθείς τον Θεό σου, Άνθρωπε! Άδειος και πάλι άδειος ο υλικός ο βίος μας και παλεύουμε οι ταλαίπωροι να τον ψευτογεμίσουμε, άλλος με τα χρήματα, άλλος με τις ηδονές και τη ματαιοδοξία, άλλος με ναρκωτικά και αλκοόλ, άλλος με ειδύλλια, άλλος με σπουδές ατελείωτες χωρίς όφελος ψυχής, με κενές καριέρες και φήμη και δόξα και εξουσία ή ό,τι άλλο… Κρίμα, κρίμα και πάλι κρίμα!

Δε θέλω να παριστάνω τον κριτή, απλώς γνωρίζω από πείρα πόσο τραγικές επιπτώσεις μπορούν να έχουν όλα αυτά στη ζωή ενός ανθρώπου και λυπάμαι να βλέπω ανθρώπους να κάνουν τα λάθη μου και να αγαπούν τα λάθη τους. Χάνουμε χρόνο απ’ τη ζωή μας, χάνουμε χρόνο πολύτιμο, ενώ υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που παλεύουν να κερδίσουν λίγες μέρες ή έστω ώρες από τον θάνατο που τους εγγίζει, για να κάνουν αυτά που πάντα παρέλειπαν! Αναβάλλουμε το γυρισμό μας, αναβάλλουμε τον αγώνα μας, αναβάλλουμε την ίδια την ειρήνη της ψυχής μας, γιατί δεν θέλουμε να παλέψουμε, να αγωνιστούμε, να ξεβολευτούμε και τελικά υποβιβάζουμε την ίδια την αξία της ζωής μας. Είμαστε σαν αεροπλάνα που αρνούνται να απογειωθούν, κάνουνε κύκλους σε ένα διάδρομο απογείωσης και ενθουσιάζονται με τα πέριξ, ενώ ο ουρανός περιμένει. Πόσο έχω μετανιώσει που αμελούσα επί δεκαετίες τη ζωή μου! Πόσα θα μπορούσαν να είχαν γίνει ή να είχαν γίνει αλλιώς, για να μη νιώθω μετά ληστευμένη και καταρρακωμένη από τις ίδιες μου τις επιλογές!

Μια από τις σπάνιες χαρές που έζησα στην Έρημο ήταν τα μεσημέρια, όταν αποτραβιόμουν σε μια συστάδα μισοξεραμένων φοινίκων βόρεια του ξενώνα και διάβαζα, έγραφα ή απλά ηρεμούσα στη θέα των βουνών. Κατά το μεσημεράκι έβλεπα να ξεπροβάλλουν στην κορυφή του απέναντι υψώματος μια παρέα Βεδουϊνόπουλα του δημοτικού από το κοντινό χωριό. Καταφθάναν απ’ το σχολείο τρέχοντας, στεκόντουσαν για λίγο κοιτώντας προς το μέρος μου να δουν αν ήμουν εκεί και, μόλις με εντοπίζανε, κατηφορίζαν όλα μαζί προς το μέρος μου με γέλια, φωνάζοντας το όνομά μου. Πόση χαρά, αμέτρητη χαρά ένιωθα εκείνη την ώρα!!! Με το που ερχόντουσαν κοντά μου λαχανιασμένα με περικυκλώνανε, τα πανέμορφα προσωπάκια τους γελαστά, τα καθάρια βλέμματά τους γεμάτα αγάπη. Τι χαμόγελα ήταν εκείνα, Χριστέ μου! Τι όμορφος λαός στα άγια βουνά Σου! Το φτωχό αλλά αγιασμένο απ’ του Θεού τα βήματα οροπέδιο, περίπου στα χίλια μέτρα υψόμετρο, αν θυμάμαι καλά, είχε τόσο πλούτο ανθρωπιάς!

Καθόντουσαν τα πλασματάκια γύρω μου και με κοιτούσαν, μιλούσαν μεταξύ τους, μιλούσαν σε μένα, αγγλικά ελάχιστα γνωρίζανε, αλλά ακόμα και τα αραβικά τους ένιωθα πως τα καταλάβαινα με την καρδιά μου, παρόλο που δεν μπορούσα να τα μεταφράσω, και το ίδιο ένιωθα και με τις Βεδουΐνες και τις Βεδουϊνοπούλες. Μου αρκούσε να τα έχω εκεί γύρω μου, να τα βλέπω και να τα ακούω, να χαίρομαι την παρουσία τους. Τα κουβαλάω πάντα στην καρδιά μου, δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγάπη που μου δείξανε και τη γενναιοδωρία τους, όταν, λόγου χάρη, ένα από αυτά, το μεγαλύτερο όπως φαινόταν, επέμενε να μου δώσει το σοκολατούχο γάλα που του έδωσαν στο σχολείο. Για κείνα τα παιδιά στη μέση της άνυδρης Ερήμου ένα τέτοιο κέρασμα ήταν σπάνιο και πολύτιμο και όμως μου το πρόσφερε. Δεν ήθελα να το πάρω, ντράπηκα, αλλά επέμενε και τελικά το δέχθηκα για να μην το προσβάλω. Κι όμως, αυτά τα πλάσματα τα αγαπημένα άθελά μου τα λύπησα. Πριν φύγω από την Έρημο με ρώτησαν αν θα μπορούσα να τους φέρω ρούχα -τα δικά τους ήταν παλιά και φθαρμένα- την επόμενη φορά που θα πήγαινα εκεί και απερίσκεπτα απάντησα ότι είναι δυνατόν, χωρίς να υπολογίσω αν θα ήμουν σε θέση να φέρω ρούχα για ένα ή και δύο χωριά, αφού θα ήταν άδικο να φέρω μόνο για ορισμένους, αλλά ούτε και υπολόγιζα να επιστρέψω τόσο σύντομα. Ποιος ξέρει, ίσως νόμιζαν ότι είμαι πλούσια αφού μένω τόσο καιρό εκεί, δεν ήξεραν ότι στη χώρα μου όλα είναι πολύ πιο ακριβά και άρα μένοντας εκεί στην ουσία έκανα οικονομία. Και όταν ξαναπήγα λίγους μήνες μετά χωρίς τα ρούχα, με ρώτησαν, τους απάντησα λυπημένη πως δεν τα είχα φέρει και έμειναν απογοητευμένα, νομίζοντας, προφανώς, ότι τα είχα κοροϊδέψει.

Από το ίδιο εκείνο χωριό ήταν και δύο κοριτσάκια που με επισκεπτόντουσαν, μικρούλια και γλυκύτατα, περίπου εφτά χρονών. Πηγαίναμε για περπάτημα στην περιοχή και ήταν πάντα τόσο χαρούμενη η συντροφιά τους! Τη μέρα που ήταν να φύγω από τον ξενώνα ήμουν άρρωστη, γιατί το προηγούμενο βράδι είχα πάθει τροφική δηλητηρίαση από ένα χαλασμένο φρούτο που είχα φάει λαίμαργα, παρόλο που φαινόταν ότι είχε μισοσαπίσει· στην έρημο σπανίζανε τα φρούτα και όταν τα έβρισκα δε με πολυένοιαζε αν ήταν καλά ή όχι. Λοιπόν, μετά από μια πολύ δύσκολη νύχτα, ξύπνησα τελείως εξουθενωμένη και θλιμμένη που δεν είχα κουράγιο να πάω στο χωριό, περίπου ένα χιλιόμετρο απόσταση, για να αποχαιρετήσω τις δύο μικρές μου φίλες. Ήταν οι μόνες που είχα αφήσει να χαιρετήσω τελευταίες εκείνο το πρωί της αναχώρησης. Πηγαίνοντας, όμως, στην τραπεζαρία για να πάρω το τελευταίο πρωινό, τις είδα να με περιμένουν απ’ έξω, καθισμένες η μια πλάι στην άλλη, με τα παιχνιδιάρικα γελάκια τους. Τι χαρά ήταν εκείνη, τι δώρο! Κι ήταν η τελευταία χαρά που πήρα εκείνη τη μέρα, γιατί μετά ήλθε η χωρισμός από όλους αυτούς τους αγαπημένους μου ανθρώπους και ο πόνος ήταν πολύ δυνατός. Ακόμα έχω τη φωτογραφία δίπλα στο τζιπ, οι Βεδουΐνοι του ξενώνα χαμογελαστοί με τις γκρίζες κελεμπίες και τα γαλάζια μαντήλια τους, άλλοι γονατιστοί άλλοι όρθιοι, κι εγώ στην άκρη με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα να πασχίζω να χαμογελάσω. Είχα αποχαιρετήσει τις γυναίκες και τα παιδιά από την προηγούμενη μέρα, δεν ήταν εκεί όταν έφευγα, και θυμάμαι ακόμα μια σεβάσμια Βεδουΐνα, που καθώς απομακρυνόταν προς το χωριό της κλαίγοντας μετά τον αποχαιρετισμό μας, σταματούσε και γυρνούσε κάθε λίγα μέτρα για να μου κουνήσει το χέρι και να της κουνήσω κλαίγοντας κι εγώ το δικό μου ξανά και ξανά.

Δύο μήνες έμεινα όλο κι όλο εκεί, δεν ήταν πολύς καιρός, αν το σκεφτείς, αλλά για μένα ήταν σαν μια μικρή ζωή, ήταν πολύ γεμάτος ο χρόνος από αναμνήσεις, από ανθρώπους, από μοναχικότητα και σιωπή, από εσωτερικές ζυμώσεις και κυρίως από την αγάπη που έλαβα. Είχα κάνει και άλλες φιλίες εκεί, είχα γνωρίσει ανθρώπους από διάφορα μέρη του κόσμου που ερχόντουσαν για λίγο και έφευγαν, αλλά, όταν σκέφτομαι τον ξενώνα, οι Βεδουΐνοι μου έρχονται πρώτοι στον νου και τους έχω στην προσευχή μου, δεν τους ξεχνώ. Και τολμώ να πω πως, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα μπορούσαν να γίνουν καλοί Χριστιανοί, αν κάποτε άνοιγαν τις καρδιές τους στις διδαχές του Ευαγγελίου, γιατί μου φάνηκαν ειρηνικοί και καλοσυνάτοι στην καρδιά τους. Μακάρι να φτάσει το φως του Χριστού και σε τούτον τον όμορφο λαό στα άγια βουνά του Σινά!

Μετά από τη Έρημο ακολούθησε ένας μήνας στο Κάιρο, στην πόλη εκείνη που τη διασχίζει ο θρυλικός Νείλος, ένα ποτάμι παράξενα σιωπηλό. Για κάποιο λόγο η μεγαλούπολη αυτή με είχε σαγηνεύσει, αν και ποτέ δε μου άρεζαν τα πολυπληθή μέρη. Παρόλο που ένιωθα βαθιά θλίψη και μοναχικότητα όταν περιπλανιόμουν με τις ώρες στους θορυβώδεις δρόμους του, ωστόσο η όλη αίσθηση του τόπου ταίριαζε με τις κοσμικές τότε συντεταγμένες της ζωής μου. Αλλά είδαν τα μάτια μου εκεί κάποιες ακραίες εικόνες. Μια μάνα με το παιδί της να τρώνε πάνω στο πεζοδρόμιο, χωρίς καν πιάτα, το φαγητό τους πάνω στο τσιμέντο, ούτε καν ένα χαρτί από κάτω· και ένα «λάτιν μπαρ» σε ακριβό διεθνές ξενοδοχείο για τους νεο-Καϊρινούς, όπου πλήρωνες σαράντα αιγυπτιακές λίρες για ένα ποτό, σχεδόν το ένα τρίτο από όσο έδινα για το δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο ανά ημέρα. Η φτώχεια και η χλιδή.

Ο μήνας μου στη μεγαλούπολη πέρασε με περιηγήσεις σε διάφορα μνημεία, τζαμιά, αγορές, γειτονιές. Η έλξη που ένιωθα για την Αίγυπτο ήταν πολύ έντονη, τόσο που μου είχαν μπει ιδέες να δοκιμάσω να ζήσω εκεί για ένα διάστημα. Δεν είχα δώσει σημασία σε κάτι που μου είχε πει ένας φίλος Άραβας παλιά: «Άλλο τουρίστας, άλλο μετανάστης«. Επιπόλαιη και ενθουσιώδης καθώς ήμουν, αποφάσισα να το δοκιμάσω στην επόμενη επίσκεψή μου.

Στη γη της αρχαίας δουλείας.

Ήταν Νοέμβρης όταν ξαναπήγα στη χώρα. Έμεινα για λίγο στο Κάιρο και έφυγα για το Σινά, για να υποβάλω τα σέβη μου στη Μονή και στην Έρημο. Κατόπιν επισκέφθηκα για δέκα μέρες μια παραθαλάσσια κωμόπολη στον κόλπο της Άκαμπα, ξεκινώντας από εκεί την αναζήτηση εστίας. Καθαρά τουριστικό μέρος, από εκείνα τα πανέμορφα που τα διαβρώνει ο τουρισμός, όπως συμβαίνει, δυστυχώς, και στην Πατρίδα μας. Παντού τουρίστες που είχαν πάει εκεί για να κάνουν καταδύσεις στους κοραλλιογενείς βυθούς, εξορμήσεις στα ερημικά βουνά ή απλώς για να απολαύσουν τη θέα, την αιγυπτιακή κουζίνα και το μασάζ. Αν με ρωτήσεις, θα σου πω ότι η λέξη «απόλαυση» είναι μια από τις πληγές του πολιτισμού μας. Όλα για τις αισθήσεις!

Ο ιδιοκτήτης του μέρους όπου έμενα, μου είπε σε μια συζήτησή μας ότι στην Αίγυπτο, δυστυχώς, ένα ποσοστό του τουρισμού είχε σεξουαλικό προσανατολισμό. Αν και δεν ήταν αυτός ο λόγος που βρισκόμουν στη χώρα, ωστόσο ντράπηκα μέσα μου όταν το άκουσα αυτό, γιατί κι εμένα ο προσανατολισμός μου επί χρόνια ήταν τέτοιος και μακάρι να ήμουν η εξαίρεση σε τούτον τον κόσμο. Βλέπω στις μέρες μας σχεδόν τα πάντα να παραπέμπουν στα χαμηλά ένστικτα, με πάμπολλους τρόπους, έμμεσους ή άμεσους. Σκορπίζουμε τα κορμιά μας άπληστα, αναίσθητα, ενώ οι ψυχές μας λιμοκτονούνε, σπαταλούμε δυνάμεις πολύτιμες, λερώνουμε την αθωότητά μας και τελικά μένουμε ληστευμένοι από τις ηδονές, μόνοι μονώτατοι κατά βάθος. Γιατί μονώτατος είναι αυτός που φοβάται να μείνει μόνος.

Όταν η ψυχή είναι κοντά στον Θεό, νιώθει πάντα συντροφευμένη και τότε ο άνθρωπος αντέχει μόνος και στο πουθενά χωρίς να θλίβεται ή να φοβάται, αλλά αυτά είναι υψηλά μαθηματικά για την εποχή μας. Το έβλεπα και στον εαυτό μου εκείνα τα χρόνια που διαρκώς αναζητούσα σύντροφο. Κάποτε γίνεται το κυνήγι της τέρψης μια εμμονή στη ζωή μας και καταλήγουμε να ζούμε μόνο για ένα γενετήσιο ή οποιοδήποτε άλλο χαμηλό ένστικτο ακόμα κι όταν δεν είμαστε πια στη νεότητά μας, τόσο ώστε να φρίττουμε όταν ακούμε τη λέξη «γηρατειά» ή τη λέξη «μοναξιά». Γιατί να φοβόμαστε τα γεράματα αν δεν είμαστε δούλοι του σώματός μας; Γιατί, όταν κοιτάμε στον καθρέφτη, δεν ψάχνουμε να δούμε τι καθρεφτίζουν τα μάτια μας από τα βάθη της ψυχής μας, αλλά αν εμφανίστηκε (άλλη) μια ρυτίδα ή μια άσπρη τρίχα; Και γιατί να τρέμουμε στη σκέψη να μείνουμε έστω για λίγο μόνοι, αν είμαστε σε ειρήνη με τον εαυτό μας και με τον Θεό; Θαρρώ δεν υπήρξε ποτέ εποχή στην ανθρωπότητα που να είχε ο άνθρωπος τόσο συχνή επαφή με τον καθρέπτη του, αλλά και να ήταν τόσο αποκομμένος από την ψυχή του και από τον Δημιουργό της.

Ω, πόση μοναξιά βιώνουμε, Άνθρωπε, όντας διαρκώς σε απεγνωσμένη αναζήτηση συντροφιάς ή όντας με λάθος σύντροφο! Χανόμαστε μέσα στις σκοτεινές σήραγγες του πάθους, του κακώς νοουμένου πάθους, ενώ δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να γνωρίσουμε τι θα πει αγάπη αληθινή, αγάπη του Χριστού, τι θα πει στοργή που να νικάει κάθε πόθο, τι θα πει προσευχητική συμπόρευση, τι θα πει ο ένας να βρίσκει τη μία της ζωής του με καθοδήγηση από τον Θεό, και έτσι να βαδίζουν μαζί, χέρι χέρι, για να Τον συναντήσουν. Εκπαιδευόμαστε να περιφρονούμε τον θησαυρό και να ερωτευόμαστε τα σεντούκια που τον περιέχουν. Και όταν κάποτε τα σεντούκια αυτά παλιώσουν, όταν τα φάνε οι τερμίτες της ηλικίας, της συνήθειας ή της συμβατικότητας, ψάχνουμε τρόπο να τα ξεφορτωθούμε, να βρούμε άλλα, ή, ακόμα χειρότερα, να τα εξοντώσουμε, σωματικά ή ψυχικά, εκδικητικά και άπονα και άσπλαχνα, και δεν αναπαύεται η ταλαίπωρη ύπαρξή μας ποτέ, γιατί ο θησαυρός -και ο δικός μας και του άλλου- παραμένει άθικτος, αναξιοποίητος και περιμένει.

Κουράστηκα να βλέπω κακούς γάμους, γάμους θυμού και γκρίνιας και τυραννικότητας ή γάμους ψυχρότητας και αδιαφορίας, γάμους που αργά ή γρήγορα μαραίνεται το άνθος τους και πέφτει και μένουν μόνο τα αγκάθια. Δεν παντρεύονται οι ψυχές, παντρεύονται τα σώματα, οι φορολογικές δηλώσεις, οι βλέψεις, οι αυταπάτες ή δεν ξέρω τι άλλο, αλλά δεν παντρεύονται οι ψυχές μας, όχι. Δεν υπάρχει στους πολλούς πραγματική αγάπη, ούτε για τον συνάνθρωπο ούτε για τον Θεό, γι’ αυτό και οι ψυχές μας παραμένουν παράλληλοι μονόδρομοι, κλεισμένες στους τοίχους ενός σπιτιού, σύμβιες μοναξιές που συχνότατα γίνονται η μια εχθρός της άλλης. Κι είναι ελάχιστες οι εξαιρέσεις, δυστυχέστατα, γι’ αυτό και η ανθρωπότητα κυλάει στον κατήφορο, γιατί το σπίτι από ναός και καταφύγιο έχει πια καταντήσει κολαστήριο.

Μια Ευρωπαία που είχα γνωρίσει εκεί, μου είχε πει ότι η κωμόπολη εκείνη ήταν ιδανική για ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας που θέλουν έναν τόπο να αποσυρθούν για να ξεκουραστούν, όχι για ανθρώπους που τώρα ξεκινούν τη δημιουργική πορεία τους, όπως εγώ. Μη με ρωτήσεις ποια ήταν η δημιουργική πορεία μου· δεν υπήρχε, κορόιδευα τον εαυτό μου και τον κόσμο παριστάνοντας την περιπλανώμενη συγγραφέα. Μου αφηγήθηκε επίσης και τη θλιβερή ιστορία της, πώς είχε εγκαταλείψει τον άντρα της και την οικογένειά της στην Ευρώπη για να παντρευτεί έναν Αιγύπτιο, τον οποίο ερωτεύθηκε παράφορα και κατόπιν πέρασε τα πάνδεινα μαζί του, επειδή ήταν αθεράπευτα πολυγαμικός. Αυτά έχει το Ισλάμ, μέχρι και τέσσερις γυναίκες επιτρέπονται σε κάθε άνδρα και, αν δεν το επιλέγουν αυτό όλοι, είναι επειδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να κρατούνε τέσσερα σπίτια, αφού τέσσερις γυναίκες στο ίδιο σπίτι μαζί με πολλαπλάσια παιδιά είναι δύσκολο να ειρηνεύσουν. Από μωαμεθανό τα άκουσα αυτά, δεν είναι προσωπική μου άποψη. Βέβαια, η πολυγαμία, έστω και ανεπίσημη, είναι της μόδας και στην ορθόδοξη Ελλάδα μας πλέον, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία, άλλη τραγική κατάπτωση του λαού μας, που μάλιστα προβάλλεται και εξαίρεται ποικιλοτρόπως από τα διάφορα τηλεοπτικά και λοιπά κενά θεάματα που γεμίζουν τις ώρες των αδελφών μας. Πάντως η συμβουλή της γυναίκας αυτής μού ακούστηκε λογική και έφυγα και από κει, όχι χωρίς ανακούφιση.

Μετακόμισα σε ένα κάμπινγκ έξω από το χωριό της Αγίας Αικατερίνης, όπου έμεινα περίπου τρεις εβδομάδες, χωρίς θέρμανση -εκτός από τις τελευταίες λίγες μέρες που ήλθε μια μικρή θερμάστρα αλογόνου-, Γενάρη μήνα, με εξωτερικές θερμοκρασίες μέχρι και δέκα βαθμούς υπό το μηδέν. Πέρα από τις αντιξοότητες λόγω ψύχους, ήταν μια πολύ ευχάριστη εμπειρία και οι άνθρωποι γύρω ευγενικοί. Εκεί γνώρισα και μια Καϊρινή που ζούσε από δεκαετίες στην Ευρώπη. Χάρις σ’ αυτήν είχα αργότερα την ευκαιρία να πληροφορηθώ πολλά από τα αίσχη που συνέβησαν στην Αιγυπτιακή Άνοιξη.

Είχα την εντύπωση ότι οι Αιγύπτιοι είναι ένας παιδικός λαός, αν μπορώ να το πω έτσι, ότι αγαπούσαν μόνο να χορεύουν, να γελάνε και να αστειεύονται. Δεν είχα αντιληφθεί τι υπήρχε κάτω από την επιφάνεια, αν και θα έπρεπε να το είχα φανταστεί, όταν έβλεπα, λόγου χάρη, την αστυνόμευση στο κέντρο του Καΐρου, όπου έβλεπες αστυνομικό σχεδόν κάθε εκατό μέτρα. Σίγουρα έπαιζε ρόλο, φαντάζομαι, και το ότι είχαν προηγηθεί ισλαμιστικές επιθέσεις σε τουρίστες, και άρα έπρεπε με κάποιο τρόπο οι ξένοι της πόλης να νιώσουν ασφαλείς. Στα περίχωρα τα φτωχά, όπου έμεναν ντόπιοι κυρίως, δεν έβλεπες αστυνομικούς, αλλά ούτε καν πινακίδες στα αγγλικά. Κάτι άλλο που εύκολα παρατηρούσε κανείς ήταν ότι οι Αιγύπτιοι υφίσταντο πολλή καταπίεση, όπως, υποθέτω, και οι περισσότεροι μωαμεθανοί.

Έχουν έναν περίπλοκο κώδικα επικοινωνίας και αυστηρά έθιμα, για κάποια από τα οποία μού μίλησαν ντόπιοι φίλοι και γνωστοί μου στην Αίγυπτο. Δεν μπορούσε, λόγου χάρη, να παντρευτεί κάποιος, αν δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να ετοιμάσει ένα σπιτικό. Άρα ένας άνθρωπος σε ηλικία γάμου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη μεσογειακή και συνεπώς θερμόαιμη ιδιοσυγκρασία του, δεν μπορούσε να παντρευτεί, αν ήταν φτωχός, και οι φτωχοί ήταν μεγάλο μέρος του λαού, αν όχι το μεγαλύτερο. Παράλληλα απαγορευόντουσαν αυστηρά οι προγαμιαίες σχέσεις -στους παραδοσιακούς Αιγύπτιους, που φαίνεται πως είναι πιο θερμοί στην πίστη τους από ό,τι εμείς οι εκκοσμικευμένοι Ορθόδοξοι-, επομένως ήταν ένας λαός που έβραζε. Η απλή οπτική επαφή ενός άνδρα και μιας γυναίκας, που κρατούσε για περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα χωρίς αυτή να στρέψει το βλέμμα της αλλού, θεωρούνταν συγκατάθεση σε ερωτικές διαθέσεις. Αν μια γυναίκα έβγαινε από το σπίτι με βρεγμένα μαλλιά, οι περαστικοί στο δρόμο έπαιρναν το μήνυμα ότι είχε προηγουμένως συνουσιασθεί. Στο δρόμο, αν ήσουν γυναίκα μόνη και μάλιστα Ευρωπαία, είχες μονίμως κάποιον να σε πολιορκεί, ώστε να πρέπει να τον απειλήσεις ότι θα καλέσεις την αστυνομία για να σε αφήσει στην ησυχία σου. Την έτρεμαν την αστυνομία οι Αιγύπτιοι, εξαφανιζόντουσαν μόλις την ανέφερες. Και αυτό μού προκαλούσε απορία μέχρι που έμαθα γιατί.

Μετά από εκείνες τις τρεις όμορφες αλλά παγωμένες εβδομάδες στο κάμπινγκ, αποφάσισα να συνεχίσω την αναζήτησή μου. Αποχαιρέτησα τους γνωστούς μου Μοναχούς και λαϊκούς στη Μονή και κατευθύνθηκα προς τα βόρεια. Είχα βάλει στόχο μια πόλη κοντά στα σύνορα με την Παλαιστίνη και το Ισραήλ. Την είχα δει στον ταξιδιωτικό οδηγό και μου είχε φανεί ενδιαφέρουσα. Έκανα κράτηση σε ξενοδοχείο για τρεις μέρες και ξεκίνησα. Έφτασα βράδι. Η πόλη ήταν απρόσμενα δραστήρια, γεμάτη φώτα, χρώματα και βιαστικούς ανθρώπους. Αδημονούσα να έλθει το επόμενο πρωί να πάω για εξερεύνηση. Και ξημέρωσε η μέρα και πήγα.

Άρχισα από την άκρη της πόλης, εκεί που τα τελευταία σπίτια συναντιόντουσαν με την Έρημο. Ήμουν πάλι με την αμφίεση της Ερήμου, καλυμμένη από την κορυφή ως τα νύχια, μόνο το πρόσωπο και τα χέρια μου ήταν ακάλυπτα. Είχα ήδη παρατηρήσει δύο νέους άνδρες να με κοιτούνε επίμονα από μια απόσταση περίπου εκατό μέτρων, αλλά δεν έδωσα σημασία. Κακώς· δεν παραβλέπουμε τους συναγερμούς σε τέτοιες περιπτώσεις. Καθώς, λοιπόν, περιπλανιόμουν στους άδειους δρόμους -ήταν περίπου έντεκα το πρωί- και απολάμβανα την ησυχία και τη θέα της Ερήμου που απλωνότανε μπροστά μου, οι δύο άνδρες είχαν στο μεταξύ πλησιάσει χωρίς να τους αντιληφθώ.

Ο ένας ήταν ντυμένος με κελεμπία, ο άλλος με ευρωπαϊκά ρούχα, αλλά και οι δύο είχαν μεσανατολίτικες φυσιογνωμίες. Εκείνος με την κελεμπία με πλησίασε και άρχισε να μου μιλάει στα αραβικά με ένα λερωμένο χαμόγελο, από εκείνα που σου δείχνουν ακάθαρτες προθέσεις της ψυχής και άσχημο χαρακτήρα. Δεν του απάντησα και προχώρησα. Συνέχισε να μου μιλάει, ενώ ο άλλος δίπλα του γελούσε. Ξαφνικά, εκείνος που μου μιλούσε με άρπαξε από το χέρι και άρχισε να με τραβάει και να φωνάζει, χωρίς όμως να καταλαβαίνω τίποτα από αυτά που έλεγε, αφού μιλούσε αραβικά. Είχε ήδη αρχίσει να με λούζει ο κρύος ιδρώτας του τρόμου. Πάλευα να ελευθερώσω το χέρι μου, αλλά δεν το άφηνε. Και όσο αυτός φώναζε, τόσο ο άλλος γελούσε και ένιωθα τη φρίκη να με κυριεύει. Ξέχασα και τα λίγα αραβικά που ήξερα, ποτέ δεν είχα προνοήσει να μάθω πώς φωνάζουν βοήθεια σ’ αυτή τη γλώσσα, ένα «‘Οχι!!!» ήξερα μόνο να πω εκείνη τη στιγμή και η φωνή μου έβγαινε με τη βία. Είδα μια ντόπια γυναίκα να πλησιάζει, την κοίταξα ικετευτικά νομίζοντας ότι κάτι θα έκανε, αλλά τελικά προσπέρασε αδιάφορη. Γύρω μου τα χαμόσπιτα των ντόπιων με τις κλειστές πόρτες τους. Και μόνο στη σκέψη ότι θα μπορούσαν να με πετάξουν μέσα σε ένα τέτοιο σπίτι, να κλειδώσουν την πόρτα, να αρχίσουν να μου σπέρνουν παιδιά με τη βία και να μην ξαναβγώ ποτέ από εκεί… είχα πανικοβληθεί. Έκλαιγα και τραβούσα το χέρι μου με όλη μου τη δύναμη, αλλά, φυσικά, ως άντρας και μάλιστα νέος ήταν πιο δυνατός. Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό, ίσως λίγα λεπτά, εμένα όμως μου φάνηκε ατελείωτο. Και κάποια στιγμή, με άφησε ελεύθερη, έτσι ξαφνικά όπως με γράπωσε. Οι δυο τους συνέχισαν να γελάνε, εγώ άρχισα να τρέχω για άλλη μια φορά σαν τρελή. Λίγα μέτρα μετά συνάντησα τη γυναίκα που είχε προσπεράσει και τη ρώτησα κλαίγοντας «Γιατί;;;» και εννοούσα «Γιατί αδιαφόρησες;;;»… αλλά το μόνο που εισέπραξα ήταν ένα ειρωνικό, σχεδόν χαιρέκακο χαμόγελο.

Καθώς έτρεχα προς το ξενοδοχείο, κλαίγοντας και μουσκεμένη στον ιδρώτα, συνάντησα λίγο πιο πέρα μια ομάδα αστυνομικών. Σκέφτηκα να σταματήσω και να τους πω, όπως μπορούσα, τι είχε συμβεί, αλλά κάτι μέσα μου με εμπόδισε. Λίγο καιρό μετά κατάλαβα τι ήταν αυτό. Και το κατάλαβα όταν έψαχνα αργότερα σπίτι στο Κάιρο και μίλησα με μια νεαρή Ισπανίδα δημοσιογράφο που ζούσε και εργαζόταν εκεί. Της περιέγραψα το συμβάν και της είπα ότι κακώς δε μίλησα στους αστυνομικούς που συνάντησα μετά. Εκείνη όμως μου είπε ότι καλά έκανα και δεν μίλησα. Ο άνθρωπος εκείνος, είπε η κοπέλα, αν όντως ήθελε να με βλάψει, θα το είχε κάνει άνετα, άρα προφανώς ήθελε απλώς να παίξει μαζί μου, να με τρομάξει. Αν, όμως, τον κατέδιδα στην αστυνομία και τον συνελάμβαναν, πιθανότατα δεν θα έβγαινε από τη φυλακή ζωντανός. Γιατί ήταν, έλεγε, σύνηθες στην Αίγυπτο να συλλαμβάνονται άνθρωποι χωρίς πραγματική απαγγελία κατηγοριών, να φυλακίζονται, να ξυλοκοπούνται στη φυλακή μέχρι θανάτου και να παραδίδονται στις οικογένειές τους νεκροί. Και, όπως μου είχε πει η φίλη μου η Καϊρινή που είχα γνωρίσει στο κάμπινγκ, η «Αιγυπτιακή Άνοιξη» – τι ειρωνικό όνομα για τέτοια φρικαλεότητα!!!- ξεκίνησε με αφορμή τη βίαιη δολοφονία ενός νεαρού Αλεξανδρινού μέσω ξυλοδαρμού από τους αστυνομικούς.

Όταν, μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, μου έδειξε διαδικτυακώς η φίλη μου την αποτρόπαια φωτογραφία εκείνου του ανθρώπου, που μόνο ματωμένα κόκαλα και δύο έντρομα ορθάνοιχτα μάτια είχαν απομείνει στο πρόσωπό του, είχα νιώσει τέτοια βαθιά φρίκη, όχι μόνο για το ειδεχθές του εγκλήματος, αλλά και γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω ότι σε αυτήν την χώρα είχα περάσει μόνη μου συνολικά εφτά ολόκληρους μήνες!!! Αυτή η φωτογραφία κυκλοφόρησε ευρέως και έγινε ο σπινθήρας που περίμενε ο καταπιεσμένος Αιγυπτιακός λαός. Και έμαθα και άλλα για την Άνοιξη αυτήν τη δριμεία. Όπως το ότι, όταν οι στρατιωτικοί συνελάμβαναν γυναίκες που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, ενίοτε τις υπέβαλαν σε εξευτελισμούς που ρήμαζαν την αξιοπρέπειά τους. Κάποτε, λόγου χάρη, τις ξεγύμνωναν και τις εξέθεταν στη θέα πολλών ανδρών, γυναίκες που κανονικά ούτε τα μαλλιά τους θα άφηναν εκτεθειμένα σε ξένα ανδρικά μάτια. Άλλες τις έπαιρναν με οχήματα στα βάθη της ερήμου, τις εγκατέλειπαν μόνες εκεί και έφευγαν, καταδικάζοντάς τες έτσι σε αργό θάνατο από πείνα, δίψα και εξάντληση. Δεν ήταν σπάνιοι οι δημόσιοι ομαδικοί βιασμοί ή ξυλοδαρμοί από ανδρικά πλήθη τριάντα ή σαράντα ανδρών σε περιπτώσεις που έπεφτε γυναίκα – Αιγύπτια ή μη- στα χέρια τους, κάτι που το είδαμε στα ΜΜΕ. Μια νεαρή γυναίκα που έγινε διεθνώς γνωστή με έναν εξευτελιστικό χαρακτηρισμό, επειδή σχεδόν την ξεγύμνωσαν την ώρα που την ξυλοκοπούσαν δημοσίως, την απομόνωσαν σε μια σκηνή στην έρημο, επειδή θεωρούνταν όνειδος για την οικογένειά της. Και άλλα πολλά μου είπε η φίλη μου, που δεν τα συγκράτησε η μνήμη, γιατί αρρωσταίνανε τα σωθικά μου και μόνο να τα ακούω. Ένας αγαπητός φίλος Καϊρινός που είχα γνωρίσει στην Έρημο μου έλεγε μετά την «Άνοιξη» ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αγαπημένη του πατρίδα, γιατί δεν άντεχε τόση επιθετικότητα. Και μια φίλη Ελληνίδα που ζούσε και εργαζόταν μόνιμα στο Κάιρο ήδη από πολλά χρόνια, μου έλεγε ότι έχει χαθεί πλέον ό,τι όμορφο υπήρχε στην Αίγυπτο, φαγώθηκαν οι σάρκες και έμεινε μόνο ένας άσχημος σκελετός. Τι κρίμα!

Και επιστρέφω στην αφήγηση· συγχώρα με για τις παρεκβάσεις, νομίζω πως είναι ενδιαφέροντα όλα αυτά. Γύρισα, λοιπόν, καταϊδρωμένη και τρομοκρατημένη στο ξενοδοχείο. Είπα με τα σπαστά αραβικά μου στο ρεσεψιονίστα τι είχε συμβεί και ότι δεν μπορούσα να μείνω άλλο, έπρεπε να ακυρώσω την κράτηση και να φύγω αμέσως. Λυπήθηκε με αυτά που άκουσε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα στην κατάσταση που ήμουν. Μάζεψα λοιπόν το σακίδιό μου και εξαφανίστηκα με το πρώτο λεωφορείο. Για τις επόμενες τρεις μέρες ήμουν πάλι σε κατάσταση σοκ και φοβίας, όπως τότε στην Ταΐλάνδη με τον αμόναχο μοναχό. Ήμουν σε διαρκή επιφυλακή. Τώρα που τα σκέφτομαι όλα αυτά, νιώθω βαθύτατη ευγνωμοσύνη που με φύλαξε ο Κύριος με τη μεσιτεία της Παναγίας Μητέρας Του. Θα μπορούσαν να μου έχουν συμβεί ένα σωρό φριχτά πράγματα σε κείνα τα ταξίδια, έτσι απερίσκεπτη και επιπόλαιη που ήμουν. Με έλεγαν θαρραλέα, αλλά θαρρώ ήμουν απλώς ανόητη κι αστόχαστη.

Βρέθηκα ξανά στο Κάιρο. Προσπάθησα μάταια για κάποιες εβδομάδες να βρω κάτι εκεί, αλλά τελικά κουράστηκα. Για την ακρίβεια, συνειδητοποίησα ότι πλέον είχε καταντήσει ψυχική ταλαιπωρία όλη αυτή η ατέρμονη και χωρίς αντίκρισμα προσπάθεια εύρεσης μιας φωλιάς όπως τη χρειαζόμουν σε εκείνη τη χώρα. Αποφάσισα να τα παρατήσω και να γυρίσω στην Ελλάδα. Και έτσι επέστρεψα από το τελευταίο ταξίδι στην Αίγυπτο. Πάλι στις Κυκλάδες, για τελευταία πλέον φορά ως κάτοικος και εργαζόμενη. Ήταν αρχές Μαρτίου.

Κενότητα στην πλησμονή.

Ω, ησυχία! Ω, σκοτάδι ήσυχο τη νύχτα και φως αιγαιοπελαγίτικο τη μέρα! Ω, φύση ανενόχλητη, στη μικρή εκείνη περίοδο χάριτος από τη μία ξέφρενη σεζόν στην άλλη! Είχα ξεχάσει πώς είναι να χρειάζομαι φακό για να κυκλοφορήσω το βράδι, όπως τότε στο Βόρειο Αιγαίο που έκανα την αγρότισσα. Σβηστά τα φώτα των ξενοδοχείων, εστιατορίων, μπαρ, καφέ, πισινών, καταστημάτων· το χωριό έρημο, άδειο. Μόνο οι λίγοι μόνιμοι κάτοικοι, ντόπιοι ή μη, έμεναν εκείνο τον καιρό στον τόπο. Απίστευτη ηρεμία! Σιωπηλοί, μοναχικοί περίπατοι στους αγρούς, στα καλντερίμια. Πανσέληνοι με το φως της σελήνης πάνω στο κυκλαδίτικο λευκό των κτισμάτων. Είχα σαγηνευθεί από την ομορφιά εκείνη. «…κάλλος μάταιον εθεασάμην καί υπ’ αύτού εθέλχθην τόν νούν…» Γητεύονται τα μάτια μας αν δεν τα φυλάμε, σκλαβώνονται εδώ κι εκεί, στα πάμπολλα ερεθίσματα που καταιγίζουν τις αισθήσεις.

Έμενα στο δωμάτιο το γνωστό μου, ένα μικρό και λιτό χτισμένο πάνω στον βράχο, με θέα τη θάλασσα, πάνω ακριβώς από το σπίτι της γυναίκας που ήταν για μένα συγχρόνως εργοδότρια, σπιτονοικοκυρά και φίλη. Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι η ψυχή μου είχε κουραστεί αφάνταστα. Είχα αγαπήσει τον αιγυπτιακό λαό, αλλά το να μπορώ να περπατάω στο δρόμο χωρίς να έχω κάποιον να θέλει να με αποπλανήσει ή χωρίς να πρέπει να προσέχω συνέχεια μη τυχόν ξεχαστώ και κοιτάξω κάποιον πάνω από τρία δευτερόλεπτα ήταν τεράστια ανακούφιση. Τώρα στο νησί μπορούσα επιτέλους να ησυχάσω, για όσο προλάβαινα. Γιατί σιγά σιγά, όσο πλησίαζε το Πάσχα και άνοιγαν οι επιχειρήσεις και αρχίζανε να καταφθάνουν οι πρώτοι Έλληνες -που λόγω του συνδρόμου «Φέρε!» ήταν περιπόθητοι πελάτες…-, η ησυχία αποχωρούσε πληγωμένη από τον τόπο, χανόταν απ’ τα μάτια των πολλών και για να τη βρεις έπρεπε να την κυνηγήσεις σε τόπους μακριά από εκεί όπου μέναν άνθρωποι. Όσο για το ελληνικό σύνδρομο «Φέρε!», που το έχω δει κυρίως σε εστιατόρια, εννοώ αυτό το σύνηθες στο λαό μας, να πηγαίνεις να πάρεις παραγγελία από δύο πελάτες και να παραγγέλνουν σαν να ήταν τέσσερις, στην πιο συγκρατημένη περίπτωση. Πώς λυπόμουν όταν περισσεύανε φαγητά στα πιάτα, γλυκά, ποτά… και καταλήγαν στα σκουπίδια! Τόσα τρόφιμα και τόσα χρήματα να σπαταλιούνται χωρίς λόγο, έτσι, για να βλέπουμε το τραπέζι γεμάτο! Λίγο το κατοχικό σύνδρομο, λίγο τα λαίμαργα μάτια μας –«μάτια λαίμαργα, ψυχή χαμένη», έλεγε η συγχωρεμένη η Θεσσαλή γιαγιά μου-, λίγο το να φανούμε άνετοι οικονομικά ή να έχουμε έστω και για λίγες ώρες κάποιον να μας υπηρετεί ή δεν ξέρω τι άλλο… και τελικά προκαλούμε τον Θεό, που μας τα έδωσε όλα, όταν για άλλους ούτε καν τα στοιχειώδη είναι αυτονόητα. Και βλέπεις ανθρώπους να σηκώνονται από το γεύμα και σχεδόν να χρειάζονται ανάρρωση από το φαγητό και το πιοτό. Για να μην πω για τη μέθη, που έχω και πικρή πείρα.

Μαύρη κηλίδα στη μνήμη μου εκείνο το άσχημο μεθύσι πριν πολλά χρόνια, στη Θεσσαλονίκη. Απόγευμα ήταν, είχα τελειώσει τη βάρδια μου στο μαγαζί όπου δούλευα και είχαν αρχίσει να έρχονται οι πρώτοι βραδινοί πελάτες. Δεν έφυγα, όπως έκανα συνήθως, έμεινα εκεί μαζί τους και ακούγαμε μουσική. Είχα πάρει ένα πήλινο κρουστό και το χτυπούσα στο ρυθμό ενός τραγουδιού με αγαπημένους στίχους: «...στ’ ς αυλές του χάρου όποιος δεν μπαίνει αληθινά δε ζει…«· πολλά χρόνια μετά θα άκουγα το αντίστοιχο μοναστικό «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις»… Χτυπούσα το κρουστό με μανία, λες και ήθελε να βγει η ψυχή μου να χορέψει ξέφρενη πάνω στις νότες. Με σκλάβωνε το σώμα μου, με σκλάβωνε ο βίος μου, με σκλάβωναν τα λάθη μου κι ήταν σαν να έψαχνα τρόπο να καώ λυτρωτικά. Δεν είχα γνωρίσει τότε ακόμα πώς είναι να καίγομαι για τον Χριστό, με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που δίνει ο Κύριος στις ψυχές που Του δίνονται, με αυτήν την πυρπόληση της καρδιάς που σε κάνει να νιώθεις ότι καίγεσαι και συγχρόνως αναγεννιέσαι και μεταμορφώνεσαι, και έκαιγα η έρμη τα σωθικά μου με το οινόπνευμα. Με θωρούσαν χαμογελαστοί σαν να ’μουν αξιοθέατο οι γνώριμοι πελάτες, καθώς έπαιζα σκυμμένη πάνω στο όργανο, έτοιμη να καταρρεύσω από το πιώμα, αφού είχα ξεκινήσει νηστική τις ρακές ήδη από ώρες. Ώσπου κάποια στιγμή αποφάσισα επιτέλους να πάω στο σπίτι.

Χαιρέτησα, έφυγα, έκλεισα την πόρτα του μαγαζιού και της καπνισμένης φασαρίας και βγήκα τρεκλίζοντας στα ήσυχα Κυριακάτικα στενά της Άνω Πόλης – από τότε ακόμα δούλευα τις Κυριακές, η αθεόφοβη. Και ενώ πάντα καμάρωνα πως τάχα είχα τον έλεγχο του εαυτού μου ακόμα και μεθυσμένη, εκείνο το βράδι ήθελε ο καλός Θεός να μου δείξει ότι για άλλη μια φορά κοροϊδευόμουν. Λίγα μέτρα μετά…περδικλώθηκα, έπεσα ανάσκελα μες στη μέση του δρόμου και έχασα τις αισθήσεις μου. Στολισμένη με τα ινδικά ασήμια μου, με τα παρδαλά χίπικα ρούχα μου, με την ατιμασμένη ομορφιά μου και την κενή κενότατη αψύτητα του χαρακτήρα και της ηλικίας μου βουτηγμένη στις αναθυμιάσεις της ρακής, ήμουν εκεί, ξαπλωμένη σε ένα άδειο δρομάκι της γενέτειράς μου, έκθετη στα μάτια – ή και στα χέρια, αν επέτρεπε ο Κύριος – των όποιων περαστικών. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι, ούτε αν και πόσοι άνθρωποι πέρασαν και απόρησαν ή αδιαφόρησαν. Κάποια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου, σηκώθηκα και τοίχο τοίχο γύρισα σπίτι, αλλά όταν έφτασα δεν θυμόμουν καν από ποια διαδρομή είχα πάει. Ήμουν μεθυσμένη και λερωμένη μέχρι οίκτου. Αφήνει καμιά φορά ο Θεός το λέρωμα της ψυχής να φανεί και στο σώμα μας, μήπως και ταρακουνηθούμε και συνέλθουμε, αλλά εμείς εκεί, το δικό μας… Το μόνο που μπορούσα να κάνω όταν γύρισα ήταν να πέσω για ύπνο. Τα χρόνια εκείνα ο ύπνος για μένα ήταν καταφυγή, μπορούσα για λίγο να ξεφύγω από τον εαυτό μου, από τον κόσμο, από μια ζωή που με άδειαζε.

Γεμάτα τραπέζια και μέθη, λοιπόν, για να συνεχίσω αυτό που έλεγα. Τραπέζια φορτωμένα με φαγητά και ποτά που δεν τα χρειαζόμαστε όλα, αλλά πολύ λιγότερα. Και θέλεις να ακούσεις κάτι συνταρακτικό που λέει ο Προφήτης Ησαΐας -και δι’ αυτού ο Θεός-ειδικά για τη μέθη, περίπου δύο χιλιάδες εφτακόσια χρόνια πριν; Άκου:

«Οὐαὶ οἱ ἐγειρόμενοι τὸ πρωΐ,καὶ τὰ σίκερα διώκοντες, οἱ μένοντες τὸ ὀψέ· ὁ γὰρ οἶνος αὐτοὺς συγκαύσει. μετὰ γὰρ κιθάρας καὶ ψαλτηρίου καὶ τυμπάνων καὶ αὐλῶν τὸν οἶνον πίνουσι, τὰ δὲ ἔργα Κυρίου οὐκ ἐμβλέπουσι καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ οὐ κατανοοῦσι. τοίνυν αἰχμάλωτος ὁ λαός μου ἐγενήθη διὰ τὸ μὴ εἰδέναι αὐτοὺς τὸν Κύριον, καὶ πλῆθος ἐγενήθη νεκρῶν διὰ λιμὸν καὶ δίψος ὕδατος».

Δηλαδή, αν πίνουμε και γλεντοκοπούμε χωρίς να νοιαζόμαστε καθόλου για τα έργα του Κυρίου, καταλήγουμε νομοτελειακά σε αιχμαλωσία, σε πείνα και σε δίψα! Πες μου τώρα εσύ, αν θες, είναι ελεύθεροι οι άνθρωποι του τόπου μας σήμερα; Δεν είμαστε αιχμάλωτοι σε μια δικτατορία; Δεν απειλούμαστε με πείνα και με δίψα, όταν υπάρχει τόση φτώχεια και τόσες αυτοκτονίες λόγω οικονομικής ένδειας, όταν υπάρχει η απειλή ενός φρικτού πολέμου; Και από την άλλη, δεν «καλοπερνούσαμε» τόσα χρόνια; Δε σπαταλούσαμε, δεν υπερκαταναλώναμε, δεν μεθοκοπούσαμε; Πονάει η καρδιά μου όταν σκέφτομαι πόσα χρήματα έχω σπαταλήσει μάταια και πόσο άσπλαχνη έχω υπάρξει με τους συνανθρώπους μου που ζητούσαν, λόγου χάρη, μια βοήθεια στο δρόμο. Πόσες φορές τους προσπέρασα αδιάφορη και βιαστική…για να πάω τάχα πού;;;

Στο κέντρο της Αθήνας, στη Σταδίου, κοντά στον Ιανό, υπήρχε, θυμάμαι, η φωλιά του άστεγου κυρίου Τάκη. Δεν τον γνώρισα ποτέ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο, όποτε περνούσα από εκεί έβρισκα μόνο τον υπνόσακό του και μερικές μικρές Εικόνες Αγίων κολλημένες στα χαρτόνια γύρω γύρω, που είχαν θέση τοίχου στη φωλίτσα του. Είχε αφημένο ένα σημείωμα με το όνομά του από κάτω, δεν θυμάμαι ακριβώς τι έλεγε, μόνο ότι χαιρετούσε και έδινε ευχές στους περαστικούς. Το διάβαζες και έπαιρνες τέτοια χαρά και τέτοια αισιοδοξία μέσα στο απάνθρωπο γκρι της πρωτεύουσας, που έψαχνες με το βλέμμα σου μήπως και τον δεις κάπου εκεί γύρω να πας να τον χαιρετήσεις, για να μην πω να πάρεις την ευχή του! Αυτή η ψυχή, ίσως κάποιος κρυφός Άγιος του καιρού μας, έμενε κυριολεκτικά στο δρόμο και σκορπούσε ελπίδα σε μας τους τακτοποιημένους και σπιτωμένους, σαν να πετούσε εκεί ψηλά από πάνω μας και να μας καλούσε με τη φωνή του να κοιτάξουμε λίγο τον Ουρανό, όλοι εμείς που είχαμε μείνει στο έρπειν της – εξασφαλισμένης ή μη – ρουτίνας! Εμείς με τα βολικά σπίτια μας, που γκρινιάζουμε και παραπονιόμαστε που δεν έχουμε αυτήν ή εκείνη την περιττή συσκευή ή το τάδε διακοσμητικό ή δεν ξέρω τι άλλο· που αλλάζουμε έπιπλα και διαρρύθμιση τρεις την ώρα, γιατί πλήττουμε με την καθημερινότητά μας, η οποία στυγνά και αναπόφευκτα αντικατοπτρίζει το κενό μας, και νομίζουμε ότι αυτή θα αποκτήσει ενδιαφέρον αν κάνουμε μια νέα αγορά ή μια ανακαίνιση· εμείς που καταναλώνουμε πολύ περισσότερα από όσα χρειαζόμαστε και από όσα μας ωφελούν, όταν για πάρα πολλούς ανθρώπους στον κόσμο ούτε καν το καθαρό και πόσιμο νερό είναι αυτονόητο.

Τα λέγω για να τα ακούω, γιατί πέρασα πολλά από τα χρόνια μου με παρόμοια μάταιη νοοτροπία και τώρα σκέφτομαι τις σπηλιές των Ασκητών και διψά η ψυχή μου. Τι ανακούφιση, τι απαλλαγή, τι ελευθερία! Έμεινα κάποτε για δέκα μέρες σε σπηλιά, σε νησί μας πάλι, και ήταν υπέροχα! Σίγουρα το χειμώνα θα ήταν αλλιώς, βέβαια, με το κρύο και τις βροχές ή τα χιόνια, αλλά πόσοι άνθρωποι ανά τους αιώνες έχουνε ζήσει έτσι, όχι πάντα από επιλογή αλλά και από ανάγκη; Όποιος διαβάζει Συναξάρια ξέρει ότι οι Άγιοί μας που είχαν εκτεθεί σε τέτοιες αντίξοες συνθήκες για να μείνουν μόνοι με τον Θεό ή για να μην Τον προδώσουν, λάμβαναν θαυμαστή ενίσχυση άνωθεν. Ας το έχουμε αυτό κατά νου, όταν κάποια στιγμή η αντίχριστη δικτατορία προχωρήσει και χρειαστεί να αναχωρήσουμε από τις κατοικίες και τις όποιες ανέσεις μας για να μην προοδώσουμε την Πίστη μας την αγία. Άγιοι δεν είμαστε, αλλά αν διωκόμαστε για του Χριστού το Όνομα, αυτό αρκεί για να έχουμε την προστασία και την πρόνοιά Του. Δεν το λέγω εγώ, η Αποκάλυψη το λέγει.

Την τελευταία αυτή φορά έμεινα σε εκείνο το νησί που τόσο αγαπούσα περίπου ένα χρόνο. Το καλοκαίρι εργάστηκα πάλι στο ζαχαροπλαστείο για να μαζέψω χρήματα ενώ μετά, το φθινόπωρο και τον χειμώνα, ησύχαζα και προσπαθούσα να αποφασίσω ποιος θα είναι ο επόμενος σταθμός. Ο εξαετής κύκλος των νησιών έκλεινε και το ένιωθα αλλά, ως συνήθως, δεν είχα κάτι προγραμματισμένο να με περιμένει κάπου και αυτό ήταν μια κουραστική διαδικασία, γιατί έπρεπε να αναζητήσω πάλι από την αρχή εργασία και σπίτι, να εγκλιματιστώ ξανά σε νέες συνθήκες. Δεν γινόταν, όμως, αλλιώς, επειδή η φύση μου, καλώς ή κακώς, δεν μπορούσε να μπει μέσα στα πλαίσια μιας τυπικής ρουτίνας όπως την έβλεπα γύρω μου. Όσες φορές το προσπάθησα, ένιωθα να ασφυκτιώ και να αργοπεθαίνω μέσα μου, με έπιανε τόσο βαθιά θλίψη που είχα τάσεις μαρασμού. Κάτι γίνεται, νομίζω, και χάνουμε τη ζωντάνια μας, όταν η καθημερινότητα είναι πνευματικά άκαρπη· μας αποχρωματίζει όπως η χλωρίνη τα χρωματιστά ρούχα. Και αυτό οφείλεται, θαρρώ, στο ότι οι μέρες μας συνήθως -πλην εξαιρέσεων- δεν έχουν «στάδιο» με την έννοια του πνευματικού στίβου, δεν έχουν πνευματικό αγώνα και άρα ούτε πνευματικούς στόχους ούτε πνευματικές χαρές.

Αν δείξουμε στον Θεό ότι αυτά που θέλουμε, που επιδιώκουμε και που αγαπούμε είναι όλα εδώ κάτω στη γη, οι Ουρανοί κλείνουν για μας, αφού ουσιαστικά τους περιφρονούμε, και κάπως έτσι παραμένει η κοινωνία μας θλιβερά προβληματική. Με λύπη μου βλέπω, μέσα και από το ίδιο το παρελθόν μου, που δυστυχώς δεν αποτελεί εξαίρεση για τα δεδομένα της εποχής, ότι αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας μόνο ως επιβίωση, επιβεβαίωση ή καταξίωση σε οποιοδήποτε επίπεδο, και αφήνουμε στην άκρη τις ψυχές μας, το πνεύμα μας και τελικά ακόμα και τον ίδιο τον Παράδεισο, τον Θεό που μας καλεί! Ω, η μνήμη του Παραδείσου! Ω, η γλυκιά χαρά, η ζεστασιά της καρδιάς και η δύναμη που παίρνει κανείς αν στέλνει τον νου του με αγάπη εκεί Πάνω, εκεί όπου τίποτα κακό δεν υπάρχει! Ξεχνούμε ή ακόμα και αγνοούμε ή αρνούμαστε πολλές φορές εμείς οι βαπτισμένοι Ορθόδοξοι ότι ανήκουμε στο μυστικό Σώμα του Χριστού, ότι είμαστε μέλη της Εκκλησίας Του, ότι πέρα από την Εκκλησία που πολεμάει – ή δεν πολεμάει… – με τα σκοτάδια εδώ κάτω υπάρχει και η Εκκλησία που θριαμβεύει πάμφωτη στον Ουρανό: ο Άγιος Τριαδικός Θεός μας, η Παναγία, τα Τάγματα των Αγγέλων, οι εκατομμύρια Άγιοί μας. Ξεχνούμε ότι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού τα σώματά μας θα είναι αθάνατα και υποκείμενα σε νόμους όχι πλέον φυσικούς αλλά πνευματικούς, ενωμένα με τις αθάνατες ψυχές μας, και άρα μαζί θα υποφέρουν αιώνια και ατελεύτητα, μακριά από τον Θεό, αν τελικά χάσουμε τον πόλεμο με το διάβολο. Έλεγε σε ένα κήρυγμά του ο π. Αθανάσιος ότι θα είναι τόσο φρικτή η Κόλαση μετά την τελική Κρίση, ώστε οι δαίμονες, που θα τιμωρούνται πλέον εκεί μαζί με τους αμετανόητους θνητούς, επειδή δεν θα αντέχουν τα βασανιστήρια, θα μπαίνουν μέσα στους ταλαίπωρους ανθρώπους για να ανακουφιστούν έστω και λίγο! Δεν σκεφτόμαστε καν τον ίδιο το θάνατό μας, ζούμε σαν αθάνατοι, σαν να έχουμε πάντα περιθώριο να αναβάλλουμε, να αμελούμε, να ζούμε μές στη μέθη και τη λήθη και τη νάρκη αυτού του κόσμου. Ο κόσμος τούτος είναι από τον Θεό πλασμένος και πλάστηκε να είναι πανέμορφος, άσχετα αν ο Άνθρωπος-Τύραννος τον βιάζει βάρβαρα και ακατάπαυστα και τον παραμορφώνει τραγικά. Δεν προοριζόμαστε, όμως, να μείνουμε εδώ!

Ο τελευταίος καιρός, λοιπόν, στο νησί πέρασε ήσυχα και γρήγορα, τουλάχιστον οι χειμερινοί μήνες, γιατί το καλοκαίρι εκείνο κατάλαβα ότι δεν άντεχα πλέον την υστερία του νησιωτικού τουρισμού. Είχα φτάσει πια στα όριά μου και καταλάβαινα ότι έπρεπε να αλλάξω βιοποριστική οδό. Έτσι, αποφάσισα με βαριά καρδιά να φύγω για την Αθήνα. Παραδόξως, από όλο το νησί, αυτό που με λύπησε περισσότερο να αποχωριστώ ήταν η γάτα. Μια κεραμιδόγατα ασπρόμαυρη που την είχα αγαπήσει και της είχα ετοιμάσει ήδη από το φθινόπωρο μια γωνίτσα μέσα στο δωμάτιο για να έρχεται όποτε θέλει. Μου είχε κρατήσει πολύ όμορφη συντροφιά όλους εκείνους τους μήνες. Ένιωθα να με έχουν κουράσει ή και λυπήσει οι άνθρωποι -σίγουρα και εγώ θα κούρασα και θα λύπησα εκείνους, βέβαια-, ενώ η γάτα ήταν ένα άκακο ζώο που μου είχε προσφέρει πάμπολλες ώρες ηρεμίας με τη σιωπηλή παρέα της. Είναι θλιβερό το ότι πολλές φορές δεν είμαστε εξίσου καλή συντροφιά συγκρινόμενοι με τα ζώα, γι’ αυτό και πολλές προδομένες ή κουρασμένες μοναχικές ψυχές προτιμούν να έχουν δίπλα τους τα τετράποδα πλάσματα του Θεού παρά τις εικόνες Του. Στον βίο του Αγίου Παϊσίου είχα διαβάσει ότι ο Άγιος έλεγε πως, αν θέλουμε φίλους, πρώτα να έχουμε τον Θεό, μετά τους Αγίους και μετά τα ζώα. Και αυτό το έλεγε κάποιος που αγαπούσε βαθύτατα το ανθρώπινο γένος και η ευσπλαχνική καρδιά του έφτανε να λυπάται ακόμα και τους δαίμονες! Για να είμαι ειλικρινής, μπήκα στον πειρασμό να πάρω τη γάτα στην Αθήνα, όμως και μόνο η σκέψη ότι θα στερούσα το ζωντανό από την ελεύθερη ζωή του στην ανοιχτωσιά του νησιού και θα το έκλεινα σε ένα διαμέρισμα της πρωτεύουσας με έθλιβε. Ξεχνούμε πολλές φορές ότι και τα ζώα αισθάνονται, δεν είναι άψυχα διακοσμητικά που μπορούμε να τους φερόμαστε όπως θέλουμε. Ξεχνούμε ακόμα ότι θα δώσουμε λόγο για το πώς φερθήκαμε στην άλογη φύση.

Το νησί με έδιωχνε με τον τρόπο του και έτσι μού ήταν πιο εύκολο να φύγω, αν και όχι χωρίς μια κάποια λύπη. Τόση ομορφιά εκεί, Θεέ μου, αλλά και τόση ακολασία! Πέρα από τα γνωστά αίσχη, των οποίων ήμουν και εγώ μέτοχος, το νησί ήταν και παγκόσμιος προορισμός ομοφυλόφιλων. Είδαν τόση πολλή ομοφυλοφιλία τα μάτια μου εκείνα τα χρόνια σε διάφορες περιστάσεις, μάλιστα κάποτε από πολύ κοντά και για πολύ καιρό, που πλέον θαρρώ πως τη διακρίνω, όσο καλά και αν κρύβεται ενίοτε, και τη διακρίνω υπερβολικά συχνά, ακόμα και εκεί που δεν θα περίμενε κανείς να τη συναντήσει· εύχομαι από καρδιάς να σφάλλω και να είναι ιδέα μου.

Παλαιότερα, στο ακριβό εκείνο εστιατόριο όπου είχα εργαστεί όταν πρωτοπήγα στο νησί, είχε έλθει κάποια στιγμή έντρομος ένας νεαρός βοηθός μου, ένα γλυκύτατο, αγγελοπρόσωπο παλικαράκι δεκαεννιά χρονών, και μου ζητούσε φοβισμένος να τον προστατέψω, επειδή μια παρέα ομοφυλόφιλων πελατών τον φλέρταρε αναίσχυντα, απροκάλυπτα και επιθετικά και ένιωθε τη διεστραμμένη ερωτική βουλιμία τους να τον απειλεί. Δεν μπορούσα να κάνω πολλά δεδομένης της πολιτικής του καταστήματος, οι εν λόγω πελάτες, όμως, στο εξής εξυπηρετούνταν αποκλειστικά από μένα και χωρίς πολλά χαμόγελα. Υπάρχουν και οι βιασμοί ανδρών σε αυτούς τους κύκλους, δυστυχώς, και πες μου εσύ μετά πώς θα συνεχίσει τη ζωή του ένας φυσιολογικός άνδρας που έχει υποστεί βιασμό.

Πέρα όμως από το θέμα των διαστροφών και της σαρκολαγνείας στο νησί, έβλεπες και την ταλαιπωρία των ανθρώπων που είχαν επιχειρήσεις εκεί, έβλεπες την ψυχολογία τους όταν άρχιζε η σεζόν -ψυχολογία ανθρώπου που είναι σε αναμονή επικείμενου βιασμού του-, έβλεπες την υπερένταση και την εξάντλησή τους κατά τη διάρκεια και έβλεπες και πώς ήταν ο χειμώνας τους, που έψαχνε ο καθένας τρόπους να συνέλθει από την επιδρομή των πολιτισμένων ορδών, άλλος με αδράνεια, άλλος με ναρκωτικά ή αλκοόλ, άλλος με ταξίδια στην Άπω Ανατολή, τη Λατινική Αμερική, την Αυστραλία ή κάποιο άλλο μέρος στην άλλη άκρη του πλανήτη, άλλος με πλήρη παράδοση σε κάθε φύσης ηδονισμό, άλλος με μια συμβατική ζωή σε ένα αστικό κέντρο… και την επόμενη άνοιξη ξανά από την αρχή.

Είδα φωτογραφίες του χωριού λίγες δεκαετίες πριν εισβάλει ο τουρισμός – ή ίσως θα ήταν πιο σωστό να πούμε, πριν προ(σ)κληθεί ο τουρισμός- και πόνεσα. Πόσο απλός και ταπεινός ήταν ο οικισμός, ένα με το τοπίο! Φτωχός, ναι, υπήρχε πολλή φτώχεια στις Κυκλάδες, γιατί είναι τόποι άνυδροι, ξεροί, οι άνθρωποι ζούσαν με τα στοιχειώδη. Μετά ήλθε ο τουρισμός, σαν άλλος κατακτητής, όχι πια με μπότα αλλά με σανδάλι και τακούνι και μαγιό και πορτοφόλι, όχι πια με βομβαρδιστικά και τανκς, αλλά με φέρι μπόουτ και κρουαζιερόπλοια, και όλα αλλοιώθηκαν. Ίσως, όμως, τελικά για αυτήν την αλλοίωση να μη φταίει ο τουρίστας, αλλά η εντόπια τουριστική βιομηχανία. Αν είμαστε έτοιμοι να ξεπουλήσουμε ή να επιστρατεύσουμε τα πάντα για χάρη του μαμωνά, τότε είναι αναμενόμενες οι κυβιστήσεις σε όλα τα επίπεδα. Αυτό που πουλάμε είναι αυτό που διαθέτουμε και αυτό που διαθέτουμε είναι αυτό που καλλιεργούμε. Ο ειδωλολάτρης Έλληνας αγαπάει το γυμνό σώμα αρχαιόθεν, αυτό το ξέρουμε όλοι, και αυτή η ξεγύμνωσή μας σήμερα τι άλλο είναι παρά μια επιστροφή στην προ Χριστού εποχή του Γένους μας αλλά και της Ανθρωπότητας ολάκερης; Αν θέλαμε απλώς να έχουμε επισκέπτες στη χώρα μας χωρίς να τα γκρεμίσουμε όλα χάριν της τουριστικής κίνησης, θα μπορούσαμε να επιβάλουμε το σεβασμό στα -έστω εναπομείναντα- ελληνορθόδοξα ήθη του τόπου· υπάρχουν τρόποι να γίνει αυτό, και θα βοηθούσε και στο να μας σέβονται περισσότερο οι επισκέπτες μας, αλλά και να σεβόμαστε περισσότερο και εμείς τον εαυτό μας ως λαός. Φαίνεται, όμως, πως τα ήθη αυτά ενοχλούσαν, τελικά, όπως ενοχλούν κάποτε οι παππούδες σε ένα σπίτι μοντέρνας οικογένειας. Ακόμα κι εγώ, που ήμουν ακόμα τότε στα σαρκικά τα χρόνια μου, κουραζόμουν από αυτή τη γύμνια τριγύρω, κουραζόμουν να βλέπω ημίγυμνους ανθρώπους μες στη μέση του δρόμου, κυριολεκτικά σε ορδές.

Ω, το σώμα μας, Άνθρωπε, το σώμα αυτό που μας έδωσε ο Κύριος, αντίγραφο του δικού Του Σώματος, αυτό που το τίμησε με την ενανθρώπησή Του, πώς το εκθέτουμε αυτό το σώμα έτσι, αλύπητα, αχόρταγα, σπάταλα! Πώς το βγάζουμε στη φόρα και το ξεπουλάμε στα παζάρια, αυτό που είναι ο ναός του Θεού! Πώς το βασανίζουμε, τρυπώντας το με σκουλαρίκια σε αυτιά, μύτη, φρύδια, χείλια, αφαλούς, το βαραίνουμε με κοσμήματα -στα λέγω εγώ, που κάποτε στολιζόμουν σαν λατέρνα, περπατούσα και κουδούνιζα-, το μπογιατίζουμε με μακιγιάζ και τατουάζ, το μολύνουμε με τις ακολασίες, το αρρωσταίνουμε με τα αφροδίσια, ενίοτε το σκοτώνουμε με τους εθισμούς, τις καταχρήσεις και τις ίδιες τις ηδονές μας, ακόμα και με το άγχος και την κατάθλιψη και την απελπισία του ψυχοβόρου κενού πολιτισμού μας!

Ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός -από τους αγαπημένους μου Αγίους οι δια Χριστόν σαλοί, αυτοί που, για να κρύψουν την αγιότητά τους, παρίσταναν τους τρελούς-, στον οποίο έδωσε ο Κύριος, λόγω της καθαρότητας της ψυχής του, το χάρισμα να βλέπει, μεταξύ άλλων, και τους Αγγέλους ή τους δαίμονες που περιέβαλλαν τους ανθρώπους, περιέγραψε κάποτε την κηδεία ενός μεγιστάνα, την οποία παρακολούθησε ο ίδιος. Μπροστά από την πομπή προπορευόταν πλήθος δαιμόνων οι οποίοι γελούσαν, γαύγιζαν και γρύλλιζαν από τη χαρά τους, ρίχνοντας στο πρόσωπο του νεκρού λάσπη και κοπρισμένο νερό, περιγελώντας χυδαία τους ψάλτες που έψαλλαν «Μετά των αγίων ανάπαυσον την ψυχήν αυτού…», ενώ από το φέρετρο του νεκρού εξερχόταν πολλή δυσωδία. Και ο αρχηγός των δαιμόνων, με εξαγριωμένο βλέμμα, κρατούσε στα χέρια του φωτιά και θειάφι και πίσσα και έτρεχε προς το μνήμα του νεκρού για να τον κατακαύσει μετά την ταφή. Μετά από την πομπή ακολουθούσε απομακρυσμένος ο Άγγελος του νεκρού, όμορφος μα θλιμμένος και σκυθρωπός, θρηνώντας που έχασε την ψυχή που ήταν υπό την προστασία του, αφού εκείνη παραδόθηκε από μόνη της στους δαίμονες. Και όταν τον ρώτησε ο Άγιος τι είχε κάνει στη ζωή του ο μεγιστάνας και έπαιρνε τώρα τέτοια ανταμοιβή, ο Άγγελος τού απάντησε πως ο άνθρωπος εκείνος είχε υπάρξει πόρνος, μοιχός και ομοφυλόφιλος, τσιγκούνης και άσπλαχνος, αλαζονικός και υπερήφανος, ψεύτης, μνησίκακος και μισάνθρωπος, δωρολήπτης και επίορκος, που καταπίεζε τους υπηρέτες του με την πείνα και τη δίψα, με τα μαστίγια και με τη γύμνια, χωρίς ρούχα και παπούτσια μες στο κρύο, και πολλούς από αυτούς είχε σκοτώσει με ρόπαλο ή μιάνει με την ομοφυλοφιλία.

Σήμερα, αν τολμήσεις να μιλήσεις για την ομοφυλοφιλία και το σοδομισμό, θα σε πούνε «ομοφοβικό», θα αρχίσουν τα περί «πολιτικής ορθότητας» -που είναι ένας επίσημα αποδεκτός και νόμιμος τρόπος διαστροφής κάθε αλήθειας και ηθικής- και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να βρεθείς και στη φυλακή. Έγιναν στους καιρούς μας τα ανώμαλα ομαλά και τα ομαλά παράνομα, μπερδέψαμε το «Αγάπα με κι ας είμαι αμαρτωλός» με το «Δεν είμαι αμαρτωλός, είμαι απλά διαφορετικός και αν δε σεβαστείς τη διαφορετικότητά μου είσαι ρατσιστής και θα σε καταγγείλω!!!»…

Λυπάμαι τους γονείς που έχουν μικρά παιδιά στους καιρούς μας και δεν ξέρουν από πού να τα πρωτοφυλάξουν. Από τους παιδόφιλους που με νόμο θεωρήθηκαν κάποτε δικαιούχοι επιδόματος αναπηρίας λόγω της εγκληματικής διαστροφής τους2; Από τα μασονικά εκπαιδευτικά συστήματα που ήδη από το νηπιαγωγείο χειραγωγούν σταδιακά το παιδί μακριά από τον Χριστό και κάθε έννοια ιερού3; Από τις κυβερνήσεις που βάζουν το παιδί να αναρωτηθεί στα δεκαπέντε του αν θέλει να διατηρήσει το φύλο του ή να το αλλάξει4; Από την πλύση εγκεφάλου των ΜΜΕ και τον συρφετό του διαδικτύου, όπου μέχρι και στην αυτοκτονία ωθούνται τα παιδιά μας μέσω συγκεκριμένων δαιμονικών «παιχνιδιών»5; Από τους απαγωγείς που αρπάζουν παιδιά για να τα πουλήσουν στα κυκλώματα παιδόφιλων και παιδοβασανιστών ή στο εμπόριο ανθρώπινων οργάνων; Έχεις δει φωτογραφία παιδιού που το άνοιξαν, του πήραν ό,τι όργανο χρειαζόντουσαν, το έρραψαν, το δίπλωσαν, το τύλιξαν με μια σκέτη κολλητική ταινία και το πέταξαν νεκρό; Ξέρουμε εμείς οι πολιτισμένοι ότι σε πολλές χώρες τα παιδιά τα αρπάζουν για να τα κάνουν με το ζόρι στρατιώτες-εκτελεστές, ενώ παράλληλα τα χρησιμοποιούνε και ως σκεύη ηδονής ανεξαρτήτως φύλου; Αυτοί είναι οι σύγχρονοι Γενίτσαροι… Πόσα παιδιά είναι θύματα πολυεπίπεδης οικογενειακής, ακόμα και σεξουαλικής, βίας, σε βαθμό να φοβάται, λόγου χάρη, η μάνα να αφήσει το παιδί μόνο με τον πατέρα ή τον θείο του;! Πόσα παιδιά δέχονται βία στο σχολείο ακόμα και όταν -ή ακριβώς επειδή- έχουν ειδικές ανάγκες;! Πόσα παιδιά εργάζονται σε αισχρές εργασιακές συνθήκες;! Σταμάτησα να πίνω καφέ, κακάο και πράσινο τσάι όταν έμαθα τι βασανιστήρια περνούνε τα παιδιά του Τρίτου Κόσμου που εργάζονται στις αντίστοιχες φυτείες. Δεν μπορώ να τα σώσω, μπορώ όμως να μποϊκοτάρω τα προϊόντα που παράγουν οι επιχειρήσεις που είναι υπεύθυνες γι’ αυτό το έγκλημα.

Σου φαίνομαι υπερβολική; Έχεις διαβάσει την ιστορία του Ικμπάλ Μασίχ, του μικρού ήρωα από το Πακιστάν, που τον πουλήσανε τεσσάρων χρονών (!) οι γονείς του σε έμπορο χαλιών για ένα μικρό χρέος και εκείνος τον κατέστησε σκλάβο του επί χρόνια σε μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας; Ο Ικμπάλ δραπέτευσε, αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των παιδιών, έγινε αιτία να ελευθερωθούν χιλιάδες παιδιά από τα εργασιακά δεσμά τους και τελικά δολοφονήθηκε. Σε ηλικία δώδεκα ετών. Και οι φονιάδες του οι έμποροι χαλιών πιθανότατα ζουν και βασιλεύουν πουλώντας χαλιά βαμμένα με παιδικό αίμα. Πόσα παιδιά δολοφονούνται, αλήθεια! Πόσα παιδιά πέφτουνε θύματα σατανιστικών τελετών! Και τώρα αυτό το αίσχος, να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο με τις μάσκες, παρά τους κινδύνους για την ψυχή και την υγεία τους, ή να σε κυνηγάνε εσένα, τη μάνα και τον πατέρα, για να εμβολιάσουν το παιδί σου με ένα σατανικό εμβόλιο! Όταν τα ακούω ή τα βλέπω όλα αυτά θέλω να βγάλω νύχια γαμψά σαν της τίγρης για να τα μπήξω στην ίδια την καρδιά μου που σπαράζει και ουρλιάζει σιωπηλά.

Χάλασε ο κόσμος μας, ή, για να είμαστε ειλικρινείς, τον χαλάσαμε, τον καταστρέψαμε, τον λερώσαμε, τον γκρεμίσαμε, τον μολύναμε, τον ασχημύναμε, τον βιάζουμε καθημερινά… Πόνος μεγάλος και βαθύς είναι για τα σωθικά μου να σκέφτομαι με πόση αγάπη, με πόση αμέτρητη κι απύθμενη αγάπη τα δημιούργησε όλα ο Κύριος, με πόση σοφία και πόση πρόνοια, στοργή και ομορφιά, και μας τα δώρισε απλόχερα, μας άφησε να βασιλεύουμε στη φύση, αλλά μας άρπαξε άλλος τη βασιλεία μέσ’ απ’ τα χέρια και μας έκανε σκλάβους του. Κι ενώ κατέβηκε ο Θεός μας στη γη για να μας λευτερώσει απ’ τη σκλαβιά και να μας ξανανεβάσει στον Ουρανό, εμείς έχουμε βγάλει ρίζες βαθιές στο χώμα, ρίξαμε άγκυρες βαθιά στη λάσπη και περιφρονούμε το χέρι Του που το απλώνει με αγάπη για να μας τραβήξει κοντά Του. Ο Κύριος περιμένει, αλλά εμείς αγρόν αγοράζουμε… για να σπείρουμε μεταλλαγμένα…

Προς τον πυθμένα ολοταχώς.

Το τελευταίο στάδιο των σπουδών μου στο σκοτεινό πανεπιστήμιο έλαβε χώρα στην Αθήνα και σε όσα ακολούθησαν στα επόμενα πεντέμισι χρόνια, μέχρι, δηλαδή, την επιστροφή μου από τον άδη. Η μετάβαση από τον εξαετή νησιωτικό κύκλο, με τελευταίες τις Κυκλάδες, στην πρωτεύουσα, έστω και σε μια ήσυχη γειτονιά της Ανατολικής Αττικής στους πρόποδες του Υμηττού, υπήρξε σκληρή για μένα. Δόξα τω Θεώ που υπήρχε τουλάχιστον ησυχία, γιατί αν ήμουν σε άλλη περιοχή όπως η Κυψέλη ή η Ομόνοια δεν ξέρω πώς θα τα έβγαζα πέρα με την ήδη καταρρακωμένη ψυχολογία μου. Εκείνα τα χρόνια η κατάθλιψη, που με είχε καταποντίσει σε σκοτεινά βάθη στο παρελθόν, έμοιαζε με θεριό που παραμόνευε κρυμμένο μέσα μου, στα σκοτεινά τα έλη της ψυχής μου, έτοιμο να ορμήξει, αν του δινόταν η ευκαιρία.

Στην αρχή πήρα λίγο χρόνο για να εγκλιματιστώ και μετά άρχισα να ψάχνω πάλι για δουλειά. Αυτό μπορώ να πω ότι είναι από τα πιο βασανιστικά και ψυχοφθόρα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου και που το έκανα λίγο ή πολύ επί είκοσι ολόκληρα χρόνια: η αναζήτηση εργασίας στις αγγελίες. Για κάποιον ο οποίος στην ουσία είναι ανειδίκευτος εργάτης, όπως εγώ, το να ψάχνει για δουλειά σε μια Ελλάδα κακοπληρωμένης και ανασφάλιστης, σε μεγάλο μέρος, εργασίας, είναι αληθινός εφιάλτης. Έπρεπε, λόγω του ανειδίκευτού μου αλλά και του τρόπου ζωής μου, να καταφεύγω κάθε λίγο στις εφημερίδες και να τρέχω για συνεντεύξεις, να πειραματίζομαι με εργασιακά περιβάλλοντα και αντικείμενα εργασίας που μού ήταν παντελώς ξένα αλλά ενίοτε και άσχετα μεταξύ τους και τα οποία σχεδόν πάντα καταπονούσαν αφάνταστα την ψυχή μου. Δεν ξέρω για ποιο λόγο έγιναν έτσι τα πράγματα στην πραγματικότητα, γιατί, δηλαδή, δεν κατάφερα ποτέ να βρω έναν τρόπο βιοπορισμού στον οποίο να αξιοποιώ όσα μου χάρισε ο Κύριος -όπως χαρίζει σε όλους μας- και να επιβιώνω χωρίς να νιώθω ότι μου βιάζουν την ψυχή, αλλά ούτε και κατάφερα ποτέ να βρω ένα σταθερό τόπο κατοικίας που να τον νιώσω σπίτι μου, ώστε να μην είμαι συνέχεια αναγκασμένη να μένω σε συνθήκες που επίσης ήταν ψυχοφθόρες, όπως εκείνες της φιλοξενίας και μάλιστα σε περιβάλλοντα τελείως διαφορετικών προσανατολισμών. Τώρα που το σκέφτομαι, θεωρώ ότι όλο αυτό ήταν μεν μια παιδαγωγία για τα μαύρα χάλια μου, αλλά ήταν συγχρόνως και ένα επώδυνο μα ανεκτίμητο δώρο του Κυρίου: το να βιώνω την εργασία και όλη τη ζωή μου σαν έδαφος στρωμένο με σπασμένα γυαλιά όπου αναγκαζόμουν να περπατώ ξυπόλυτη με βοήθησε να μη δεθώ με τίποτα εδώ κάτω.

Ένας άνθρωπος που έχει -ή, συχνά, νομίζει ότι έχει – την ιδανική οικογένεια, την ιδανική εργασία, την ιδανική κατοικία, την ιδανική περιουσία, τις ιδανικές συνθήκες…πόσο εύκολο είναι άραγε να μη δεθεί μαζί τους και να μην τις θεοποιήσει από ένα σημείο και μετά, ώστε να μη σκλαβωθεί η ψυχή του στον κόσμο και τον αιώνα τούτο; Εκτός, βέβαια, και αν έχει προχωρήσει από πνευματικής άποψης και μπορεί να ενεργεί χωρίς προσκόλληση σε πρόσωπα και καταστάσεις, κάνοντας απλά το καθήκον του και έχοντας πλήρη επίγνωση του ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ανήκει σε αυτόν αλλά όλα στον Θεό, τον Οποίο και ευχαριστεί για τις δωρεές Του αλλά και Τον δοξάζει μέσα από τις πράξεις του. Έχουμε, άραγε, συνειδητοποιήσει εμείς οι άνθρωποι ότι τείνουμε να θεοποιούμε τα πάντα, ακόμα και όταν είναι πηγή πόνου για μας, ότι θεοποιούμε τους ανθρώπους μας, τα υπάρχοντά μας, τις καριέρες μας, την επιστήμη μας, την τέχνη και την τεχνολογία μας, τη σάρκα και τις ηδονές μας, το εγώ μας…; Και έχουν επιστρατευθεί πάμπολλες δυνάμεις και ποικίλοι τρόποι για να υποθάλψουν αυτήν την ειδωλοποίηση ανθρώπων ή καταστάσεων. Να σου πω ένα παράδειγμα; Θυμήσου τους στίχους από ένα «κλασικό» τραγούδι διάσημης τραγουδίστριας:

«Για σένανε μπορώ τις φλέβες μου να σκίσω,
το αίμα μου ν’ αφήσω να τρέξει σαν νερό.
Για σένανε μπορώ πατρίδα να προδώσω,
Χριστέ, ντρέπομαι τόσο και όμως το μπορώ».

Τι έχει κάνει τούτη η ψυχή; Δεν έχει κάνει τον έρωτά της θεό; Όπως εγώ τότε που κατάπια τα χάπια επειδή με παράτησε ένα ταλαίπωρο πλάσμα που ουδέποτε νοιάστηκε έστω και ελάχιστα για μένα, αλλά ούτε καν για τον εαυτό του! Πόσα τραγούδια κυκλοφορούν με παρόμοια μηνύματα; Πόσες αυτοκτονίες ή απόπειρες αυτοκτονιών έχουμε λόγω «ερωτικής απογοήτευσης»; Μη μετράς μόνο τους άμεσους θανάτους, με χάπια, κομμένες φλέβες ή ό,τι άλλο, μέτρα και τους αμέτρητους αργούς θανάτους λόγω μαρασμού, αυτοεγκατάλειψης και ποικίλων εθισμών. Και μια ειρωνεία του πράγματος: «γοητεύω» σημαίνει, στην αρχαία του έννοια, «ασκώ μαγεία» (Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του ΑΠΘ, για του λόγου το αληθές), δηλαδή…ασκώ εξουσία με επιστράτευση σκοτεινών δυνάμεων. «Απο-γοητεύομαι» θα μπορούσε να σημαίνει, σε μια μη εξαρτησιογόνα και μη εξαρτησιολάγνα κοινωνία και εποχή, ότι ελευθερώνομαι από την εξουσία αυτή που μου ασκείται με επιστράτευση σκοτεινών δυνάμεων. Είτε το αντιλαμβανόμαστε και το παραδεχόμαστε είτε όχι, η προσκόλλησή μας και ο εθισμός μας σε κάτι, όπως και η θεοποίηση προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων, δεν είναι σημεία φωτός, αλλά σκότους. Θα μπορούσε, δηλαδή, η απο-γοήτευση να είναι μια κατάσταση απελευθέρωσης και ήρεμης αποδοχής, αλλά για εμάς που αγαπούμε τις εξαρτήσεις και τις προσκολλήσεις μας καταλήγει να είναι ακόμα και αιτία αυτοκτονίας, ακριβώς επειδή είχαμε προσκολληθεί με τελείως νοσηρό τρόπο σε αυτό που απωλέσαμε. Κάθε ψυχολογικός -όπως και σωματικός- εθισμός είναι αυτοστέρηση της ελευθερίας, και άρα είναι και σημάδι δαιμονικής επήρειας, αφού ο Κύριός μας ουδέποτε καταπατά την ελευθερία του πλάσματός Του. Αν θες να φύγεις από τον Χριστό είναι πανεύκολο. Αν, όμως, θελήσεις να φύγεις από τον διάβολο, εκεί αλλάζουν όλα, γιατί εκείνος σε θέλει δεμένο, γαντζωμένο στα γαμψά τα νύχια του.

Όλη αυτή η ιστορία με τον κορωνοϊό τι είναι, αν όχι θεοποίηση της υγείας και μάλιστα με παράδοξο τρόπο, αφού βλέπουμε να προσκυνείται μια δήθεν επιστήμη που ουσιαστικά σκοτώνει; Αυτό το «Υγεία πάνω απ’ όλα!» που ακούμε τόσα χρόνια να εύχονται οι άνθρωποι μεταξύ τους τι είναι; Και, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να παραδεχθούμε ότι εννοούνε τη σωματική υγεία όσοι το λένε αυτό, αφού τις ψυχικές και πνευματικές ασθένειες, αν δεν φθάσουν σε ακραίες εκδηλώσεις, συνήθως δεν αντιλαμβανόμαστε καν ότι τις έχουμε, αλλά ούτε και ήταν ποτέ η πνευματική υγεία προτεραιότητά μας, για να είμαστε ειλικρινείς.

Σκεφτόμουν αυτές τις μέρες πώς χτιζόταν τόσα χρόνια η υγειομανία που έχει στρώσει τώρα το χαλί για την παγκόσμια υγειονομική δικτατορία που βιώνουμε. Θυμάσαι πώς ζούσαμε τόσα χρόνια; Μας έλεγαν ότι κάθε τόσο καιρό πρέπει να κάνουμε «τσεκ απ» για να δούμε αν είναι όλα καλά στην υγεία μας, κάθε τόσο άλλα τεστ για να δούμε αν έχουμε ειδικά εκείνη ή την άλλη ασθένεια κ.ο.κ.. Δεν αναφέρομαι, εννοείται, σε ανθρώπους που έχουν σοβαρά θέματα υγείας και πρέπει να κάνουν εξετάσεις συχνά, αλλά σε υγιείς ανθρώπους που εκπαιδεύονται να μπαίνουν κάθε λίγο στη διαδικασία να ελέγχουν μήπως τυχόν αρρώστησαν. Και δε νομίζω ότι ο πραγματικός λόγος ήταν ή είναι η πρόληψη, γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι το αν αρρωσταίνουν και πεθαίνουν οι άνθρωποι δεν έχει να κάνει με τα συχνά ή μη τσεκ απ, αλλά με πολύ βαθύτερα θέματα, αλλιώς δεν θα είχαμε τόσους θανάτους από καρκίνους, καρδιοπάθειες κλπ σε χώρες με υψηλό επίπεδο ιατρικής πρόληψης και περίθαλψης, ούτε θα ανήκε στις μπλε ζώνες του πλανήτη -τις περιοχές, δηλαδή, με τους μακροβιότερους κατοίκους – ένα μέρος σαν την απομακρυσμένη, ταπεινή Ικαρία την πανέμορφη. Αλλά και αυτό πάλι είναι μισό επιχείρημα, γιατί και οι Ασκητές μας που έφταναν τα βαθιά γεράματα μέσα στις ερήμους δεν είχαν ούτε γιατρούς τριγύρω να τους ελέγχουν τακτικά, αλλά ούτε και τα καλά ενός νησιού, ζούσαν με ελάχιστα και ακόμα λιγότερα. «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων».

Αν οι πολιτείες ανά τον κόσμο ενδιαφέρονταν πραγματικά για την υγεία των πολιτών τους, δε θα επιτρεπόταν ο Codex Alimentarius που ρήμαξε τη διατροφή των ανθρώπων παγκοσμίως ούτε οι τόσοι βιομηχανικοί και λοιποί ρύποι ούτε οι καπνοβιομηχανίες ούτε η δράση της Monsanto και των ομοίων της μεγαλοεταιρειών ούτε δολοφονικά φάρμακα και εμβόλια ούτε όλα όσα γνωρίζουμε ότι καταστρέφουν την υγεία των ανθρώπων και εν τούτοις παραμένουν νόμιμα και σε ευρεία χρήση και εφαρμογή. Θαρρώ, λοιπόν, πως ο πραγματικός σκοπός αυτής της προπαρασκευαστικής εμμονής με τις προληπτικές ιατρικές εξετάσεις ήταν ακριβώς το να καταστεί ως επίκεντρο της ζωής του ανθρώπου το σώμα του και συγκεκριμένα η υγεία του. Και εφόσον έχει επιτευχθεί αυτό, ο άνθρωπος καθίσταται πλέον ακόμα περισσότερο χειραγωγήσιμος σε πολλά επίπεδα και για πολλούς σκοπούς.

Ήμουν, λοιπόν, ξανά σε θέση άνεργης σε μια πόλη άσπλαχνη. Δεν ξέρω αν έχω νιώσει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου αόρατη. Όχι απλώς ξένη, αόρατη! Σαν να μην υπήρχα, σαν να μη γυρνούσε κανείς να κοιτάξει το πλάσμα – οποιοδήποτε πλάσμα – δίπλα του. Και οι αγγελίες…τα ίδια και τα ίδια με άλλα ονόματα… Είναι θλιβερό το πόσο λίγες επιλογές έχει ένας άνθρωπος στη χώρα αυτή. Αν είχα σώμα γερό, θα προτιμούσα χίλιες φορές να είχα παραμείνει αγρότισσα. Σκληρή δουλειά, αλλά θα ήμουν έξω στη φύση, έστω και στο παγερό κρύο του Δεκέμβρη και του Γενάρη. Ακόμα καλύτερα, θα προτιμούσα ένα καλυβάκι στη φύση και να καλλιεργώ τα ελάχιστα, τα τελείως απαραίτητα, για να μην πω ότι το τέλειο για μένα ίσως θα ήταν τελικά η επιστροφή στο τροφοσυλλεκτικό στάδιο, ώστε να αφιερώνω στην τροφή μου το λιγότερο δυνατό χρόνο. Η ιδέα της ελαχιστοποίησης των αναγκών πάντα με έλκυε και με ανάπαυε ψυχικά, από μικρό παιδί, άσχετα αν ενδιάμεσα έφυγα από αυτή τη γραμμή για κάποια χρόνια. Έχω σχετικά λίγα πράγματα στην κατοχή μου, όσα χωράνε σε λίγα κιβώτια και δυο τρεις βαλίτσες, αλλά εμένα μου φαίνονται υπερβολικά πολλά.

Τελικά, μετά από άλλη μια άκαρπη αναζήτηση, έφυγα και από την πρωτεύουσα και κατέφυγα στην επαρχία. Αλλά ούτε και εκεί άντεξα για πολύ καιρό. Μετά από δύο χρόνια άρχισαν να φυσούνε ανέμοι μέσα μου και κατηφόρισα προς τον νότο. Βρέθηκα σε ένα νησιώτικο χωριό είκοσι κατοίκων. Εκεί γνώρισα τον τελευταίο σύντροφο από τους τέσσερις που σου έλεγα. Ήταν φυσιολάτρης και μυημένος σε ένα ινδικό «μονοπάτι» που είχε παρακλάδι στην Αθήνα.

Δεν είχα καταφέρει να αποδεσμεύσω τον βιοπορισμό μου από τον τουρισμό, ο οποίος τουρισμός, όπως προανέφερα, πάσχει σε πολλά σημεία. Πολλές φορές, μάλιστα, συμβαίνουν και απάνθρωπα πράγματα, όπως τότε που άκουσα από επιχειρηματία στις Κυκλάδες ότι μεγάλη πολυεθνική είχε αγοράσει στο εν λόγω νησί πολλά μικρά ιδιωτικά κτίσματα με σκοπό να μετατραπούν σε ενοικιαζόμενους χώρους κλπ. Για να γίνει, όμως, αυτό έπρεπε πρώτα να κάνουν έξωση σε εκείνους που ζούσαν μέσα, με αποτέλεσμα να ακούσουμε στη γειτονιά ότι πέταξαν στο δρόμο έγκυο γυναίκα για να μετατρέψουν το σπιτάκι όπου έμενε σε πολυτελές ενοικιαζόμενο! Άλλος επιχειρηματίας μού είχε πει ότι στο ίδιο αυτό νησί υπήρχαν πολλές θέσεις εργασίας, αλλά δεν υπήρχαν αρκετοί χώροι διαμονής για τους εργαζόμενους. Πόσο παράλογο είναι αυτό! Η ατελείωτη βουλιμία των πολυεθνικών, η μανία τους να καταβροχθίσουν ό,τι μπορούν συνεργώντας με τους ντόπιους οδηγεί από μόνη της σε αδιέξοδο, ενώ παράλληλα βιάζεται και ο ίδιος ο τόπος με την υπερδόμηση.

Βρήκα εργασία σε ένα εστιατόριο. Για να πάω από το χωριουδάκι όπου έμενα στη δουλειά, έπρεπε να διανύσω περπατώντας δύο χιλιόμετρα μέσα σε αμπελώνες και ελαιώνες. Αν και ήταν πρωί, φοβόμουν εκεί στην ερημιά και ήμουν επί μισή ώρα σε διαρκή και αγωνιώδη επιφυλακή μέχρι να φτάσω. Δεν ήξερες ποιον μπορεί να συναντούσες εκεί πέρα και τι διαθέσεις θα είχε. Σε μια ξερή ρεματιά γεμάτη κυπαρίσσια ήταν ένα προσκυνητάρι, από αυτά που βλέπουμε στις άκρες των δρόμων. Κάποια μέρα κάτι με έσπρωξε να πάω και να ζητήσω την προστασία του Αγίου όπου ήταν αφιερωμένο. Άνοιξα σκυφτή το πορτάκι και τον είδα: ένας γέροντας με μακριά μακρύτατη, κατάλευκη γενειάδα σε μια Ναζαρηνή Αγιογραφία με κοιτούσε γαλήνιος: ο Άγιος Χαράλαμπος! Σαν παιδάκι τού το ζήτησα το χατίρι, κάνοντας, η άπιστη, το σταυρό μου: «Άγιε Χαράλαμπε, φοβάμαι! Θα με προστατέψεις;» Από τη χαρά και την ειρήνη που ήλθε μέσα μου κατάλαβα ότι μάλλον ο Άγιος είχε δεχθεί να με πάρει, την ελεεινή και τρισάθλια, υπό την προστασία του και από τότε πήγαινα στη δουλειά ήσυχη. Χρόνια μετά συνειδητοποίησα ότι ίσως και να μην ήταν τυχαία η «συνάντησή» μου με τον Άγιο. Στο πατρικό μου έχουμε μια παμπάλαια φορητή αγιογραφία του 17ου αιώνα από τη Μικρασία, που εικονίζει τον Άγιο Χαράλαμπο δίπλα στο Μέγα Ευθύμιο, κληρονομιά πολύτιμη από την προγιαγιά μας την Καππαδόκισσα.

Στο μεταξύ, ο τέταρτος σύντροφος είχε ήδη επισκεφθεί το χωριό κάποιες φορές και ήδη είχε χτιστεί άλλο ένα καινό κενό ειδύλλιο. Πήγα μαζί του στην Αθήνα, δεχόμενη την πρόσκλησή του να συγκατοικήσουμε, αν και ο ίδιος είχε ομολογήσει ότι ήταν πολυγαμικός. Άρα, γιατί πήγα; Εκείνα τα χρόνια είχα την αυταπάτη ότι μπορώ να σώσω κάποιον από τον κατήφορό του. Τι ειρωνεία! Ανίκανη τελείως να αντιληφθώ το δικό μου κατήφορο, πάσχιζα η αφελής να σώσω τους άλλους. Αυτό έμαθα αργότερα ότι οφείλεται στη μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του· τότε δεν το είχα ακόμα συνειδητοποιήσει. Νόμιζα πως, αν αγαπούσα κάποιον, θα τον βοηθούσα να αφήσει πίσω του τα σκοτάδια και να έλθει στο φως. Και τα σκεφτόμουν αυτά έχοντας η ίδια μαύρα μεσάνυχτα μέσα μου και χωρίς ιδέα του τι θα πει αληθινή αγάπη. Θα έλεγα ότι, εκτός από κενοδοξία, ήταν και ανοησία το ότι σκεφτόμουν έτσι, και μάλιστα έχοντας τα χάλια που είχα τότε. Άνοιξε, λοιπόν, άλλος ένας κύκλος οδύνης. Ο σύντροφος ήταν πότε μαζί μου πότε αλλού. Όταν ήταν αλλού με έπαιρνε τηλέφωνο να δει πώς είμαι και όταν ήταν μαζί μου έπαιρνε τηλέφωνο αλλού. Πολιτισμένα πράγματα, ευρωπαϊκά. Πώς γίνεται η ζωή μας φυτώριο ψευδαισθήσεων μέσα στο ψέμα των ρηχών, κενών και κάλπικων σχέσεων και της δήθεν αγάπης!

Εκείνο τον καιρό έτυχε να συναναστραφώ και με κάποιους ανθρώπους που έλκονταν από το ίδιο φύλο. Μου έλεγαν ότι η ομοφυλοφιλία έχει εισχωρήσει παντού, σε οικογένειες, σε αθλήματα κατά τα άλλα αρρενωπά, σε χαμηλές και υψηλές θέσεις στην κοινωνία… Το έλεγαν με καμάρι, σαν να είχαν κατακτήσει ένα τρόπαιο. Μη με παρεξηγείς, δεν κρίνω τα πρόσωπα, αλλά το πάθος αυτό που ληστεύει ψυχή και σώμα. Άλλωστε αγαπημένα μου πρόσωπα πάσχουν από αυτό, όπως εγώ πάσχω από τα δικά μου πάθη που είναι και πολύ βαρύτερα. Ίσως κάποιοι με πούνε ομοφοβική, αν και δεν έχω φόβο μέσα μου για αυτήν την κατάσταση, καθένας μας παλεύει με τους δαίμονές του ή παραδίνεται σε αυτούς· απλώς μου είναι πλέον επώδυνο όλο αυτό, όπως και κάθε παραβίαση της φυσικής τάξης που τείνει να γίνει νόρμα και καθεστώς. Ο Θεός μας είναι σαφέστατος ως προς αυτό το αμάρτημα: το απεχθάνεται. «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς». Θυμίζω το τέλος των Σοδόμων (από όπου και ο σοδομισμός)…πυρ και θείο έπεσε και τα έκαψε, και τώρα στη θέση τους απλώνεται η Νεκρά Θάλασσα, σαν να ήθελε ο Κύριος να μην μπορεί τίποτα άλλο πια να επιβιώσει εκεί, σαν να ήταν καταραμένος ο τόπος. Και πώς να μην γίνουν αυτά, όταν όλοι οι Σοδομίτες, νέοι και γέροι, έφτασαν κάποτε να χτυπούνε βίαια την πόρτα του δίκαιου Λωτ, απαιτώντας από αυτόν να τους παραδώσει τους δύο Άγιους Επισκέπτες του για να ικανοποιήσουν τις διεστραμμένες ορέξεις τους; Έφτασε η Αγία Γραφή να περιγράφει μια τέτοια σκηνή για να δείξει την κατάπτωση των ανθρώπων της πόλης!

Θυμάμαι ένα κήρυγμα που άκουσα μερικά χρόνια αργότερα, που έλεγε ότι, αν οι γονείς κατά τη συνεύρεσή τους προβούν σε παρά φύσιν πράξεις και συλλάβουν παιδί, μπορούν να μπουν δαιμόνια στο παιδί. Άραγε ένα από αυτά τα δαιμόνια δεν μπορεί να είναι και της ομοφυλοφιλίας; Ποιος θα ακούσει σήμερα κάτι τέτοιο; Αν σε λένε ομοφοβικό επειδή διαμαρτύρεσαι για την προώθηση της ομοφυλοφιλίας στην κοινωνία, φαντάσου να τολμήσεις να πεις ότι είναι θέμα δαιμονίου! Είναι η «παραλλαγή» του διαβόλου αυτή, κατά τη στρατιωτική ορολογία. Ο καλύτερος τρόπος να κάνει τη δουλειά του ο διάβολος ανενόχλητος είναι να πείσει τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει ή ότι είναι κάτι αόριστα σκοτεινό που δεν μπλέκεται μέσα στις ζωές τους, παρά ζει και βασιλεύει σε ένα μακρινό, ζοφερό βασίλειο, σαν εκείνα τα στοιχειωμένα παλάτια του Ντίσνεϊ. Ω, οι πλάνες, που τις ασπαζόμουν κι εγώ κάποτε! Είναι πολύ πιο εύκολο να μιλούμε για ορμόνες, για καταπίεση από το βιολογικό μας φύλο και όλη αυτήν την νέα ορολογία της διαστροφής. Πόσο βολικά όλα αυτά! Έρχεται η «πολιτική ορθότητα» και τα ισοπεδώνει όλα. Αλλά πόσα παιδάκια υποφέρουν από διάφορα δαιμόνια στις μέρες μας!

Ο κύριος λόγος που επιμένω σε αυτό το θέμα είναι ότι όλη αυτή η εν λόγω νοσηρότητα προωθείται ως πρότυπο και για τα παιδιά μας. Πλέον η δήλωση του «βιολογικού» φύλου βαδίζει προς το να καταντήσει ταμπού και συχνά πληρώνουν τα σπασμένα αθώες ψυχές, ενώ παράλληλα η διαστροφή τείνει να γίνει ολόκληρη βιομηχανία. Πώς νιώθουμε άραγε εμείς οι πολιτισμένοι, για το ότι σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, Ασίας και Αμερικής γίνεται έκθεση βρεφών προς αγορά και ενοικίαση από ομοφυλόφιλα ζευγάρια ανδρών, με τις τιμές να κυμαίνονται από ενενήντα πέντε έως εκατόν εξήντα χιλιάδες δολάρια6; Πώς θα μεγαλώσει ένα πλάσμα σε τέτοιες συνθήκες; Τι πρότυπα θα πάρει; Και τι τραύματα θα φέρει για μια ζωή, έχοντας ανατραφεί όχι από τον πατέρα και τη μητέρα του, αλλά από τον «γονέα νούμερο ένα» και τον «γονέα νούμερο δύο», και μάλιστα όταν η βιολογική του μητέρα ενδεχομένως το έχει συλλάβει, κυοφορήσει και γεννήσει κατά παραγγελία προκειμένου να το μοσχοπουλήσει σε δύο άνδρες, οι οποίοι μπορούν και να το επιστρέψουν αν δεν τους ταιριάζει, με εγγύηση επιστροφής χρημάτων;;;

Ο Ηρώδης αλλάζει μορφές πιο συχνά και από τους χαμαιλέοντες στις μέρες μας. Και εκείνο το σαθρό επιχείρημα που ακούμε από «ανθρωπιστές» και άλλους συναφούς οικτρής ιδεολογίας, οι οποίοι αντιλέγουν «Και τι καταλάβαμε με τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια; Καλύτερα είναι εκείνα;», στο δικό μου το φτωχό μυαλό ισοδυναμεί με το να πει κάποιος «Αφού ο δάκος είναι κακιά αρρώστια, ας καταργήσουμε τις ελιές»! Κατακρημνίστηκε πρώτα μεθοδευμένα ο ιερός θεσμός της οικογένειας, περιφρονήθηκε, μαράθηκε, διαστρεβλώθηκε, εκφυλίστηκε ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την αντικατάστασή της με ό,τι επιτάσσει αυτή η Νέα Εποχή, η ανήλιαγη και ανάνθιστη, ο παγερός χειμώνας της Ανθρωπότητας.

Αφήνουμε τα παιδιά μας γυμνά και έκθετα σε έναν κόσμο δαιμονισμένο, αντί να τα ντύσουμε με τον Χριστό και την Παναγία πατόκορφα, να μην μπορεί να τα πλησιάσει τίποτα κακό· κοιτούμε μονάχα τα της ύλης: να έχουν να φάνε, να πιούν, να ντυθούν, να μορφωθούν, να βιοποριστούν, να παντρευτούν και να τεκνοποιήσουν. Δεν ασχολούμαστε, οι περισσότεροι, με τις ψυχές των παιδιών, γιατί απλά δεν ασχολούμαστε καν με τις ίδιες τις ψυχές μας. Νομίζουμε πως αν σταυρώσουμε το παιδί πριν φύγει για το σχολείο, αν κάνουμε βιαστικά το σταυρό μας πριν το φαγητό και αν πηγαίνουμε πού και πού ή ακόμα και κάθε Κυριακή στην εκκλησία, αυτό αρκεί για να πούμε ότι μεγαλώσαμε το παιδί μας χριστιανικά. Μα είναι δυνατόν; Σε έναν κόσμο που τον κυβερνούνε οι διαόλοι θα αφήσουμε το παιδί τελείως απροστάτευτο;

Θλίβομαι όταν μιλάω με Χριστιανούς και μου λένε ότι «πολλή ξεραΐλα» είναι το να ζει το παιδί με το Ευαγγέλιο, χωρίς τις γιορτές του κόσμου, χωρίς καρναβάλια, χωρίς πάρτι, χωρίς παιχνίδια σύγχρονα, χωρίς όλα αυτά που παρέχουν την ψευδαίσθηση της απόλαυσης και ανοίγουν χαραμάδες -που σιγά σιγά ξεχειλώνουν και γίνονται πύλες κανονικές…- στους δαίμονες. Αναρωτιέμαι, όχι ως κριτής αλλά ως κάποιος που έζησε τη μισή του ζωή με τα χνώτα του διαβόλου πάνω του: τι άλλο πρέπει να γίνει για να καταλάβουμε ότι τα παιδιά μας κινδυνεύουν και ότι οφείλουμε να τα εξοπλίσουμε για να μάθουν να πολεμούν; Αν πάει κανείς στον πόλεμο, δεν χρειάζεται να ξέρει πώς να φυλαχτεί από τους εχθρούς; Πώς να κρατήσει το όπλο και πώς να πυροβολήσει; Πώς να καλέσει ενισχύσεις; Πώς να κρατηθεί ζωντανός στις κακουχίες; Πώς να κρατήσει το στόμα του κλειστό και να υπομείνει αν πιαστεί αιχμάλωτος; Δεν είναι σε εμπόλεμη κατάσταση η Ανθρωπότητα και ιδίως η Εκκλησία μας; Δε δεχόμαστε πόλεμο από παντού; Πόσους εχθρούς έχουμε στη γη: άθεους, αλλόθρησκους, αιρετικούς, σχισματικούς, σατανιστές, διεστραμμένους, εγκληματίες, μασόνους !

Κάποιο διάστημα πριν εμφανιστεί αυτός ο άνθρωπος στη ζωή μου, είχα ευχηθεί να βρω έναν σύντροφο που να μην πίνει, να μην καπνίζει, να κάνει διαλογισμό και να είναι χορτοφάγος. Με άλλα λόγια, παρήγγειλα το περιτύλιγμα χωρίς να ενδιαφερθώ για το περιεχόμενο, αφού οι συνήθειές μας και τα ενδιαφέροντά μας είναι κάτι εξωτερικό, δεν λένε και πολλά για τον εσωτερικό μας κόσμο, ούτε για τη σχέση μας με τον Θεό, με τους ανθρώπους ή με τον εαυτό μας. Ήλθε λοιπόν η παραγγελία μου όπως τη ζήτησα, αλλά ήμουν πολύ δυστυχισμένη μαζί της. Τι να τον κάνω το διαλογισμό, τη χορτοφαγία ή την αποχή από το κάπνισμα και το αλκοόλ, όταν ο άλλος φεύγει ανήσυχος από το σπίτι και επιστρέφει πρόθυμος να μου δώσει επώδυνη αναφορά για το πού ήταν και τι έκανε, σε τι καταγώγια σπαταλήθηκε; Ό,τι ζήτησα το πήρα. Αυτό ήθελα όμως; Αυτό χρειαζόμουν;

Μαζί του παραβρέθηκα – αν και αμύητη – και σε κάποιες μαζώξεις στο σπίτι του δασκάλου της χάθα γιόγκα και αρχηγού του ινδικού αυτού «μονοπατιού» στην Ελλάδα – ο οποίος, σημειωτέον, ήταν Έλληνας, προφανώς βαπτισμένος…-, όπου διάφοροι μυημένοι μαζευόντουσαν για ομαδικό διαλογισμό, μουσικές στιγμές με ινδουϊστικούς και άλλους ύμνους και γαστριμαργία. Η προβολή βίντεο με τους δασκάλους του «μονοπατιού» μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για το πόσο εκμεταλλεύονταν την υπαρξιακή αναζήτηση και τη συναισθηματική φόρτιση των πιστών με σκοπό τη θεοποίηση του γκουρού τους. Κάποτε άκουσα τον γκουρού να λέει σε ένα κήρυγμά του ότι πάνω από όλους και όλα πρέπει οι πιστοί να αγαπούν τον δάσκαλό τους, δηλαδή τον ίδιο. Και έχει απλωθεί αυτό το μονοπάτι πολύ μακριά από την Ινδία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μέχρι και άσραμ με δική τους φάρμα.

Περιττό να πω ότι προσπαθούσαν συστηματικά να με μυήσουν. Κάποιες φορές, όταν παρακολουθούσα ένα βίντεο του γκουρού μαζί τους, έβλεπα το δάσκαλο της γιόγκα να με κοιτάει με αμυδρό χαμόγελο ικανοποίησης, σαν να ήταν σίγουρος ότι με κέρδισαν. Ήταν έντονο το συγκινησιακό στοιχείο στα βίντεο αυτά, σε βαθμό κάποτε να συγκινείσαι κι εσύ ο αμύητος από έναν αποστεωμένο γκουρού που έκλαιγε «από αγάπη» προς τους πιστούς του. Είναι τραγικό το πόσες ψυχές τραβούσαν από την Ορθοδοξία. Βλέπεις, παραμύθιαζαν τον κόσμο. Έλεγαν ότι με το που μυούνταν κάποιος στο μονοπάτι, έσβηνε όλο το κακό του «κάρμα», γιατί το έπαιρνε τάχα πάνω του ο γκουρού. Και μάλιστα προχωρούσαν το αφήγημα λέγοντας ότι, όταν γινόντουσαν μαζικές μυήσεις μεγάλων πληθυσμών, ο δάσκαλος κάποτε αρρώσταινε από το μεγάλο φορτίο κακού κάρμα που έπαιρνε πάνω του. Και τα πιστεύανε οι άνθρωποι αυτά τα παραμύθια! Άκουσα γυναίκα να λέει σε μια από εκείνες τις συγκεντρώσεις, ότι έψαχνε από καιρό να βρει έναν τρόπο να σβηστεί εύκολα το κακό παρελθόν της και τώρα που τον βρήκε ήταν πολύ χαρούμενη. Πώς θολώνει κάποτε η διάνοιά μας και δεν έχουμε καθόλου, μα καθόλου φίλτρα κριτικής σκέψης σε όσα ακούμε και βλέπουμε! Πώς πολλές φορές η ίδια η φυγοπονία μας αναζητά τον εύκολο τρόπο να βαυκαλίσει την συνείδηση και οι επιτήδειοι που το γνωρίζουν αυτό το αξιοποιούν καταλλήλως!

Η ίδια η πίεση που μου ασκούσε από ένα σημείο και μετά ο σύντροφός μου για να μυηθώ στο μονοπάτι τους έδρασε ανασταλτικά. Πρόβαλλε το επιχείρημα ότι θα έπρεπε να μυηθώ και εγώ, για να έχουμε, όπως έλεγε, αυξημένη προστασία, αφού θεωρούσαν ότι κάθε μυημένος είχε την προστασία του γκουρού. Με φύλαξε, όμως, ο Κύριος και δε μυήθηκα σε κείνο το απατηλό ινδικό μονοπάτι. Συμβαίνει συχνότατα στην Ελλάδα των ημερών μας να γίνεται λόγος για «φωτισμένους» δασκάλους· το έβλεπα γύρω μου όλα εκείνα τα χρόνια που ήμουν και εγώ η ίδια μέσα σε πλανεμένα μονοπάτια. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι είναι πάμπολλοι, αμέτρητοι οι βαπτισμένοι Ελληνορθόδοξοι που αναζητούν την πνευματική τους εκπλήρωση σε ξένους δρόμους, σε βουδισμούς, ινδουϊσμούς, σαμανισμούς, γκουρουϊσμούς, σέκτες, αιρέσεις, μονοπάτια και ατραπούς και όλα αυτά που έχουν περάσει στην Πατρίδα μας – πάρα πολλά, μάλιστα, είναι επισημασμένα από τη διοίκηση της Εκκλησίας ως ασυμβίβαστα με τη χριστιανική Πίστη7-, ακριβώς επειδή εμείς ως λαός απομακρυνθήκαμε από τον Θεό μας, οι καρδιές μας ψυχράνθηκαν απέναντί Του. Τον περιφρονούμε πλέον, Τον θεωρούμε ξεπερασμένο ή Τον αγαπούμε όσο δεν έχει πολλές απαιτήσεις από εμάς, όσο το Ευαγγέλιό Του είναι απλώς ένα Κυριακάτικο κήρυγμα που λήγει και ξεχνιέται μόλις βγούμε από τον Ναό και επιστρέψουμε στην καθημερινότητά μας, όσο είναι ο «Χριστούλης» μας -συγχώρα μας, Κύριε!- και όχι ο Ιησούς Χριστός ο γλυκύτατος και ελεήμων μεν, αλλά και φοβερός Κριτής και Παντοκράτορας. Και, όπως ήδη προειδοποιεί η Αγία Γραφή, όταν εμείς απομακρυνόμαστε από Αυτόν, ψυχραίνονται προς τον Χριστό και οι Ποιμένες μας, ούτε αυτοί πλέον στην πλειοψηφία τους έχουν θέρμη για την Πίστη· άλλωστε ο Κλήρος προέρχεται από τους κόλπους του λαού.

Τους βλέπουμε στις μέρες μας τους Ποιμένες να καίγονται να παραβγούν στις βλασφημίες και τις κακοδοξίες, γι’ αυτό και δεν μας κατηχούνε όπως πρέπει, δεν κατεβάζουν από τον Ουρανό στις καρδιές και στις διάνοιές μας τον ήχο του λόγου του Θεού, περιορίζονται στα ρηχά και ηθικολογικά κηρύγματα, όταν δεν κηρύσσουν απροκάλυπτα κάποια αίρεση. Έτσι, με αυτόν το φαύλο κύκλο, σταδιακά χάνουμε εμείς οι πιστοί την επαφή μας με την ιερή Παράδοση και μένουμε ναυαγοί στα τοξικά ύδατα των αιρέσεων και λοιπών κακοδοξιών και δοξασιών που έχουν κατακλύσει τον τόπο σαν πλημμυρίδα· έτσι στρώνεται το χαλί για να βαδίσει ο έσχατος τύραννος, ο Αντίχριστος, και έτσι προετοιμάζεται η προσκύνησή του από βαπτισμένους Χριστιανούς που αποστάτησαν και αποστατούν, συχνά χωρίς καν να το καταλαβαίνουν.

Πόσο ευρηματικός είναι ο ανθρώπινος νους -με τη βοήθεια του διαβόλου, βέβαια,- όταν πρόκειται για καταστροφή και αυτοκαταστροφή! Και πόσο άσχημα αντιδρούμε οι περισσότεροι άνθρωποι μπροστά στην αλλαγή! Δεν τη θέλουμε, γιατί έχει κόπο και πόνο, ιδίως αν είναι η αλλαγή που θα μας φέρει κοντά στον Θεό, κοντά στη σωτηρία της ψυχής μας, στην αληθινή ειρήνη και χαρά. Συμβάλλει σ’ αυτό και το ότι είμαστε υποκείμενοι στον νόμο της βαρύτητας, ο οποίος δεν εφαρμόζεται μόνο στην ύλη, αλλά και στις ψυχές μας. Είναι πανεύκολο να πέσουμε, αλλά δύσκολο να σηκωθούμε και απείρως δυσκολότερο να πετάξουμε. Αυτή όμως η αντίσταση στην αλλαγή συμβαίνει σε όσους δεν έχουν βιώσει τον Χριστό. Γιατί, αν Τον έχεις βιώσει, αν έχεις γνωρίσει την αγάπη Του, αν η ψυχή σου, έστω αυτή η λασπωμένη και λαβωμένη, έχει νιώσει και έχει λιώσει στο άγγιγμά Του, τότε είναι αδύνατο να μη θέλεις να παλέψεις, να μη θες να αγωνιστείς για να πας κοντά Του με οποιοδήποτε τίμημα, γιατί είναι σαν να προσπαθεί η μικρούλα η καρφίτσα να αποφύγει τον πανίσχυρο μαγνήτη που είναι μπρος της, σαν να προσπαθεί μια χούφτα χιόνι να μη λιώσει όταν πέσει σε αναμμένο καμίνι, το δέντρο να μην ψηλώσει προς τον ουρανό, το νεαρό ηλιοτρόπιο να μη στραφεί προς τον ήλιο. Και εμείς οι βαπτισμένοι Ορθόδοξοι, οι μόνοι που κοινωνούμε αληθώς το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, Τον φέρουμε μέσα μας αλλά και είμαστε μέλη του μυστικού Σώματός Του, της Νύμφης Του, της Εκκλησίας. Μέγιστη η τιμή που μας κάνει ο Κύριος!

Παρέμενα, λοιπόν, εκεί, σε εκείνη τη σκοτεινή κατάσταση δίπλα σε έναν σκοτεινιασμένο άνθρωπο, επειδή είχα βουλιάξει ολόκληρη στα ταραγμένα νερά του ψυχικού θανάτου, που με τραβούσαν όλο και πιο βαθιά. Αυτό φαινόταν και προς τα έξω, στις συγκρούσεις, στην ψυχρότητα, στη νέκρωση που είχε επεκταθεί σε όλες τις πτυχές της κοινής ζωής μας. Ήταν ο καιρός που έφτασα πια στον πάτο, αλλά, καθώς αγαπούσα από παιδί τα μακροβούτια, θυμόμουν πως, μόλις πατούσα στον πυθμένα, τότε ήταν που έδινα μια γερή ώθηση με το πόδι μου και ξανανέβαινα στην επιφάνεια. Μόνο που αυτή τη φορά δεν θα ανέβαινα στην επιφάνεια από μόνη μου, γιατί η ψυχή μου είχε παραλύσει και δεν μπορούσα πια να κολυμπήσω. Μα, ούτως ή άλλως, χωρίς τη Χάρη και το χέρι του Θεού μου, πάλι τίποτα δεν θα μπορούσα να κάνω.

Γ ‘ «καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ εἶπε τῇ θαλάσσῃ· σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη». Κατά Μάρκον δ’ 39.

Όταν η ψυχή αρνείται να χαθεί.

Υπάρχει μια ταινία, μία φρικτή αλλά σημαντικότατη ταινία-ντοκουμέντο, που λέγεται «Η Σιωπηλή Κραυγή». Η ταινία «περιλαμβάνει την υπερηχογραφική καταγραφή μιας έκτρωσης δευτέρου τριμήνου (12 εβδομάδων) και συγκλονίζει με την αποτύπωση της απελπισμένης προσπάθειας του εμβρύου να αποφύγει τα θανατηφόρα εργαλεία του γυναικολόγου». Παραγωγός της ταινίας αυτής ήταν ένας μαιευτήρας-γυναικολόγος που κάποτε είχε τον τίτλο «Ο Βασιλιάς της έκτρωσης»· όταν, όμως, αντιλήφθηκε ποια ακριβώς θηριωδία συντελείται στις εκτρώσεις, μεταμορφώθηκε σε θερμό υποστηρικτή της αγέννητης ζωής, παρόλο που αυτό σήμαινε πως έπρεπε να αναιρέσει όσα έσπειρε επί δεκαετίες. Δεν άντεξα να δω πολύ, δεν άντεχαν τα σωθικά μου, αρρώστησε ολόκληρη η ύπαρξή μου απ’ το φρικτό εκείνο θέαμα. Να βλέπεις το έμβρυο να παλεύει να σωθεί χωρίς ελπίδα, χωρίς διαφυγή, μόνο με τρόμο, τρόμο, Χριστέ μου, και οδύνη!!!

Κάπως έτσι θαρρώ πως μοιάζουν και οι ψυχές όσων βουλιάζουν στην απώλεια, μα δε θέλουν κατά βάθος να πνιγούν: είναι οι ψυχές της αγέννητης χάρης, οι ψυχές που κάτω απ’ τις λαβωματιές κι από τους ρύπους τους κυοφορούνε τον από τον Θεό δοσμένο αγέννητο καρπό τους. Ψυχές παράλυτες, καταρρακωμένες, ψυχές που θρηνούν κρυφά και μυστικά για την πτώση τους, ψυχές που βιώνουν τον τρόμο καθώς βυθίζονται· ψυχές που «τα δοκίμασαν όλα», χορτάσανε τοξίνωση, πείνα και δίψα, διαστροφή, καταστροφή και αποστροφή. Ψυχές που οι δαίμονες τις έχουνε γραπώσει με νύχια και με δόντια και ετοιμάζονται να τις καταβροχθίσουν, ψυχές που τρέμουνε στη φρίκη του επερχόμενου πνευματικού θανάτου τους, του οριστικού χωρισμού τους από τον Θεό, ψυχές που κρέμονται από αυτήν τη μιαν αχτίδα Φως που καρτερούνε.

Τι ανεκτίμητη ευλογία να μην μπορείς να αποφύγεις τον εαυτό σου! Φαντάσου να μπορούσαμε να απαλλαγούμε απ’ τον εαυτό μας, όπως από ένα ρούχο που δε μας κάνει πια και το πετάμε. Τότε θα ξεχνούσαμε εύκολα τα λάθη και τα πάθη και τη λήθη και τα βάθη μας, τότε θα στρίβαμε στην επόμενη γωνία και θα κάναμε πως δε μας ξέρουμε, θα ξαναρχίζαμε ξανά από την αρχή τα ίδια και χειρότερα. Αλλ’ όχι, εγώ η ίδια έμενα, η ίδια που γεννήθηκα και έπεσα και χτύπησα, σηκώθηκα, ξανάπεσα, κυλίστηκα, ζαλίστηκα και χάθηκα. Πού ήμουν; Δεν ήξερα, πέρα από την οδό της γκαρσονιέρας ενός γνώριμου ξένου που τον ονόμαζα σύντροφο. Πού πήγαινα; Κάπου χαμηλότερα, αυτό μου έλεγε ο ίλιγγος της ελεύθερης πτώσης μου. Καμιά πτώση δεν είναι ελεύθερη, αν το σκεφτείς, αφού υποτάσσεται αναπόφευκτα στον νόμο της βαρύτητας, αλλά επειδή σε πνευματικό επίπεδο εμείς επιλέγουμε το αν θα αφεθούμε σε αυτήν τη δύναμη ή όχι, λέμε ότι είμαστε ελεύθεροι, ασχέτως αν έχουμε κρυφά ή φανερά υποδουλωθεί σε ένα σωρό αλυσίδες. Υπήρχε, όμως, χαμηλότερα από εκεί που ήμουν; Θαρρώ πως πάντα υπάρχει χαμηλότερα όσο ζούμε. Έσκυβα στα μύχια της ύπαρξής μου και έψαχνα να με βρω. Δεν ήμουν πουθενά. Δεν είχα πεθάνει, ανέπνεα ακόμα, έτρωγα, έπινα, μιλούσα, μάλωνα, ταξίδευα… μα ήμουν νεκρή. Κι όπως εκείνα τα έμβρυα ουρλιάζουν μα κανείς μας δεν τα ακούει, έτσι και η ψυχή μου που πνιγόταν ούρλιαζε, αλλά κανείς δεν την άκουγε. Κανείς… εκτός από τον Έναν, που ακούει τα πάντα, πάντα και παντού. Και σαν Καραβοκύρης στην πλώρη του Καραβιού Του, με είδε ναυαγό να πνίγομαι και μου έριξε το Σωσίβιο για να με σώσει. Και ύστερα ο Ίδιος με ανέσυρε επάνω στο Καράβι.

Ένα άδειο καλοκαίρι τελείωνε και μαζί του άλλη μια «αγάπη» κίβδηλη, πλανεμένη, απατηλή. Πόσο κακοποιημένη η έννοια της αγάπης στην εποχή μας, αλήθεια! Συγκλονίστηκα όταν διάβασα τον Ύμνο της Αγάπης του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έπρεπε να διδάσκεται ως ειδικό μάθημα στα σχολεία μας, αλλά από μασονική παιδεία τι να περιμένει κανείς… Σε αυτόν τον Ύμνο αντιλαμβάνεται κανείς επώδυνα πόσο ρηχά, κούφια και ψεύτικα αγαπούμε οι περισσότεροι άνθρωποι. «῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει».Όλα εκείνα τα «οὐ», όλα εκείνα τα «η αγάπη δεν…» θαρρώ στην ουσία περιγράφουν από την ανάποδη το πώς αγαπούμε εμείς οι άνθρωποι που ζούμε σαν ανθρωπάκια. «ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ ῾Υψίστου πάντες· ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε».

Καθόμουν, λοιπόν, μια μέρα στη βεράντα της γκαρσονιέρας και πάσχιζα να κάνω βουδιστικό διαλογισμό. Εισπνοή…εκπνοή… Δίπλα μου ήταν μία ψεύτικη λιμνούλα με ανακυκλούμενο νερό και αληθινά φυλακισμένα ψάρια κολυμπούσαν μέσα της. Τριγύρω δέντρα σε ένα ρετιρέ της πρωτεύουσας παλεύαν να χωρέσουνε σε γλάστρες. Όμορφα ήταν όλα, αλλά συγχρόνως και μια ψευδαίσθηση. Κι εκεί, καθώς καθόμουν στη συγκεκριμένη στάση με το συγκεκριμένο ρυθμό αναπνοής, με τα μάτια του προσώπου και της ψυχής μου κλειστά, ήλθε ο Σταυρός. Μέσα μου ήλθε· μόνο εγώ Τον είδα, κανείς άλλος εκεί γύρω. Η καρδιά μου ένιωθε πως η κάθετη κεραία Του ένωνε τον Ουρανό με τη γη, η οριζόντια άνοιγε μια απέραντη αγκαλιά Αγάπης σε όλα όσα υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Για λίγες στιγμές Τον είδα, και μετά χάθηκε.

Μέχρι τότε ο Σταυρός με ενοχλούσε ως θέαμα. Με ενοχλούσε το μαρτύριο του Χριστού. Με ενοχλούσε ο Χριστιανισμός ο ίδιος. Με ενοχλούσε ό,τι είχε σχέση με τον Θεό. Επί είκοσι χρόνια ο Θεός ήταν για μένα μια «αόριστη και απρόσωπη υπέρτατη δύναμη». Τόλμησα να το πω αυτό κάποτε στο Γέροντα Μωυσή κάτω στο Σινά. Και τότε ο ισχνός ασκητής που είχα απέναντί μου, που λίγο πριν είχε κλάψει με το κλάμα μου, αγρίεψε. «Και ποια είσαι εσύ που θα μας πεις πώς είναι ο Θεός;!» Μακάρι να είχαν αγριέψει περισσότεροι άνθρωποι με τα βλάσφημα που ξεστόμιζα κείνα τα χρόνια! Πράγματι, ποια ήμουν εγώ που θα έλεγα πώς είναι ο Θεός; Ένα τυφλό μυρμήγκι που σήκωσε ανάστημα στις μύτες των ποδιών του να πει στον ήλιο «Δεν υπάρχεις!!!». Παλεύουμε, οι ταλαίπωροι, παλεύουμε να χωρέσουμε τον Θεό στον ανθρώπινο εγκέφαλό μας, όταν ούτε καν αυτόν τον εγκέφαλό μας έχει καταφέρει να κατανοήσει και να εξηγήσει πλήρως η εγκεφαλική ανθρώπινη επιστήμη μας. Μα, αν χωρούσε ο Θεός στο νου μας, Άνθρωπε, τι Θεός θα ήταν; Δόξα τω Θεώ που δεν Τον συλλαμβάνουμε, δόξα τω Θεώ που δεν μπορούμε να Τον δούμε, να Τον γνωρίσουμε και να Τον ορίσουμε, γιατί αλλιώς, με τέτοια αχόρταγη έπαρση που έχουμε εμείς, το Γένος των Ανθρώπων, θα καταντούσε ο Θεός άλλο ένα Έβερεστ, που το σκαρφαλώσαμε, το κατακτήσαμε, καρφώσαμε τη σημαία μας και προχωρούμε παραπέρα. Δες τι κάναμε στον Θεάνθρωπο Ιησού, τον Υιό του Θεού που φόρεσε σάρκα για να μας σώσει: Τον σταυρώσαμε και Τον ξανασταυρώνουμε καθημερινά εδώ και δύο χιλιετίες!

Μου είχε κάνει δώρο η μητέρα μου εκείνον τον καιρό μιαν Εικόνα του Χριστού. Αν και με ενοχλούσε η θέα της, δεν την πέταξα, από σεβασμό, ίσως και από φόβο κρυφό, αλλά την είχα κάπου καταχωνιασμένη – συγχώρα με, Κύριε! Περίπου εκείνο τον καιρό που ήλθε ο Σταυρός την ξέθαψα και δοκίμασα να τη βάλω κάπου εκεί δίπλα στη γωνιά μου, στη θλιβερή εκείνη γκαρσονιέρα του οδυρμού. Πάλι με ενοχλούσε, αλλά και κάτι μέσα μου να τη διώξω δε με άφηνε. Τελικά την ακούμπησα στο τζάμι, να μισοκρύβεται πίσω από το μικρό μαύρο αγαλματάκι του Βούδα. Έμενε, λοιπόν, η Εικόνα εκεί, προσβεβλημένη μα ακόμα ταπεινή. Το έβλεπε κι αυτό ο Κύριος, μα σιωπούσε, όπως σιωπούσε τόσα χρόνια – θαρρώ μιλούσε μέσα από τον πόνο που βίωνα-, και περίμενε. Ω, αυτή η σιωπηλή αναμονή του Κυρίου!

Καιρό πριν από αυτό, η Παναγία με είχε φυλάξει από ένα σοβαρότατο κίνδυνο της υγείας μου, που όταν τον αντιλήφθηκα έτρεξα αμέσως με κλάματα να ζητήσω τη βοήθειά Της, εγώ η γελοία οπαδός του Βουδισμού και της «αόριστης και απρόσωπης υπέρτατης δύναμης». Αλλά και ο σύντροφός μου, όταν κάποια στιγμή φοβήθηκε, δεν φώναξε τον γκουρού του να τον βοηθήσει, «Παναγία μου!!!» φώναξε. Πεσμένη στο πάτωμα έψαλλα με λυγμούς το Αγνή Παρθένε και Την ικέτευα να με φυλάξει απ’ το κακό. Και με φύλαξε. Ενώ είχα εκτεθεί σε τόσο σοβαρό κίνδυνο, οι εξετάσεις βγήκαν καθαρές. Του Αγίου Σπυρίδωνα θυμάμαι ήταν, όταν πήγα να πάρω τα αποτελέσματα και από τότε τον αγάπησα ιδιαίτερα τον Άγιο, που ένα θαύμα του γιορτάζεται τη μέρα που γεννήθηκα. Τι αγωνία ήταν εκείνη, αλλά μετά τι ανακούφιση να βγαίνεις υγιής! Κι όμως, ενάμιση χρόνο μετά από αυτό, καθισμένη σε ένα μπαρ, φλυαρούσα τις προτεσταντικές φλυαρίες, αμφισβητώντας την αειπαρθενία της Θεοτόκου – συγχώρα με, Δέσποινα! Πόση λύπη δοκίμασε εξαιτίας μου η γλυκυτάτη Μεγαλόχαρη, η Νύμφη η Ανύμφευτη, που θα μπορούσε κείνη την ώρα, αλλά και μετά, όταν ξεδιάντροπα επαναλάμβανα τα ίδια με τους προτεσταντόφιλους Ανθρωποσοφιστές Μασόνους υβριστές Της, θα μπορούσε λοιπόν κείνη την ώρα έναν Άγγελο να στείλει να με σβήσει επί τόπου από προσώπου γης! Μα δεν το έκανε, όπως ούτε και ο Υιός Της ο παντοδύναμος το είχε κάνει τόσα χρόνια που με έβλεπε και με άκουγε. «οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν». Σκέφτομαι, κοιτώντας πίσω στη ζωή μου, πως αν ήμουν Κριτής, θα με είχα -εμένα μόνο, κανέναν άλλο- κεραυνοβολήσει και αναστήσει για να με ξανακεραυνοβολήσω ίσως και εκατό φορές, με τόσα αίσχη που έχω πει, σκεφτεί και πράξει! Αλλ’ όχι, ο Κύριος αγαπά και περιμένει, ιδίως όταν ξέρει ότι κάπου εκεί στα βάθη της καρδιάς του αποστατημένου παιδιού Του υπάρχει μια κρυφή γωνίτσα, μια μικρή αγνή γωνίτσα που έμεινε καθαρή παρά το βόρβορο, μια ισχνή φωνούλα παιδική που Τον καλεί σιγανά, Τον περιμένει και εκείνη μ’ αγωνία, Τον ζητάει: η φωνή της ψυχής που αρνείται να πνιγεί.

Θαρρώ πως κάποτε οι άνθρωποι νιώθουν να μη χωρούν την ίδια τη φλόγα και τη δίψα της φύσης τους και παλεύουν να τη σβήσουν με το οινόπνευμα ή διάφορους άλλους αυτοκαταστροφικούς τρόπους, αντί να την κάνουν καύσιμο για να αναζητήσουν τον Θεό, ώσπου έρχεται μια μέρα ή μια νύχτα που επιτέλους συνειδητοποιούν τι κάνουν και τι χάνουν και ξυπνούνε. Μάλλον στην πραγματικότητα μικραίνουν, συρρικνώνονται οι άνθρωποι μακριά από τον Θεό και νιώθουν στριμωγμένοι μές στη μικρότητά τους. Αυτό που καταθέτω εδώ είναι πως κανέναν, μα κανέναν δεν μπορώ να καταδικάσω κρίνοντας από τη ζωή του. Οι μόνοι πλέον που εμπνέουν απαισιοδοξία για το μέλλον τους είναι εκείνοι που έχουν πωρωμένη καρδιά και συνείδηση ή εκείνοι που ο λέβητάς τους έχει σβήσει· αυτούς τους τελευταίους ο Κύριος τους ονομάζει χλιαρούς. Αλλά και πάλι, ίσως κάποτε αυτό που φαίνεται σε μας σκληρό να κρύβει κάτι τρυφερό στο βάθος του, και αυτό που φαίνεται σβηστό να είναι απλά ναρκωμένο, όπως ναρκωμένη είναι μια σπίθα στο κούτσουρο που αργοσβήνει κάτω από τη στάχτη του τζακιού, κι αν ρίξεις ένα ξερό φύλλο, λίγο προσάναμμα, κάτι εύφλεκτο, η σπίθα ξυπνάει και με λίγη φροντίδα έχεις ξανά μια ολοζώντανη φλόγα ικανή να πυρπολήσει όλο το σπίτι. Πιστεύω μέχρι το τελευταίο μου κύτταρο, μέχρι την τελευταία μου ανάσα και ως τα μύχια της ψυχής μου, πιστεύω ακράδαντα στην αναγεννητική και μεταμορφωτική δύναμη του Αγίου Τριαδικού Θεού μας, επειδή ακριβώς τη βίωσα και τη βιώνω. Και πιστεύω πως ένας άνθρωπος που έχει κρατήσει στα βάθη της ψυχής του εκείνη τη γωνιά του παιδιού που έλεγα πριν και έχει ακόμα αναμμένη τη φλόγα του πνεύματος και της καρδιάς του, ακόμα και αν είναι αιρετικός, σχισματικός, αλλόθρησκος, σατανιστής, άθεος, μασόνος, ακόλαστος ή απλά «τελειωμένος», «χαμένος» ή «καμένος» στα μάτια των πολλών, έχει πολλές ελπίδες να σωθεί, αν απλά στρέψει αυτή του τη θέρμη προς τη σωστή κατεύθυνση, προς τον Άγιο Τριαδικό Θεό μας, γιατί η ίδια αυτή η θέρμη της ψυχής του θα συνεργαστεί με τη Χάρη του Θεού ακούραστα για να ξεφύγει από κει που πρέπει να ξεφύγει και να φτάσει εκεί που κατά βάθος ποθεί και μπορεί συν Θεώ να φτάσει.

Η μνήμη του εσωτερικού οράματος του Σταυρού ερχόταν στον νου μου και έφευγε και ξαναερχόταν, καθώς παρέμενα στη γκαρσονιέρα εκείνη του οδυρμού. Προσπαθούσα να καταλάβω τι μπορεί να σήμαινε, αλλά ήμουν τόσο νεκρωμένη που δεν μπορούσα καν να υποψιαστώ ότι ο Κύριος με καλούσε πίσω φανερά πλέον. Κι έτσι συνέχισα προσωρινά την ίδια πορεία, της νέκρας, αλλά όχι για πολύ. Κάποτε έφυγα και από εκεί.

Μετακόμισα και πάλι στο μελαγχολικό διαμέρισμα της θείας μου, στον Υμηττό, που πρόσφερε στέγη στη μουδιασμένη αλαλία της ψυχής μου. Για άλλη μια φορά ήμουν σε περίοδο ανάρρωσης. Και όπως προχωρούσε το φθινόπωρο, εμφανίστηκε ξανά μέσα μου ο Σταυρός· πάλι με τον ίδιο, ήσυχο τρόπο, για λίγο, και μετά χάθηκε. Άρχισα να νιώθω την ανάγκη να πάω στην εκκλησία. Είχα βρεθεί, βέβαια, κατά καιρούς σε Ναούς όλα αυτά τα χρόνια, είχα παραστεί σε Θείες Λειτουργίες για λίγο ή για περισσότερο, αλλά ήταν κάτι μάλλον εθιμοτυπικό, σαν ξεχασμένη συνήθεια που την ξανάπιανα υπό συνθήκες, όπως σε εορτασμούς της Ανάστασης ή σε Επιτάφιους, ακολουθώντας μια παρέα. Ή μπορεί κάποτε να έμπαινα σε ένα άδειο, ερημικό νησιώτικο ή βουνίσιο παρεκκλήσι για να ψάλω ένα τεριρέμ. Δεν ήταν από την καρδιά μου, όμως, ήταν κάτι ρηχό και μηχανικό, κάτι απλά για τις αισθήσεις μου. Τότε έψαλα για τον εαυτό μου, όχι για τον Θεό μου.

«ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος, εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν».

Ήταν τέσσερις του Οκτώβρη. Δεν το ήξερα τότε ακόμα, αλλά εκείνη τη μέρα ήταν η μνήμη του Αγίου Ιερόθεου, μαθητή του Αποστόλου Παύλου και πρώτου Επισκόπου Αθηνών. Ήταν η μέρα που ξαναπήγα για πρώτη φορά μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια να εκκλησιαστώ συνειδητά, στον Ιερό Ναό του κήρυκα της μετάνοιας, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και Βαπτιστού. Ένιωθα ότι επέστρεφα πια στην Εκκλησία.

Μπήκα δειλά στον Ναό και θαρρώ ένιωσα όπως ένιωσε ο Άσωτος Υιός στην αγκαλιά του Πατέρα του.Να κουβαλά η ψυχή σου τόσο βάρος, να νιώθεις ένα βρωμερό κουρέλι που ζέχνει και ρυπαίνει, να λες θα πέσει ο Ναός να σε πλακώσει για όλα αυτά που έπραξες ή που δεν έπραξες τόσα χρόνια, στη μισή σχεδόν ζωή σου…κι όμως να νιώθεις τελικά πως μπαίνεις σε μια ζεστή, αγαπώσα αγκαλιά που δε ρωτάει, δεν ελέγχει, δεν κρίνει, μόνο χαίρεται, χαίρεται που σε αγκαλιάζει πάλι, χαίρεται που δεν σε κατάπιαν τα σκοτάδια, χαίρεται που άρχισες σιγά σιγά να ανοίγεις τα μάτια σου για να κοιτάξεις τα δικά Της που σε κοιτάνε δακρυσμένα, κόκκινα από το κλάμα τόσων χρόνων που σε περίμενε και παρακαλούσε του Κυρίου το έλεος για χάρη σου. Ω, Εκκλησία, ω, Σώμα του Χριστού μου!!! Ορθοδοξία αγαπημένη, Ορθοδοξία αγία ειρηνική, που συγχωρείς και δέχεσαι και θεραπεύεις!!! Έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα…έκλαιγα για τη θεία αγάπη που με τύλιγε, έκλαιγα και που ήλθα μες στον Οίκο του Κυρίου μου με της ψυχής τα ρούχα ξεσκισμένα, βρώμικα, παλιά, με τις πληγές του βίου μου πυορροούσες… «αἰσχραῖς γὰρ κατερρύπωσα τὴν ψυχὴν ἁμαρτίαις, ὡς ῥαθύμως τὸν βίον μου ὅλον ἐκδαπανήσας». Κι όμως, σήκωνα το βλέμμα μου στις Αγιογραφίες και κανείς Άγιος δε μου φαινόταν να με διώχνει, σαν να με καλωσόριζαν… Κοιτούσα την Εικόνα της Παναγίας κι ήταν τόσο οικεία, σαν να μου έλεγε η σιωπηλή η όψη Της «Σε φύλαξα»… Κοιτούσα τον Χριστό τον Παντοκράτορα στον τρούλο, με το παντοδύναμο το χέρι, που όχι, δεν το άπλωσε ο Κύριος να με σβήσει, κι ήταν σαν να μου έλεγε η Μορφή Του «Σε περίμενα»…

Είχα διαλέξει ένα σημείο στον Ναό για να κάθομαι, το διάλεξα σκυφτά και αυθόρμητα, χωρίς να κοιτάξω τριγύρω, επειδή ήταν πίσω από μια κολώνα και εγώ σαν ένοχη είχα την ανάγκη έστω και λίγο να κρυφτώ, να κρύψω την ντροπή μου από τα μάτια των ανθρώπων. Μετά από αρκετό καιρό σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα ψηλά, για να διαπιστώσω με δέος ότι καθόμουν κάτω από την ολόσωμη Αγιογραφία της Αγίας Αικατερίνης. Έκλαιγα σε κάθε Θεία Λειτουργία, έκλαιγα, έκλαιγα, αλλά ποιος καταρράκτης να με πλύνει, εμέ τη σπιλωμένη και παμμόλυντη, φθαρμένη και χρανθείσα, ρυπαρή; Τι να πρωτοπεί στον Κύριο η ψυχή μου η λαβωμένη, λερωμένη, ελεεινή; Έπρεπε να εξομολογηθώ, δεν ήξερα όμως πού. Παρακαλούσα μέσα μου τον Κύριο να μου δείξει. Παρακαλούσα να μου βρει ο Κύριος έναν Ιερέα για ν’ ακουμπήσω τον πόνο και το χάος και την τυραννική ενοχή μου στο Πετραχήλι του. Και μια Κυριακή, καθώς παρακαλούσα στην προσευχή μου, άκουσα στο κήρυγμα να μιλούν για την Ιερή Εξομολόγηση. Αυτό για μένα ήταν σημάδι ότι σε κείνο τον Ναό θα έβρισκα αυτόν που έψαχνα. Ρώτησα στο τέλος της Θείας Λειτουργίας μια κυρία εκεί δίπλα, που με κοιτούσε με συμπάθεια, αν ξέρει κάποιον Πνευματικό να μου προτείνει και μου μίλησε για τον γηραιό Πρωτοπρεσβύτερο του Ναού. Περίμενα μετά την Απόλυση να του μιλήσω και κανονίσαμε τη μέρα και την ώρα της Εξομολόγησης, της πρώτης μου μετά από τόσα χρόνια.

Δεν θα ξεχάσω τη μορφή αυτού του Ιερέα! Μικροκαμωμένος, με κάτασπρα μαλλιά και γένια, με φωτεινό και ιλαρό πρόσωπο και αεικίνητος παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες του βίου του. Φοβόμουν ότι θα με αποπάρει με όλα αυτά που είχα να του πω, αλλά με άκουγε με τόση πραότητα, με τόση υπομονή και καλοσύνη! Ντρέπομαι όμως για την πλανεμένη εξομολόγησή μου, που του κράτησα τόσα κρυφά! Άλλα επειδή δεν τα θυμόμουνα, άλλα επειδή δεν ήξερα ότι είναι αμαρτίες και άλλα επειδή δεν τα παραδεχόμουν εγώ η εγωίστρια ως αμαρτίες ενώπιον του Θεού. Ήταν αυτό που έλεγα πριν, προσπαθούσα να φέρω το Ευαγγέλιο στα μέτρα μου. Όχι ότι είχα ιδέα του τι σημαίνει Ευαγγέλιο, βέβαια, αφού ουσιαστικά δεν το είχα διδαχθεί ποτέ όπως έπρεπε. Αλλά είχα ακόμα πολλές πλανεμένες απόψεις και ελπίζω να μην έχω και τώρα και δεν το αντιλαμβάνομαι, και το ζητάω πάντα από τον Κύριο, να μη με αφήσει να πλανηθώ ποτέ ξανά και, αν τυχόν πλανώμαι σε κάτι, να με λυπηθεί και να μου το δείξει, να το δω, να με βοηθήσει να ανανήψω. Πόσο φρικτή η πλάνη! Να νομίζεις ότι κολυμπάς στη θάλασσα, ενώ στην πραγματικότητα κυλιέσαι μες στο έλος!

Μετά τη μισή αυτή Εξομολόγηση, ο Ιερέας μού επέτρεψε να κοινωνήσω δυόμιση μήνες αργότερα, τα Χριστούγεννα. Παραδόξως δεν θυμάμαι πώς ένιωσα με την πρώτη Θεία Κοινωνία της επιστροφής μου, και ίσως να φταίνε οι πολλοί εναπομείναντες ρύποι μου γι’ αυτό. Την ξέρει η ψυχή, θαρρώ, την ενοχή της, άσχετα αν της την έχουν επισημάνει και αν την παραδέχεται ή όχι, εκτός και αν έχει πωρωθεί πλέον ο άνθρωπος, οπότε είναι πια ζωντανός νεκρός σε μόνιμη βάση, δεν αντιλαμβάνεται φως και σκοτάδι. Στην Εξομολόγηση είχα πει ελάχιστα σε σύγκριση με αυτά που είχα να πω, και αυτό το κατάλαβα με τον καιρό, όταν άρχισε σταδιακά να υποχωρεί η πολλή μου τύφλωση και άρχισαν να ξεπηδούν από μέσα μου μνήμες, όταν άρχισα να μελετώ και να κατηχούμαι.

Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, έρχονται μνήμες θαμμένες από το πολύ μακρινό παρελθόν ή με βοηθάει μια Κατήχηση να τις θυμηθώ, ένα μάθημα, μια ομιλία, ακόμα και ένας συνειρμός μερικές φορές, και τις γράφω στο ειδικό σημειωματάριο της Εξομολόγησης, γιατί ξέρω ότι ο διάβολος θα προσπαθήσει να με κάνει να ξεχάσω πολλά, αν προσπαθήσω να βασιστώ στη μνήμη μου εκείνη την ώρα του Μυστηρίου. Κοινωνούμε καμιά φορά ανεξομολόγητοι, χωρίς καν μια συγγνώμη στον άνθρωπό μας, πόσω μάλλον στον Θεό, και αναρωτιέμαι: αν ερχόταν στο σπίτι μας ο πιο σημαντικός άνθρωπος του κόσμου, υπήρχε περίπτωση να τον υποδεχθούμε με το σπίτι ακατάστατο και βρώμικο; Δεν θα το καθαρίζαμε, δεν θα το συγυρίζαμε; Δεν θα θύμωνε εκείνος και δεν θα προσβαλλόταν, αν έμπαινε σε μια τρώγλη; Επομένως, πώς δεχόμαστε μέσα μας, πώς δέχτηκα και εγώ η ίδια μέσα μου τον Χριστό τον Παντοκράτορα, τον Δημιουργό του Σύμπαντος και του Ανθρώπου του ίδιου, τον Λυτρωτή μα και Κριτή μας, χωρίς προετοιμασία; Κι όμως, πάλι μας καταδέχεται, πάλι μας περιμένει να διορθωθούμε…μα ως πότε; Κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν, άλλοι αρρωσταίνουν ή και δαιμονίζονται λόγω μετάληψης με βαρύ «ποινικό μητρώο» και χωρίς μετάνοια, χωρίς κατάλληλη προετοιμασία. Ωστόσο, η αρχή τότε είχε γίνει. Είχα πιαστεί από το Σωσίβιο που μου είχε ρίξει ο Κύριος, τον Σταυρό Του, και κολυμπούσα για να ανεβώ στην Κιβωτό της Εκκλησίας Του. Μα είχα δρόμο ακόμα.

Το να επιστρέφεις στο σπίτι σου είναι κάτι γενικό. Επιστρέφω μπορεί να σημαίνει ότι είμαι απλώς καθ’ οδόν για το σπίτι ή ότι το είδα μόλις να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα ή ότι μπήκα στην αυλή, ή στην είσοδο του σπιτιού, ή και έφτασα μέχρι τα μύχια του σπιτιού, στο Εικονοστάσι. Η δική μου η επιστροφή στην Εκκλησία μέχρι εκεί που στην περιέγραψα ήταν η είσοδός μου στην αυλή. Αλλά κατόπιν ξαναβγήκα, χωρίς να το καταλάβω και χωρίς να το θέλω.

Πέρασε ένας χειμώνας μάλλον μοναχικός, αν και είχα κάποια επικοινωνία με ανθρώπους. Προσπαθούσα να κάνω τα πρώτα μου βήματα στην Πίστη, αλλά ουσιαστικά δεν είχα οδηγό που να με καθοδηγεί από κοντά, βήμα βήμα, κι έτσι σκουντουφλούσα συνέχεια, χώρια που ακόμα κούτσαινα, γιατί η ψυχή μου είχε παραλύσει και χρειαζότανε καιρό για να θεραπευθεί. Ο Πνευματικός ήταν εκεί για να με εξομολογεί, αλλά δεν είχα μάθει ακόμα να ζητάω ευλογία πριν κάνω ό,τιδήποτε, ούτε να τον συμβουλεύομαι και να του εξαγορεύω όλους τους λογισμούς μου, οπότε συνέχιζα να κάνω του κεφαλιού μου. Αυτοσχεδίαζα και αυτό, σε συνδυασμό με τη θολωμένη διάνοια που εξακολουθούσα να έχω, τις αμαρτωλές συνήθειες που διατηρούσα αλλά και την όλη κενοδοξία μου, άφηνε χαραμάδες και παράθυρα για να μπούν στον οίκο της ψυχής μου κλέφτες.

Μια Μοναχή είχε πει στη μητέρα μου ότι θα μου έκανε καλό να διαβάζω καθημερινά έστω ένα τροπάριο από τους Χαιρετισμούς της Παναγίας (Το προσταχθέν μυστικώς…) και το έκανα. Επίσης ξεκίνησα να προσεύχομαι σε καθημερινή βάση, με ό,τι ένιωθα πως κάπως με ανάπαυε. Το Αγνή Παρθένε ήταν σταθερά μέσα στην πρωινή μου προσευχή. Ξεκίνησα να διαβάζω την Καινή Διαθήκη, αλλά ένιωσα πως ήταν κλειστή ακόμα για μένα. Παρόλο που οι γνώσεις μου στα αρχαία ελληνικά ήταν επαρκείς για να καταλάβω έστω τα βασικά – καθότι είχα μια έκδοση που είχε μόνο το αρχαίο κείμενο -, ένιωθα τη διάνοιά μου κλειστή προς τα νοήματά της, ο νους μου ήταν ακόμα θολωμένος. Η υπόλοιπη ζωή μου δεν είχε αλλάξει όπως όφειλε, και ίσως αυτό να ήταν η αιτία που έμενα στον αυλόγυρο, δεν έμπαινα στον οίκο της Πίστης.

Βρισκόμουν με κάποιον άνδρα, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος, και αυτό δεν το έλεγα στην Εξομολόγηση, το κρατούσα, προβάλλοντας στη ζαλισμένη μου συνείδησή τη γελοία δικαιολογία ότι δεν ήταν κάτι κακό. Κοινωνούσα το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, ενώ στην ουσία ακόμα πόρνευα και επιπλέον διατηρούσα αμέτρητους ρύπους μέσα μου. Ξέρω ότι σήμερα κάποιοι Πνευματικοί επιτρέπουν τις προγαμιαίες σχέσεις, αλλά αυτό δε συμφωνεί με το Ευαγγέλιο και άρα δεν σώζει. Επίσης είχα βλάσφημες απόψεις, όπως εκείνη που ανέφερα πριν σχετικά με την αειπαρθενία της Παναγίας, για να μην πω ότι είχα διασκευάσει το Πάτερ Ημών, σαν άλλος Πάπας! Όλα αυτά είναι σημάδια επηρμένης διάνοιας αλλά και ενισχυμένης βλακείας, σε τελική ανάλυση, γιατί ένας άνθρωπος που πάει να περάσει από μια πόρτα χαμηλή αρνούμενος περήφανα να σκύψει είναι καταδικασμένος να το χτυπήσει το ξερό του το κεφάλι. Έτσι ετοιμάστηκε το έδαφος για τις πτυχιακές σπουδές μου στο σκοτεινό Πανεπιστήμιο. Ελπίζω να μην επιτρέψει ο Κύριος να υπάρξει και μεταπτυχιακό.

Σκοτεινές περιπλανήσεις πριν τον νόστο.

Αναφέρθηκα σε προηγούμενα κεφάλαια σε κάποιους τότε φίλους μου Ανθρωποσοφιστές. Ήταν ένα ζευγάρι που είχαν γυρίσει σχεδόν όλον τον κόσμο σε ένα παν-χριστιανικό προσκύνημα, ο Γουίλιαμ (Βασίλειος) και η Αλεξάνδρα Ρίγκινς. Αυτοί οι δύο είχαν, κατά τα λεγόμενά τους τουλάχιστον, βαπτιστεί Ορθόδοξοι, αλλά ήταν θερμοί οπαδοί του Ρούντολφ Στάινερ, ο οποίος ίδρυσε την Ανθρωποσοφική Εταιρεία μετά την αποχώρησή του από τη Θεοσοφική Εταιρεία. Περί Μασονίας ο λόγος, αλλά τότε δεν είχα ιδέα σχετικά με αυτό· δεν είχα καν ιδέα τι εστί Μασονία, πόσο δαιμονική και σατανολατρική είναι αυτή η μυστική παν-θρησκεία και η παγκόσμια οργάνωση που την υπηρετεί. Αυτοί οι δύο άνθρωποι, λοιπόν, που τόσο τους αγάπησα και τόσο πόνεσα όταν αναγκάστηκα να τους αποχωριστώ, είχαν περάσει κάποτε, κατά τη διάρκεια των προσκυνηματικών περιηγήσεών τους, από τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, όπου και τους συνάντησα για πρώτη φορά, τότε που έμενα για καιρό κοντά στους Βεδουΐνους μου. Θυμάμαι πως τότε στην Έρημο ήμουν επιφυλακτική μαζί τους, έβλεπα στα μάτια τους ότι κάτι κρατούσαν κρυφό, και δεν τους είχα πολυπλησιάσει. Ωστόσο είχαμε ανταλλάξει ηλεκτρονικές διευθύνσεις και αλληλογραφούσαμε σποραδικά κατόπιν, ώστε να χτιστεί εξ αποστάσεως η φιλία που στην Έρημο είχε αποφευχθεί. Όταν, λοιπόν, τους έγραψα ότι ήμουν στην Αθήνα και μάλιστα με καταθλιπτικές τάσεις λόγω ανεργίας και διαφόρων άλλων δυσχερειών, ήταν πολύ πρόθυμοι να με προσκαλέσουν και πάλι στη Γερμανία, όπου είχαν σταθμεύσει τα τελευταία χρόνια· ήδη από πολύ καιρό με καλούσαν να τους επισκεφθώ εκεί. Μου πρότειναν να αναζητήσω εκεί εργασία, όπου οι συνθήκες υποτίθεται πως ήταν καλύτερες. Έτσι, απογοητευμένη όπως ήμουν από την πατρίδα μου, από τις αισχρές εργασιακές συνθήκες, από το λαό μου και κυρίως από τον εαυτό και τη ζωή μου, πήρα την απόφαση να μεταναστεύσω εις τας Ευρώπας. Ετοίμασα όλο κι όλο μια βαλίτσα κι ένα σακιδιάκι και μπήκα στο αεροπλάνο, αφήνοντας πίσω μου, όπως νόμιζα, τα χειρότερα, για να πάω στα καλύτερα, με πολύ πόνο ψυχής.

Η πτήση έκανε στάση για λίγες ώρες στη γενέτειρά μου Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου είχα περάσει μερικά από τα πιο σκοτεινά χρόνια της ζωής μου, αφού πρώτα πετάξαμε πάνω από το καταγάλανο, ηλιοστόλιστο Αιγαίο, το οποίο με σχισμένη καρδιά και δάκρυα αποχαιρετούσα. Και καθώς περίμενα στο αεροδρόμιο της γενέτειρας να περάσουν οι ώρες για να επιβιβαστώ για το Μόναχο, περάσανε από μπροστά μου και εκείνα τα μαύρα χρόνια, τα χρόνια της κατάθλιψης, της μέθης, των ναρκωτικών, της κραιπάλης, της ακολασίας, της κατάπτωσης. Τα είχα αφήσει πίσω μου όλα αυτά, αλλά ακόμα με στοιχειώναν. Ήθελα όμως να κοιτώ μπροστά, και έτσι μάζεψα την καρδιά μου από τα περιβόλια της μνήμης και την έστειλα στα περιβόλια της ελπίδας· φρούδας ή όχι, δεν το γνώριζα ακόμα. Μπήκα στο αεροπλάνο, και άφησα την επίπονη και πονεμένη Ελλάδα μας πίσω. Πόνος πικρός.

Λίγο πριν φτάσουμε στο Μόναχο, η συνεπιβάτης μου της διπλανής θέσης, Ελληνίδα μετανάστρια στη Γερμανία, με την οποία δεν είχαμε συνομιλήσει καθόλου σε όλη τη διαδρομή, προσφέρθηκε να με βοηθήσει να κατατοπιστώ στο αεροδρόμιο του Μονάχου, που είναι από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Αυτό με συγκίνησε και μαλάκωσε λίγο τη μοναξιά που ήδη ένιωθα όντας μακριά από τον τόπο μου, έχοντας φύγει αυτή τη φορά από ανάγκη και όχι με τη θέλησή μου. Προσφέρθηκε μάλιστα να με συνοδέψει μέχρι τη στάση μου στο τρένο, ενώ δεν ήταν στο δρόμο της. Πρέπει να είχα αξιολύπητη όψη για να τα κάνει όλα αυτά· ίσως και να την έβαλε η Παναγία, ποιος ξέρει. Δόξα τω Θεώ, πάντως, που βρέθηκε κι αυτή εκεί, γιατί χάνομαι εύκολα στα μεγάλα, δαιδαλώδη κτίρια.

Έχω παρατηρήσει ότι κάθε χώρα έχει τη μυρωδιά της. Η Γερμανία με το που βγήκα από το αεροπλάνο μύριζε μέταλλο. Ένιωθα ένα ψύχος μέσα μου, και ίσως να μην έφταιγαν τα ψυχρά κτίρια και ο μουντός ουρανός, αν και Ιούλιος μήνας, -του Αγίου Ιωσήφ από Αριμαθαίας ήταν θυμάμαι, του «Δος μοι τούτον τον ξένον«, όταν έφυγα στα ξένα…-, ίσως να έφταιγε το τρέμουλο της ψυχής μου. Η συμπατριώτισσα με άφησε στη στάση μου και έφυγε για το σπίτι της. Την ευχαρίστησα θερμά και μπήκα στο τοπικό τρένο για να πάω σε ένα σπίτι που, για άλλη μια φορά, δεν ήταν σπίτι μου. Άλλωστε το έχω ήδη πει ότι ποτέ δεν είχα δικό μου σπίτι εδώ κάτω και ευγνωμονώ τον Κύριο γι’ αυτό, παρά την κούραση της ψυχής μου.

Οι φίλοι μου με περιμέναν στο σταθμό ενός πλουσίου προαστίου του Μονάχου, του οποίου οι περισσότεροι κάτοικοι εργαζόντουσαν στο Μόναχο ή ήταν συνταξιούχοι· ήταν ένας γραφικός και ήσυχος επαρχιακός τόπος λίγο έξω από τη μεγαλούπολη. Με υποδέχτηκαν θερμότατα. Δεν αμφέβαλλα για την αγάπη τους, μόνο που η αγάπη των πλανεμένων είναι επικίνδυνη, επειδή μπορεί να συμπαρασύρει στην απώλεια.

Ζούσαν εκείνο τον καιρό σε ένα υπόγειο που ίσα ίσα χωρούσε τους ίδιους και έτσι δεν είχαν τη δυνατότητα να με φιλοξενήσουν, οπότε βρέθηκα να φιλοξενούμαι από τελείως ξένους, μια οικογένεια Γερμανών. Με υποδέχθηκαν κείνο το πρώτο βράδι σαν να ερχόμουν απ’ τον πόλεμο, ζητώντας να μάθουν νέα από το μέτωπο της Ελλάδας, επειδή, όπως έλεγαν, δεν ήξεραν αν μπορούσαν να βασιστούν στις γερμανικές ειδήσεις. Ήταν τα χρόνια των μνημονίων. Μου είχε κάνει εντύπωση το ότι νοιαζόντουσαν τόσο για τη χώρα μας, και μάλιστα έβλεπα έντονη τη λύπη στο πρόσωπό τους όταν τους έλεγα για τα τότε δεινά του λαού μας. Μόνο που εκείνες τις ώρες δεν ήμουν σε θέση να επικοινωνήσω ούτε να αισθανθώ κανονικά, γιατί ήμουν σε κατάσταση σοκ. Όσο και αν είχα θυμώσει με το λαό και με τον τόπο μου -πέρα από το διαρκή θυμό με τον εαυτό μου-, για μένα ήταν πολύ βίαιος ο χωρισμός απ’ την Πατρίδα και εκείνο το πρώτο βράδυ ήταν πράγματι πολύ δύσκολο. Όταν μετά την πρώτη εκείνη γνωριμία και τις συζητήσεις πέρασε πλέον η ώρα και αποσύρθηκα στο μικροσκοπικό δωματιάκι μου για να κοιμηθώ, η καρδιά μου ήταν σφιγμένη. Προσπαθούσα να χωνέψω το ότι βρισκόμουν πια εκεί, στα ξένα. Επίσης συνειδητοποίησα ότι είχα μια πολύ δυνατή εμβοή στα αυτιά μου, η οποία δεν έφυγε ποτέ από τότε, την έχω μόνιμη συντροφιά, σαν να κουβαλάω μονίμως την ηχώ του βίου μου την κακόηχη. Πάντως οφείλω να ομολογήσω ότι εισέπραξα από την αρχή τη ζεστασιά εκείνων των ανθρώπων, μια ζεστασιά που θα μου την προσέφεραν απλόχερα σε όλο το διάστημα της φιλοξενίας, που κράτησε τεσσερισήμισι μήνες.

Ήταν συνήθειά τους να φιλοξενούν επισκέπτες για μακρά διαστήματα, από ό,τι μου είπαν· το επέτρεπε και η ευρυχωρία του σπιτιού, που διευκόλυνε το να έχει καθείς τον χώρο του χωρίς να παρεμβαίνει στο χώρο του άλλου. Ουσιαστικά, δηλαδή, η φιλοξενία που μου προσέφεραν θα μετατρεπόταν αργότερα σε φιλία και συγκατοίκηση, αφού με την οικοδέσποινα, έναν εξαιρετικά καλόκαρδο και ευαίσθητο άνθρωπο, θα περνούσαμε ώρες κάθε μέρα μιλώντας για πολύ βαθιά θέματα της ζωής μας. Παράλληλα προσέφερα εθελοντικές υπηρεσίες στο σπίτι – καθάριζα τους δύο από τους τέσσερις ορόφους της μονοκατοικίας και έκανα διάφορες άλλες δουλειές- και επίσης φρόντιζα πάντα να μην τους επιβαρύνω οικονομικά, ψωνίζοντας όλα όσα χρειαζόμουν αλλά και για μικροανάγκες του σπιτιού με τα χρήματα που είχα από τους δικούς μου. Ήξερα την κακή φήμη που είχαμε εκείνο τον καιρό στην Ευρώπη οι Έλληνες, ότι δήθεν είμαστε κλέφτες, ψεύτες και τεμπέληδες, και θεωρούσα καθήκον μου να βγάλω την Ελλάδα μου ασπροπρόσωπη, όσο τουλάχιστον μου επέτρεπαν οι πενιχρές δυνάμεις μου και η ρημαγμένη ψυχολογία μου. Τα ενοίκια εκεί ήταν απλησίαστα για έναν άνεργο, αφού η φτηνότερη γκαρσονιέρα, υπόγεια, υγρή και σκοτεινή, κόστιζε τουλάχιστον τετρακόσια ευρώ με πολλές επιπλέον χρεώσεις πέραν του ενοικίου. Δεν φρόντισα να κάνω μια έρευνα πριν ξενιτευθώ και έτσι, όταν αντιλήφθηκα τις συνθήκες ζωής εκεί, ήταν πλέον αργά.

Την επόμενη μέρα μετά την άφιξή μου, Σάββατο συννεφιασμένο, οι φίλοι μου με πήραν το απόγευμα μαζί τους στα ψώνια, σε ένα κατάστημα βιολογικών τροφίμων. Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν έβλεπα τις τιμές στα προϊόντα. Όταν είδαν ότι μου φάνηκαν όλα πανάκριβα, με κατέβασαν στο δρόμο κάτω από το κατάστημα, όπου υπήρχαν κάποιοι ειδικοί κάδοι. Εκεί τοποθετούσαν οι υπάλληλοι του καταστήματος τα οπωρολαχανικά που κόντευαν να χαλάσουν, που δεν μπορούσαν δηλαδή να τα πουλήσουν πλέον, και περνούσαν άνθρωποι και διάλεγαν όσα ήθελαν να κρατήσουν. Εκεί βρισκόταν μια γυναίκα η οποία έκανε τη στιγμή εκείνη ακριβώς αυτό, δηλαδή διάλεγε, και μου είπε με αυστηρό και μάλλον επιθετικό ύφος στα γερμανικά ότι αυτός ο κάδος ήταν δικός της και θα έπρεπε να πάρω την άδειά της για να πάρω από εκεί τρόφιμα. Για να είμαι ειλικρινής, έχω φάει αρκετά μισοχαλασμένα φαγητά τα χρόνια που δούλευα σερβιτόρα, όταν μας έδιναν φαγητό από την κουζίνα του εργοδότη μας, αλλά δεν είχα αφήσει πίσω την Ελλάδα μου για να τρώω από τους κάδους των Γερμανών. Ξέρω, ψωροπερήφανο αυτό, αλλά μέχρι εκεί άντεχε η ψυχολογία μου εκείνη την εποχή. Καθησύχασα ευγενικά την κυρία ότι δεν διεκδικούσα τον κάδο της και την αφήσαμε να συνεχίσει τη διαλογή της.

Την άλλη μέρα, Κυριακή συννεφιασμένη πάλι, οι φίλοι μου θα με έπαιρναν μαζί τους στη «θεία λειτουργία». Ταλαίπωρη εγώ η άγνους, δεν φαντάστηκα τι σήμαινε αυτό. Θα συναντούσαμε έναν φίλο τους και θα μας πήγαινε στο Μόναχο με το αυτοκίνητό του. Δεν είχα αντιληφθεί ότι όλη αυτή η ανυπομονησία και η σπουδή τους να με τραβήξουν στη Γερμανία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τα οπτικοποιημένα κείμενα του Στάινερ που μου έστελναν τόσο καιρό μέσω μέιλ, αλλά και με ένα βιβλίο του που μού είχαν στείλει – το οποίο με είχε ενθουσιάσει την θεότυφλη…- και γενικότερα με τον Ανθρωποσοφισμό, τον οποίο, αν ήμουν λίγο διαβασμένη, θα τον είχα ήδη εντοπίσει και στα απομνημονεύματα των ταξιδιών τους, ακόμα και στους ζωγραφικούς πίνακες της φίλης μου, που ήταν καθαρά ανθρωποσοφικής τεχνοτροπίας. Ήταν προφανώς θέμα προσηλυτισμού γι’ αυτούς, με βολική πρόφαση τη φιλία. Γι’ αυτό είπα πριν ότι η αγάπη των πλανεμένων οδηγεί στην καταστροφή: μπορεί να νομίζουν ότι σε ωφελούν, ενώ στην πραγματικότητα σε συμπαρασύρουν στην απώλεια της ψυχής και ενίοτε και της ζωής σου.

Φτάσαμε σε ένα κτίριο ανθρωποσοφικής αρχιτεκτονικής. Ο Στάινερ ανέπτυξε τις ιδέες του και σε πολλούς άλλους τομείς πέραν της κακόδοξης θεωρητικής διδασκαλίας του, όπως στον χορό -βλέπε Ευρυθμία…-, την αρχιτεκτονική, την παιδαγωγική -βλέπε παιδαγωγικό σύστημα Waldorf…- αλλά και τις «βιοδυναμικές» καλλιέργειες. Τα ανθρωποσοφικά κτίρια, κάποια από τα οποία είχα τη δυστυχή ευκαιρία να δω στη Γερμανία και κυρίως στην Ελβετία, έδιναν την εντύπωση απόκοσμων μορφών με ορθάνοιχτα στόματα που έχασκαν, έτοιμα να σε καταπιούν. Τουλάχιστον έτσι ένιωθα εγώ κοιτώντας τα. Έδιναν επίσης την εντύπωση ότι ήταν άλλης εποχής, αν όχι και άλλου πλανήτη. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να τα περιγράψω, θα μπορούσα μόνο να πω ότι ήταν σαν να έχω μπροστά μου διαταραγμένα σχήματα, σε βαθμό να ταράζεται η καρδιά μου με τη θωριά τους. Κάπως έτσι ήταν και το κτίριο της «χριστιανικής κοινότητας» όπου πήγαμε. Αλλά επειδή, όπως είπα, ήταν θολωμένη η διάνοιά μου και ακόμα πιο θολωμένη η ψυχολογία μου, ακολούθησα τους φίλους τυφλά, δεν αντέδρασα.

Ο ψευδοϊερέας πριν την είσοδό του στο λατρευτικό χώρο δε φορούσε κάποιο είδος ράσου, όπως θα περίμενα. Αργότερα έμαθα ότι για αυτούς ουσιαστικά δεν υπάρχει ο ρόλος του «ιερέα» παρά μόνο περιστασιακά· μπορούσε κανείς να ασκεί το επάγγελμά του, αλλά για μια συγκεκριμένη Κυριακή θα παρίστανε τον ιερέα στην ψευδολειτουργία τους. Η δε φίλη μου μου είπε ότι κάτι ανάλογο ισχύει και για ψευδοδιακόνους· η ίδια είχε διατελέσει «διακόνισσα» σε κάποιες «λειτουργίες». Φορούνε κάποια ρούχα που θυμίζουν κακαίσθητη απομίμηση χιτώνων, κάνουν ό,τι κάνουν μέσα σε κείνα τα σαράντα πέντε λεπτά και μετά βγάζουν τα ρούχα τους και ξαναγίνονται αρχιτέκτονες, δάσκαλοι κλπ. Έχω δει επαγγελματική κάρτα Ανθρωποσοφιστή που ως ιδιότητα έγραφε «Σκηνοθέτης-Ιερέας-Παιδαγωγός». Τέχνη-Θρησκεία-Εκπαίδευση… απ’ όλα είχε ο μπαξές!

Η ψευδολειτουργία τους ήταν στα γερμανικά και, παρόλο που έχω πτυχίο αρκετά υψηλό σε αυτή τη γλώσσα, δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα, είτε λόγω λήθης μετά από τόσα χρόνια που είχα να τα μιλήσω, είτε, ενδεχομένως, λόγω παλαιότητας των γλωσσικών τύπων που χρησιμοποιούσαν. Πάντως ήταν μια μάζωξη παντελώς στεγνή, πληκτική και χωρίς καμία απολύτως κατάνυξη εκείνη η φτωχή φτωχότατη συγκέντρωση των δύστυχων Μασόνων. Ένιωσα σαν να μπήκα σε έναν τάφο με ζωντανούς νεκρούς. Ένας ιερέας που δεν ήταν ιερέας εκφωνούσε και ψευτοϊερουργούσε, Κύριος οίδε τι έκανε πάνω σε κείνο το αλτάρι, και δυο άλλοι συμπληρώνανε αυτά που έλεγε και τον βοηθούσαν στην όλη διαδικασία. «So sei es«, μόνο αυτό μου έμεινε, προφανώς αντί του Αμήν, το οποίο το έλεγαν μάλιστα με πομπώδες ύφος, όπως και όλα όσα εκφωνούσαν, ώστε να έχεις την εντύπωση ότι παρακολουθείς παρωδία αρχαίας τραγωδίας με αρχάριους και κακούς ηθοποιούς. Στον τοίχο πίσω από το αλτάρι τους μια μεγάλη ζωγραφική απεικόνιση του υποτιθέμενου «Χριστού» τους, τελείως μοντερνιστικής τεχνοτροπίας, που θύμιζε αφηρημένη τέχνη και χρειαζόταν αρκετή προσπάθεια για να καταλάβεις ότι εικόνιζε τον Χριστό, ακριβώς επειδή δεν εικόνιζε τον Κύριό μας, τον αληθινό Ιησού Χριστό, αλλά αυτόν που αυτοί ονομάζουν Χριστό, δηλαδή προφανώς τον Αντίχριστο. Προς αυτόν σήκωνε ενίοτε τα χέρια του κατά την εκφώνηση ο ψευδοϊερέας. Ανά διαστήματα ακουγόταν μια γλυκανάλατη, δυσαρμονική μελωδία από κάποιον που έπαιζε βιολί ή φλάουτο στο πίσω μέρος της σύναξης και ψαλλόντουσαν ομαδικά κάποιοι ύμνοι που δε θυμάμαι καθόλου τι έλεγαν, αν και σύντομοι και σχετικά λιτοί στους στίχους, τους οποίους τους είχαν μπροστά τους οι πιστοί, τυπωμένους σε χαρτιά. Τον ψευδοσταυρό τους τον έκαναν κυκλικά. Κάποια στιγμή είπα να κάνω κι εγώ το σταυρό μου – Ορθόδοξα, εννοείται, κι ας ήμουν εν αγνοία μου μια αισχρή και ελεεινή προδότρα κείνη την ώρα- και αμέσως είδα να γυρνάει σχεδόν όλη η σύναξη προς το μέρος μου για να δει ποιος έκανε τέτοιο πράγμα εκεί μέσα. Όταν ήλθε η ώρα να «μεταλάβουν» από το χυμό σταφύλι -ο Στάινερ απαγόρευε τη χρήση οίνου-, στήθηκαν στη σειρά ο ένας δίπλα στον άλλο και, αφού «μεταλάμβαναν», τους ακουμπούσε για λίγο με τα ακροδάχτυλά του ο «ιερέας» στο πλάι του προσώπου τους, κάπου ανάμεσα στον κρόταφο και το μάγουλο. Έβλεπα τους φίλους μου να επανέρχονται στις θέσεις τους μετά την ψευδομετάληψη τόσο συγκινημένοι και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς τους είχε συγκινήσει από όλο εκείνο το παγωμένο πράγμα. Μετά το τέλος, βγάλανε τα άμφιά τους και μαζευτήκαμε όλοι για κεράσματα κλπ. Παρόλα αυτά, παρ’ όλη εκείνη τη δαιμονική, αιρετική και τρισάθλια παρωδία Λειτουργίας, παραβρέθηκα, μέσα στη σκοτεινιά της κατάθλιψης και της πλανεμένης διάνοιάς μου, σε άλλες δυο ή τρεις τέτοιες συνάξεις τους ως θεότυφλη προδότρα της Πίστης, ώσπου από την τελευταία σύναξη με έβγαλε άρον άρον…ένα ελαιόδεντρο!

Ήταν Δεκέμβρης, μείον δεκαπέντε βαθμοί έξω τις νύχτες, και είχα πάρει υπό την προστασία μου ένα μικρούλι λιόδεντρο που είχαν δωρίσει στην οικοδέσποινά μου, για να φροντίσω να μην παγώσει, γιατί πονούσα και μόνο στη σκέψη να συμβεί κάτι τέτοιο. Είχα βάλει υπενθύμιση στο κινητό να χτυπάει καθημερινά για να θυμάμαι να το ελέγχω, αφού από μικρή είμαι αφηρημένη, όπως έχω πει. Εκείνη, λοιπόν, την τελευταία φορά, χτύπησε η υπενθύμιση αυτή μέσα στη μασονική ψευτολειτουργία τους και, παρόλο που την έκλεισα, ξαναχτύπησε, τρεις φορές συνολικά, οπότε αναγκάστηκα πια να βγω έξω, γιατί όλοι με κοιτούσαν. Και δεν ξαναμπήκα. Ίσως να με περιμάζεψε ο Χριστός μέσω της ελιάς των δακρύων Του, ίσως να με ρώτησε κι εμένα τρεις φορές: «Ἀγαπᾶς με;»

Η αναζήτηση εργασίας στη Γερμανία ήταν για μένα μια πονεμένη ιστορία, όπως είχα συνηθίσει να είναι και στην Ελλάδα. Ήμουν μια ανειδίκευτη εργάτρια σε μια χώρα όπου, όταν σε πρωτοσυναντήσουν, σε ρωτούν αμέσως δύο πράγματα: πώς σε λένε και τι δουλειά κάνεις. Αν τους πεις ότι είσαι άνεργος, σε ρωτάνε τι έχεις σπουδάσει. Αν τους πεις ότι είσαι ανειδίκευτος – καθότι αλλοπρόσαλλο το βιογραφικό σου στους τέσσερις ανέμους…- τότε φαίνεται σαν κάτι να βραχυκυκλώνει στο σύστημά τους, σε κοιτούνε απορημένοι. Στη Γερμανία, όπου, αν έχω καταλάβει καλά, χρειάζεσαι πτυχίο ακόμα και για να γίνεις υδραυλικός, η έννοια του ανειδίκευτου ακούγεται σαν από άλλο πλανήτη, προσπαθούν να καταλάβουν πώς είναι δυνατό κάτι τέτοιο, αυτήν την εντύπωση μού έδωσαν. Πάντως, με αφορμή την εργασιακή μου αναζήτηση, γνώρισα κάποιες ενδιαφέρουσες πτυχές του λαού αυτού.

Στα μέσα του Σεπτέμβρη, και αφού είχα μόλις περάσει δύο εβδομάδες στο κρεβάτι από μια πνευμονοπάθεια, μού είπαν για μια θέση σε κατάστημα βιολογικών τροφίμων. Δεν μπόρεσα όμως να δεχθώ τη δουλειά, αν και τα πήγα καλά στο δοκιμαστικό και θα με προσελάμβαναν, επειδή έπρεπε να περνώ κάποιες ώρες την ημέρα μέσα σε ψυγεία με θερμοκρασία πέντε βαθμών Κελσίου· τα πνευμόνια μου δεν άντεχαν. Λίγο καιρό μετά βρήκα μια αγγελία για θέση σε φούρνο. Χάρηκα, γιατί νόμισα, η αφελής, ότι θα είναι κάτι απλό, που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες γνώσεις και εκτός αυτού θα ήμουν σε ζεστό περιβάλλον. Το δοκιμαστικό και αυτή τη φορά πήγε καλά και η υπεύθυνη μού ανακοίνωσε ότι προσλαμβάνομαι, ως παρασκευάστρια μικρογευμάτων. Την επόμενη μέρα ξεκίνησα για τη νέα μου δουλειά, χαρούμενη, ενεργητική και αισιόδοξη. Και πάλι, όμως, δεν κράτησε πολύ η χαρά μου.

Άρχισα τη βάρδια μου κάνοντας αυτό για το οποίο νόμιζα ότι είχα προσληφθεί. Μόλις, όμως, από κάποια ώρα και μετά αυξήθηκε απότομα η πελατεία, η υπεύθυνη μού ζήτησε ξαφνικά να αφήσω ό,τι κάνω και να βγω στην πώληση, πράγμα που δεν ήταν καθόλου απλό. Υπήρχαν πάρα πολλά ήδη ψωμιών αλλά και πολλά διαφορετικά γλυκίσματα και ροφήματα, καθώς και ένα ρυθμιζόμενο μηχάνημα κοπής του ψωμιού σε φέτες και μια ταμειακή μηχανή με εκατοντάδες προϊόντα. Και όλα αυτά, ενώ κανείς δεν είχε κάνει τον κόπο να μου μάθει τα ονόματα των σκευασμάτων, ετικέτες δεν υπήρχαν παρά μόνο σε λίγα από αυτά, ούτε μού είχαν δείξει πώς να χειρίζομαι την πολύπλοκη ταμειακή και οι βιαστικοί μεγαλοαστοί πελάτες μου – αχ, εκείνα τα ψυχρά ευρωπαϊκά βλέμματα που με σφιχτά κλεισμένα στόματα μού έλεγαν «Βιαζόμαστε!!!»- μιλούσαν Βαυαρικά, τα οποία ούτε καν οι βόρειοι Γερμανοί τα καταλαβαίνουν, πόσω μάλλον εγώ η έρμη που είχα ένα πτυχίο από το Λύκειο ακόμα, δεκαετίες πριν…

Γύρισα σπίτι απογοητευμένη για άλλη μια φορά, αλλά αποφάσισα να μην τα παρατήσω. Την άλλη μέρα με βαριά καρδιά ξεκίνησα και πάλι για τη δουλειά, με κάποια λίγα κατάλοιπα αισιοδοξίας, μα το οχτάωρο εξελίχθηκε απαράλλαχτο, με τη διαφορά ότι δεν έβγαινε πλέον η φωνή μου. Είχα τόσο πολύ βραχυκυκλώσει από τις συνθήκες εκείνες της πίεσης, που δεν μπορούσα καν να μιλήσω, μου ήταν σχεδόν αδύνατο να βγάλω απλούς φθόγγους, ενώ παράλληλα με έπιασε και δύσπνοια, ή ίδια εκείνη δύσπνοια της στριμωγμένης ψυχής που κουβαλούσα από μικρό παιδί. Κρατήθηκα μετά βίας μέχρι τη λήξη της βάρδιας, σκεφτόμενη ότι τουλάχιστον θα έπαιρνα έστω ένα μικρό ποσό για όλη αυτή την ιστορία. Όταν, όμως, είπα στην υπεύθυνη ότι αδυνατούσα να δεχθώ τη θέση και της ζήτησα να με πληρώσει για τις δύο μέρες που είχα εργαστεί, μου είπε ότι θα έπρεπε πρώτα να προσληφθώ, να κινήσω, δηλαδή, ολόκληρη γραφειοκρατία, για να πάρω αυτά τα λίγα που μου χρωστούσαν.

Τελείως καταβεβλημένη και με βαθιά θλίψη για άλλη μια αποτυχία μου, σύρθηκα εξαντλημένη μέχρι το σταθμό του τρένου για να γυρίσω σπίτι. Ήταν μια διαδρομή δύο στάσεων, περίπου δέκα λεπτών. Περίμενα ένα κόκκινο τρένο. Και έφτασε ένα κόκκινο τρένο, ελαφρώς διαφορετικό από αυτό που περίμενα. Δεν έδωσα σημασία, μες στη λύπη μου, νομίζοντας ότι ήταν απλώς άλλο μοντέλο του οχήματος. Μπήκα μέσα πλάι πλάι με τον ελεγκτή των εισιτηρίων, σίγουρη ότι ήμουν νόμιμη, αφού είχα αγοράσει εισιτήριο. Μετά από λίγο ήλθε ο ελεγκτής και μου ζήτησε το εισιτήριό μου. Του το έδωσα. Μου είπε ότι αυτό που του έδειχνα δεν ίσχυε, γιατί είχα πάρει το υπεραστικό τρένο που ερχόταν από τις Άλπεις, και όχι το αστικό που κάλυπτε το Μόναχο και τα προάστια. Θα έπρεπε να κατεβώ στο Μόναχο και από εκεί να πάρω άλλο τρένο για να γυρίσω πίσω, με νέο εισιτήριο. Μου έκοψε και ένα πρόστιμο των εξήντα ευρώ, επειδή ήμουν, λέει, λαθρεπιβάτης. Μόλις είδα εκείνο το χαρτί με μια μαύρη μουτζούρα επάνω που θα το πλήρωνα τόσο ακριβά, βγήκε όλη η εξάντληση, η θλίψη και το παράπονό μου στην επιφάνεια και άρχισα να κλαίω, λέγοντάς του ότι ήμουν Ελληνίδα άνεργη και δεν είχα ιδέα ότι πήρα λάθος τρένο, αφού ήμουν μόλις ενάμιση μήνα στη χώρα και δεν ήξερα ακόμη καλά τα πράγματα. Μα εκείνος ήταν αλύγιστος στο καθήκον του, άφησε το χαρτί και έφυγε. Πήγε λίγο παραπέρα, σε μια συνάδελφό του, κάτι είπανε και άρχισαν να γελάνε. Η έρμη εγώ έκλαιγα βουβά, δεν είχα ούτε κουράγιο ούτε διάθεση να μαλώσω, μα ούτε και ήθελα να ακουστεί το κλάμα μου, κοιτούσα έξω από το παράθυρο τα δέντρα να φεύγουν βιαστικά προς τα πίσω και άφηνα τον πόνο μου να τρέχει από τα μάτια. Και τότε άκουσα μια ευγενική φωνή να μου μιλάει γερμανικά από την άλλη άκρη του διαδρόμου του βαγονιού, τρεις θέσεις πιο πέρα από μένα, στο απέναντι παράθυρο:

«Γιατί κλαίτε;»

Γύρισα και κοίταξα. Ένας άνδρας με ένα φορητό υπολογιστή μπροστά του με κοιτούσε λυπημένος. Σήκωσα τους ώμους μου συνεχίζοντας να κλαίω. Τι να του εξηγούσα; Ότι έφυγα με κατάθλιψη από τη χώρα μου τη φτωχή μα αγαπημένη και ήλθα εδώ… για να συμβαίνουν όλα αυτά; Ή να του έλεγα για το βιογραφικό και την ανεργία μου που ήταν μια ιστορία πόνων; Στράφηκα πάλι προς τα δέντρα που έφευγαν και συνέχισα να κλαίω. Με ξαναρώτησε:

«Γιατί κλαίτε; Αν κλαίτε απλά επειδή πήρατε πρόστιμο…» και σώπασε για μια στιγμή, κοιτώντας επιτιμητικά τον ελεγκτή, μετά στράφηκε πάλι προς το μέρος μου «…αν όμως κλαίτε επειδή δεν έχετε χρήματα…»

Τον κοίταξα, αλλά πάλι δεν απάντησα. Τι να του έλεγα, ότι τα έχω τα εξήντα ευρώ, που μου τα έστειλαν οι γονείς μου από τις πετσοκομμένες μνημονιακές συντάξεις τους, αλλά ήταν αδικία να τα πάρoυν οι Γερμανικοί Σιδηρόδρομοι, ενώ δεν έφταιγα; Στράφηκα πάλι προς το παράθυρο και προτίμησα να συνεχίσω το βουβό κλάμα μου. Και τότε σηκώθηκε από τη θέση του ο άνθρωπος, με πλησίασε και μου έβαλε εξήντα ευρώ στο χέρι. Αμέσως μού κόπηκε το κλάμα και με έπιασε το πατριωτικό φιλότιμο.

«Μα όχι, σας παρακαλώ, έχω χρήματα να τα πληρώσω!!!» είπα και του τα έδωσα πίσω. Εκείνος όμως αρνήθηκε να τα πάρει, λέγοντας συνέχεια στα γερμανικά ότι δεν πειράζει, ώσπου, επειδή αρνιόμουν επίμονα να τα κρατήσω, τον άκουσα ξαφνικά να λέει σε σπαστά ελληνικά:

«Δεν πειράζει! Καλά Χριστούγεννα!»

Αυτά τα λόγια, Σεπτέμβρη μήνα, για κάποιο λόγο έφεραν στον νου μου τον άνθρωπο αυτό να γιορτάζει Χριστούγεννα στην Ελλάδα και ίσως να έχει αγαπήσει τους Έλληνες. Υποχώρησα ηττημένη από την καλοσύνη του και τα δέχτηκα ευχαριστώντας τον θερμά, ενώ μέσα μου σκεφτόμουν πως το μόνο που θα μπορούσα να του προσφέρω σε αντάλλαγμα, αφού δεν τον ξαναείδα ποτέ από τότε, ήταν να μην τον βγάλω ποτέ από την προσευχή μου, όπως, φυσικά, και τον ελεγκτή και τη συνάδελφό του. Συνάμα ένιωσα ότι εκείνα τα εξήντα ευρώ ήταν η συγγνώμη της Γερμανίας για το άδικο πρόστιμο που μου επέβαλε. Μέσα σε λίγα λεπτά είχα δει δύο πρόσωπα αυτού του λαού, τον ψυχρό, τυπικό υπάλληλο και τον ευαισθητοποιημένο, αλληλέγγυο πολίτη και άνθρωπο. Έτσι, συνέχισα το σιωπηλό κλάμα μου, αλλά τώρα μαζί με δάκρυα βαθιάς συγκίνησης και ευγνωμοσύνης. Τα δέντρα συνέχιζαν να τρέχουν προς τα πίσω.

Φτάνοντας στο σταθμό του Μονάχου βγήκα από το τρένο μη μπορώντας να σταματήσω να κλαίω. Δεν πρόλαβα να βγω καλά καλά από την αυτόματη πόρτα, και με έπιασε αγκαζέ μια γλυκύτατη και χαμογελαστή νεαρή κοπέλα.

«Είδα ότι ο κύριος σάς έδωσε χρήματα», μου είπε με γλυκιά φωνή στα γερμανικά. «Χρειάζεστε κάτι άλλο;»

Δεν πίστευα στα αυτιά μου και της απάντησα αρνητικά, κλαίγοντας ακόμα περισσότερο τώρα με τόση καλοσύνη που μου έδειχνε.

«Ξέρετε πώς να επιστρέψετε στο σπίτι σας;»

Συνειδητοποίησα ότι από τα τόσα δάκρυα δεν μπορούσα καν να διακρίνω ποια γραμμή -από τις οχτώ που υπήρχαν- έπρεπε να πάρω για να επιστρέψω, χώρια που η ψυχολογία μου ήταν καταρρακωμένη και είχα αποσυντονιστεί τελείως. Ήμουν σαν χαμένη. Η κοπέλα με πήρε ευγενικά από το χέρι και με οδήγησε στη γραμμή του τρένου που θα έπαιρνα, αφήνοντάς με μπροστά στο ασανσέρ για την πλατφόρμα. Την ευχαρίστησα από την καρδιά μου κλαίγοντας και εκείνη έφυγε χαιρετώντας με χαμόγελο. Άλλη μια ισόβια κάτοικος της λίστας με τα ονόματα της προσευχής. Μπαίνοντας στο ασανσέρ βλέπω να με υποδέχονται τέσσερα πανέξυπνα παιδικά βλέμματα. Τέσσερα πανέμορφα Γερμανάκια του δημοτικού, ξανθομπάμπουρες, με κοιτούσαν με έκπληξη και έντονη ανησυχία.

«Γιατί κλαίτε;;;!!!»

Ακόμα περισσότερο κλάμα εγώ. Ένας με είχε αδικήσει και είχε στείλει ο καλός Θεός μου έξι να με παρηγορήσουν! Δεν απάντησα, πώς να απαντούσα!

«Μα γιατί κλαίτε;;; Χάσατε κάτι;;;» ρωτούσαν οι ψυχούλες μου, αλλά απόκριση δεν πήραν, μόνο ένα αρνητικό νεύμα και μια προσπάθεια να χαμογελάσω μέσα στους λυγμούς, ευγνωμοσύνης ένεκεν.

Περίπου ενάμιση μήνα μετά την άφιξή μου στη Γερμανία, οι φίλοι μου έφυγαν για διακοπές στην Ελβετία, τη χώρα όπου βρίσκεται και το κέντρο των Ανθρωποσοφιστών Μασόνων, το Ghoetheanum. Λίγο μετά την αναχώρησή τους, και αφού τους έγραψα τα μαντάτα για τις νέες αποτυχίες μου στην αναζήτηση εργασίας, μου πρότειναν να δώσω μια ευκαιρία και στην Ελβετία. Δεν ήθελα να πάω, είχα κακό προαίσθημα, αλλά επέμεναν, χρησιμοποιώντας μάλιστα το επιχείρημα ότι θα μπορούσα να φιλοξενηθώ σε μια ανθρωποσοφική σχολή χορού εκεί, και ίσως και να σπουδάσω χορό. Θα έμενα στην αίθουσα όπου είχαν το βεστιάριό τους οι μαθητευόμενες χορεύτριες. Τελικά, επειδή μου άρεζε από παλιά ο χορός και επειδή είχα πρόσφατη την απογοήτευση από τις προσπάθειές μου στη Γερμανία, αποφάσισα να το δοκιμάσω και αυτό.

Το κτίριο της σχολής ήταν, φυσικά, ανθρωποσοφικής αρχιτεκτονικής· δεν με ανάπαυε καθόλου η θωριά του. Αν και με υποδέχθηκαν με χαμόγελα και ευγένεια, και με τον ίδιο περίπου τρόπο με αντιμετώπιζαν όλοι εκεί, ωστόσο δεν μπορούσα καθόλου να αναπαυθώ σε κείνο το μέρος· κάτι υπήρχε που με απωθούσε. Αλλά αφού είχα κάνει ούτως ή άλλως τόσο μακρύ ταξίδι, αξιοποίησα την ευκαιρία να παρακολουθήσω δύο ή τρία μαθήματα χορού στις τέσσερις μέρες που έμεινα εκεί· οι φίλοι μου είχαν ήδη μιλήσει με τη διευθύντρια πριν πάω και ήταν πρόθυμη να μου το επιτρέψει, όπως έκανε και με άλλους επισκέπτες.

Ήταν πολύ παράξενο το αίσθημα. Οι χορευτικές ενδυμασίες τους παρέπεμπαν σε αρχαιοελληνική τραγωδία -αν εξαιρέσω τα ενίοτε πολύ έντονα χρώματα των υφασμάτων- και τριγύρω στους τοίχους υπήρχαν εικόνες που επίσης παρέπεμπαν στην αρχαία Ελλάδα. Οι χορογραφίες τους ήταν γεμάτες συμβολισμούς, δεν ήταν απλές κινήσεις για να τέρπουν τα μάτια. Μία από αυτές, για παράδειγμα, συμβόλιζε μια ιεραρχία αγγέλων. Τώρα, πώς συνδυάζεται η αρχαία Ελλάδα με τους αγγέλους -που εν προκειμένω δεν νοούνται ως αγγελιοφόροι-…αυτό είναι χαρακτηριστικό της Μασονίας, που θέλει να ανακατεύει τις θρησκείες, να γίνουν ένα μωσαϊκό για να πατήσει επάνω ο δικός τους ο ερχόμενος, ο Αντίχριστος. Άλλωστε δεν είναι όλοι οι άγγελοι του Θεού· και ο σατανάς άγγελος που εξέπεσε είναι.

Κάποια μέρα, αφού είχα παρακολουθήσει ως επισκέπτρια εκείνα τα λίγα μαθήματα και αφού είχα ήδη κουραστεί να είμαι διαρκώς σε υπερένταση από την επιφυλακή και την τάση φυγής που μου προκαλούσαν τα πάντα εκεί, με κάλεσε η διευθύντρια της σχολής στο γραφείο της, στο οποίο δέσποζε από ψηλά το πορτραίτο του Στάινερ. Ήταν ευγενέστατη, χαμηλών τόνων, με γλυκό χαμόγελο και μάτια που σε ακτινογραφούσαν. Με ρώτησε κάποια γενικά πράγματα, πώς μου φάνηκε η σχολή κλπ. Της είπα ευγενικά ότι μου φάνηκαν ενδιαφέροντα τα μαθήματα και της εξέφρασα τα θετικά αισθήματά μου για τον Στάινερ -κάτι που ακόμα ήταν αλήθεια τότε, μέσα στην τύφλωσή μου. Μόλις άκουσε αυτό το τελευταίο, το βλέμμα της έγινε ακόμα πιο διαπεραστικό, αλλά με έναν τρόπο που εμένα μού επέτεινε την επιφυλακή. Με ρώτησε αν θα ήθελα να σπουδάσω χορό, δηλαδή «Ευρυθμία», στη σχολή τους και, για να μην την προσβάλω λέγοντάς της ότι και μόνο η διαμονή στη σχολή με άγχωνε, ενώ τα μαθήματα δε μου είχαν προκαλέσει καμιά ιδιαίτερη συγκίνηση, απάντησα ότι ήταν πολύ ακριβή η ζωή στην Ελβετία, δε θα τα έβγαζα πέρα με τόσα έξοδα, αφού μόνο για τη σχολή θα χρειαζόμουν αρκετές χιλιάδες ευρώ το χρόνο, πράγμα που ήταν αλήθεια. Και τότε, τελείως αναπάντεχα, μου πρότεινε να σπουδάσω με υποτροφία…δηλαδή δωρεάν! Η αλήθεια είναι ότι, μόλις το άκουσα αυτό, κολακεύτηκα. Με τη γνωστή μου μωροκενοδοξία – πόσο βαρύ αυτό το μίασμα, Χριστέ μου, μελάνιασε η ψυχή μου να το κουβαλάω τόσα χρόνια!-, σκέφτηκα ότι μάλλον θα είχαν διαπιστώσει όλοι εκεί το φοβερό και τρομερό ταλέντο μου στο χορό και δεν θα ήθελαν να χάσουν μια τόσο δυνατή μαθήτρια. Τώρα που κοιτάω πίσω, θεωρώ πολύ πιο πιθανό να τους κέντρισε το ενδιαφέρον ο προσηλυτισμός μιας Ορθόδοξης στον Ανθρωποσοφισμό. Θα μου πεις, πόσο Ορθόδοξη ήμουν, εφόσον μπαινόβγαινα από αίρεση σε αίρεση; Ουσιαστικά δεν ήμουν Ορθόδοξη, πλανεμένη ήμουν, δεν έπαυα όμως να φέρω το ανεξίτηλο άγιο Βάπτισμά μου -που είναι κόκκινο πανί για το μαινόμενο ταύρο, το διάβολο-, ασχέτως αν αγνοούσα ότι είχα βγει και πάλι εκτός Εκκλησίας. Γιατί αυτό συμβαίνει όταν μετέχουμε στις αιρέσεις, βγαίνουμε εκτός Εκκλησίας, παύουμε πλέον να είμαστε μέλη του μυστικού Σώματος του Χριστού.

Δεν ξέρω πόσοι Πνευματικοί μπαίνουν στον κόπο να προειδοποιήσουν τα πνευματικοπαίδια τους, ότι με τις διάφορες αιρέσεις και ιδεολογίες, τις ατραπούς, τις γιόγκες, τα βουδιστικά μοναστήρια, τα ινδουϊστικά άσραμ και όλα αυτά τα νεοεποχίτικα «μονοπάτια αυτοενδυνάμωσης και αυτοεκπλήρωσης» και λοιπών «αυτο»-πεποιθήσεων οι Χριστιανοί ουσιαστικά αποκόπτονται από τον Χριστό και την Εκκλησία Του. Και, αν το σκεφτείς, επόμενο είναι να αποκόπτονται. Όταν λέμε με τον τρόπο μας στον Θεό, «Δεν Σε πιστεύω ούτε Σε χρειάζομαι, έχω βρει έναν έναν δάσκαλο που μου μαθαίνει να τα καταφέρνω όλα μόνος μου, γιατί έχω απέραντες δυνατότητες μέσα μου που είναι ανεκπλήρωτες και αναξιοποίητες και Εσύ μου τις κρύβεις, Θεέ!»…ε, μετά δεν πρόκειται να μας κρατήσει κοντά Του με τη βία ο Κύριος, σέβεται την ελευθερία μας. Ακριβώς επειδή Αυτός έδωσε την ελευθερία στον Άνθρωπο, επέτρεψε στον Αδάμ και την Εύα τη δυνατότητα να πέσουν, αν το επέλεγαν, και εκείνοι έπεσαν και ξέπεσαν από τον Παράδεισο. Αυτό είναι το «μυστήριο της ελευθερίας», όπως είπε κάποτε ο π. Αθανάσιος. Και επειδή βλέπει ο διάβολος ότι μυαλό δε βάζουμε εμείς οι εικόνες του Θεού, τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο χρησιμοποιεί ακόμα εδώ και τόσες χιλιετίες, εκείνο το γνωστό και τραγικό «Έλα να σου δείξω πώς να ανεβείς στον Ουρανό χωρίς τον Θεό». Δύστυχοι, ταλαίπωροι που είμαστε, αν επιδιώκουμε τη θέωση έξω από την Ορθοδοξία!

Δοξάζω τον Κύριο που η ανόητη κενοδοξία μου δεν είχε φτάσει σε τέτοια ύψη, ώστε να δεχθώ εκείνη την πρόταση της διευθύντριας μόνο και μόνο επειδή με κολάκευε. Ίσως και να αρνήθηκα επειδή είχα παρατηρήσει πώς μπαίνανε οι σπουδαστές και οι σπουδάστριες στη σχολή και πώς βγαίνανε. Ήταν πραγματικά θλιβερό να το βλέπεις. Στις δύο πρώτες τάξεις οι σπουδαστές σού έδιναν την αίσθηση της νεολαίας που θέλει να μάθει, να χαρεί και να απολαύσει, είχαν μια κάποια ανθρώπινη ζεστασιά. Στις δύο ανώτερες τάξεις έβλεπες πλάσματα ψυχρά, απόμακρα, σαν κάτι να είχε σκληρύνει μέσα τους, το έβλεπες και στα μάτια τους, αλλά ακόμα και στη στάση του σώματός τους. Και δεν ήταν μόνο τα μαθήματα χορού, βέβαια. Η όλη διδασκαλία συμπεριλάμβανε και το πνευματικό μέρος.

Μια φορά θυμάμαι, απομεσήμερο, είχα μόλις επιστρέψει στη σχολή από μια εξερεύνηση της γύρω περιοχής – η οποία ήταν χαρακτηριστικά καταπράσινη, αλλά επίσης ψυχρή και μυστηριωδώς εχθρική για την καρδιά μου, διώχνοντάς με κι αυτή με τον τρόπο της- και πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω το λιτό γεύμα μου· ψώνιζα τρόφιμα από έξω, εννοείται, αν και ήταν πανάκριβα, δεν τους επιβάρυνα. Υπήρχε άκρα ησυχία στο κτίριο, δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα και νόμιζα πως ήμουν μόνη μου. Απόρησα για λίγο πού να πήγαν όλοι τους, αλλά δε με απασχόλησε για πολύ. Και καθώς έτρωγα ήσυχα, ξαφνικά ακούω από μια κλειστή αμφιθεατρική αίθουσα εκεί δίπλα πολλές φωνές μαζί, εναρμονισμένες σαν σε χορωδία, να ψάλλουν κάτι που θύμιζε τελετουργικό ύμνο. Ταράχτηκαν τα σωθικά μου στο άκουσμα αυτό, γιατί είχε μια γοητεία – θυμάσαι τι σημαίνει γοητεία; – παράξενη αλλά και σκοτεινά υποβλητική συγχρόνως. Αναρωτήθηκα τι να ήταν αυτό που ακουγόταν. Πολύ γρήγορα μού λύθηκε η απορία, γιατί σε λίγο άνοιξε η πόρτα και άρχισαν να ξεχύνονται από μέσα μαθήτριες και μαθητές από όλες τις τάξεις…έβγαιναν και έβγαιναν… όλη η σχολή πρέπει να είχε μαζευτεί σ’ εκείνον το χώρο. Είχα μείνει εμβρόντητη. Από την απάντηση που έλαβα όταν ρώτησα, συμπέρανα ότι αυτό που άκουσα ήταν αυτό που ακολούθησε μετά από έναν ομαδικό διαλογισμό.

Η καρδιά μου είχε σφιχτεί τελείως εκεί πέρα και πλέον ήξερα ότι ήταν καιρός να φύγω· και πολύ είχα μείνει. Ωστόσο, πριν επιστρέψω στη Γερμανία, ήθελα να επισκεφθώ το Ghoetheanum, για το οποίο είχα ακούσει πολλά από τους Ανθρωποσοφιστές φίλους μου. Ξεκίνησα, λοιπόν, για να το δω κι αυτό. Η διαδρομή ήταν αρκετά γραφική, αλλά εμένα η καρδιά μου ήταν σφιγμένη σε όλη τη διάρκεια. Όσο πλησίαζα προς το κτίριο, αυξανόντουσαν τα κτίσματα με ανθρωποσοφική αρχιτεκτονική και αυτό μου προκαλούσε ακόμα περισσότερο σφίξιμο· για κάποιο λόγο, όμως, ήθελα να πάω, είτε από περιέργεια, είτε επειδή έπρεπε να καταχωρήσω και αυτή τη σημείωση στο νοητό αρχείο μου για το ταξίδι αυτό.

Έφτασα αργά το απόγευμα, ξέροντας ότι δεν είχα περιθώριο να μείνω πολύ, θα έπρεπε να επιστρέψω πριν σκοτεινιάσει. Μπήκα στο κτίριο και αμέσως μόλις πέρασα από την κεντρική είσοδο είδα πάρα πολλά βλέμματα παρευρισκόμενων να πέφτουν αυτομάτως επάνω μου εξεταστικά, σαν να αντιλήφθηκαν πάραυτα ότι ήμουν ξένη. Ήταν σαν να «πάγωσαν» οι κινήσεις τους για μια στιγμή. Φόρεσα, λοιπόν, κι εγώ ένα ψυχρό, απρόσωπο ύφος και προχώρησα με ταχύ βήμα προς τις σκάλες χωρίς να πολυκοιτάω τριγύρω. Η επίσκεψή μου ήταν καθαρά διεκπεραιωτική: ήθελα να δω τι είχε πια εκείνο το μέρος με την κακάσχημη θωριά και ήταν τόσο διάσημο. Όμως, για να είμαι ειλικρινής, δεν έμαθα ποτέ. Η κεντρική, μεγάλη αίθουσα ήταν κλειστή εκείνη την ώρα και οι υπόλοιποι χώροι από όπου πέρασα βιαστικά ήταν κλειδωμένοι με άλλο τρόπο, όπως, δηλαδή, είναι κλειδωμένη μια πεμπτοβάθμια εξίσωση για κάποιον που δεν έχει ιδέα από άλγεβρα. Μπορείς να τη γράψεις σε μια γιγαντοαφίσα στο κέντρο της πόλης, να τη βλέπουν όλοι, αλλά κανείς να μη καταλαβαίνει τίποτα, αν δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις μαθηματικών. Δεν είναι, λοιπόν, κλειδωμένη; Κάπως έτσι ένιωσα και εκεί μέσα. Ούτε καν θυμάμαι τι ακριβώς είδα, τα έσβησε σχεδόν όλα η μνήμη μου· μόνο μια βαριά, σκοτεινή αίσθηση έχω κρατήσει ως ανάμνηση, αλλά πραγματικά δεν συγκράτησα ούτε κατάλαβα τι είδα. Και επειδή το περιβάλλον με έδιωχνε πάρα πολύ έντονα, δεν έβλεπα την ώρα να φύγω. Η όλη επίσκεψη κράτησε λίγα λεπτά. Είναι ανυπόφορο το αίσθημα όταν ένας τόπος ή μια κατάσταση με διώχνει έτσι· νιώθω σαν να έχω μέσα μου τεντωμένο ένα μεταλλικό σύρμα που πάλλεται δυνατά και δε με αφήνει να ηρεμήσω αν δεν απομακρυνθώ. Ο Κύριος επέτρεψε να βρεθώ σε εκείνο το μέρος, σ’ εκείνη τη σχολή και σε εκείνο το μασονικό κέντρο, αλλά από την αγάπη Του δε μου επέτρεψε να μείνω, αλλιώς θα μπορούσε να έχει απενεργοποιήσει αυτόν τον συναγερμό εντός μου και να νιώθω ότι όλα είναι καλά και αθώα. Πάντως, αν βρεθεί ο άνθρωπος σε πνευματικά δυσώδεις καταστάσεις, εκτιμά πολύ περισσότερο την ευωδία του Χριστού μετά.

Με μεγάλη ανακούφιση αποχαιρέτισα τη σχολή, αφού τους ευχαρίστησα για την ευγενική φιλοξενία τους, και ξεκίνησα για το ταξίδι του γυρισμού. Μετά από αυτό το άσχημο και δύσκολο, ψυχικά, τετραήμερο, η Γερμανία πλέον μού φάνταζε σαν δεύτερο σπίτι. Μόλις επιβιβάστηκα στο γερμανικό κόκκινο τρένο της επιστροφής, ένιωσα ανακουφισμένη που πατούσα σε γερμανικό έδαφος, έστω και εκτός Γερμανίας. Φαντάσου! Στη διάρκεια του ταξιδιού είχα την ευκαιρία να θυμηθώ την αυθόρμητη, χαρούμενη ευγένεια των Γερμανών -ή έστω κάποιων από αυτούς…-, όταν ήλθε η χαρωπή ελέγκτρια των εισιτηρίων να μου πει ότι καθόμουν σε λάθος θέση· έπρεπε, λέει, να καθίσω στο απέναντι παράθυρο για να μπορέσω να θαυμάσω τους καταρράκτες ενός μεγάλου ποταμού που έρρεε στην κοιλάδα δίπλα από τις γραμμές του τρένου! Συγχώρα με που δε θυμάμαι ποιος ποταμός ήταν, ποτέ δεν ήμουν καλή στη γεωγραφία.

Και έτσι, λοιπόν, επέστρεψα στη χαρούμενη -όπως μου φαινόταν τότε- Βαυαρία, όπου οι άνθρωποι έστηναν ομοιώματα πελαργών έξω από τα σπίτια τους όταν γεννιόταν ένα παιδί στην οικογένεια, αλλά και όπου έβλεπες συχνά στους δρόμους σημάδια χθεσινής μέθης, εκεί που κάποιοι είχαν αδειάσει τα σωθικά τους στα πεζοδρόμια, ίσως μετά από πολλές μπύρες. Οι φίλοι μου μού είχαν πει ότι αρχικά ο Στάινερ σκεφτόταν να χτίσει το Ghoetheanum στη Βαυαρία, αλλά δεν το έκανε, ακριβώς λόγω της μέθης, που ήταν συχνό φαινόμενο εκεί. Ειρωνικό, αλλά ίσως τελικά να τους έσωσε τους Βαυαρούς το οινόπνευμα από κείνο το επιπλέον σκοτάδι των Ανθρωποσοφιστών, αν και, από ό,τι έχω ακούσει, δεν είναι απαλλαγμένο από τη Μασονία αυτό το γραφικό κρατίδιο.

Από κάποιο σημείο και μετά, οι δύο Ανθρωποσοφιστές φίλοι μου με καλούσαν και σε κατ’ οίκον συνάξεις λίγων ατόμων, όπου διαβαζόταν μια Ευαγγελική περικοπή και μετά την ανέλυε ο άνδρας από το ζευγάρι, ο πιο διαβασμένος, ενώ οι υπόλοιποι μπορούσαμε, αν θέλαμε, να διατυπώσουμε απορίες ή σχόλια πάνω στο κείμενο που διαβάστηκε. Η ανάγνωση του κειμένου γινόταν στα γερμανικά, αρχαιοελληνικά και αγγλικά, αφού οι παρευρισκόμενοι είχαμε ο καθένας ως μητρική μια από τις γλώσσες αυτές. Σε εκείνες τις συνάξεις άκουσα αρκετές νοσηρές και κακόδοξες τοποθετήσεις, όπως αυτή σχετικά με το αστέρι της Βηθλεέμ, το οποίο αυτοί υποστηρίζουν ότι ήταν η πνευματική λάμψη του Βούδα που παρευρισκόταν στην κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (!!!). Επίσης, κατ’ αυτούς ο Χριστός είναι απόγονος του Ζαρατούστρα και κατοικεί στον ήλιο (!!!). Το μασονικό μωσαϊκό που λέγαμε: με δύο μόνο θέσεις έσμιξαν ήδη το Χριστιανισμό με το Βουδισμό και το Ζωροαστρισμό. Βέβαια, όταν ρώτησα γιατί ο Δημιουργός του Σύμπαντος θα επέλεγε έναν τόσο μικρό, συγκριτικά, αστέρα όπως ο ήλιος για να κατοικήσει, απάντηση δεν πήρα. Επιπλέον, για αυτούς η Παναγία μας ήταν Παρθένα μέχρι τη Γέννηση του Χριστού μας, ίσως ούτε καν μέχρι τότε· μετά υποστηρίζουν ότι ήλθε σε συνεύρεση με τον Ιωσήφ και γέννησε και άλλα παιδιά. Ντρέπομαι και μόνο που τα αναφέρω αυτά τώρα και δεν μπορώ ακόμα να πιστέψω ότι εκστόμιζα μαζί τους τέτοιες βλασφημίες, ακόμα και το ότι ανεχόμουν, η ελεεινή και τρισάθλια, αν και βαπτισμένη Ορθόδοξη, να τις ακούω, όπως επίσης δεν μπορώ να πιστέψω ότι είμαι ακόμα ζωντανή μετά από τέτοιες ύβρεις κατά του Θεού μου και της Θεοτόκου. Άπειρο το έλεος και η μακροθυμία του Θεού μας.

Μου είχαν δώσει και κάποια ηχητικά αρχεία να ακούω, τα οποία ήταν ηχογραφημένες αναγνώσεις αναλύσεων του Στάινερ στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Δε θυμάμαι τι έλεγαν, πέρα από μια εμμονή με τα πολλαπλάσια του επτά, που σχετίζονταν, αν δε με απατά η μνήμη μου, με τη γενεαλογία του Χριστού μας. Πάντως μού είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον και την περιέργεια και τις άκουγα στην αρχή με πολλή όρεξη, ώσπου από κάποιο σημείο και μετά άρχισαν για κάποιο λόγο να μου χαλούνε το στομάχι όσο προχωρούσαν. Επίσης άρχισα να έχω μια άσχημη αίσθηση μέσα μου από τα ακούσματα εκείνα, μια αίσθηση από ζοφερά δωμάτια με μολυσμένο αέρα. Ω, η ορεινή η αύρα και το αλμυρό το πέλαγος της Ορθοδοξίας, ο ωκεανός ο ηλιοφιλημένος από τον νοητό τον Ήλιο, ο ουρανός ο έναστρος, το γλυκοχάραμα το ανοιξιάτικο και αναστάσιμο της Πίστης της αγίας!!! Τι θησαυρό έχουμε απέραντο και τον περιφρονούμε για να αναζητήσουμε ξένες διδασκαλίες, άρρωστες, μόνο και μόνο επειδή μας γαργαλούν την περιέργεια και την υπαρξιακή μας βουλιμία! Αφήνουμε το καθάριο νερό της πηγής και τρέχουμε σε φτηνά και νοθευμένα κρασιά που το μόνο που κάνουν είναι να μας ναρκώνουν και να μας αρρωσταίνουν. Λυπήθηκα τα παιδάκια κάποιων Ανθρωποσοφιστών που γνώρισα εκεί, τρία πανέμορφα παιδάκια, και τα δύο μεγαλύτερα είχαν ήδη πάρει και αυτά στο βλέμμα τους τη δαιμονική έπαρση του πλανεμένου, μόνο ο μικρούλης είχε μείνει ακόμα παιδί, είχε την καθάρια χαρά του παιδιού στα μάτια του. Κάτοικοι κι αυτοί στη λίστα με τα ονόματα, πόσο πονάω γι’ αυτές τις ψυχές!

Είναι πολύ πιο εύκολο να γλιτώσει κανείς από τα ναρκωτικά, την ιεροδουλία, το έγκλημα, παρά από τέτοιες πλάνες. Πόσοι φονιάδες και ληστές, σαν τον αγαπητό αδελφό μας τον Κωνσταντίνο Πάσσαρη – πρέσβευε, Άγιε Μωυσή Αιθίοπα!-, ή πόσοι βλάσφημοι, σαν τον εκδημήσαντα αδελφό μας τον Δημήτρη Πανούση -που όλοι τον ξέραμε ως «Τζίμυ»-, μετανοούνε και τους βλέπεις μεταμορφωμένους, αγνώριστους, σταυροαναστάσιμους! «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου»! Πρόθυμος και έτοιμος πάντα είναι ο Χριστός να απλώσει το χέρι στο παιδί Του και με ένα άγγιγμά Του θεϊκό να το θεραπεύσει, να το αναγεννήσει, να το μεταμορφώσει. Σε εμάς αφήνεται το ναι ή το όχι, σε μας αφήνεται το μέλλον, το αν θα αφεθούμε ή αν θα αρνηθούμε. Ο πρώτος άνθρωπος που μπήκε στον Παράδεισο δεν ήταν η Παναγία, ούτε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ούτε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Ηγαπημένος Μαθητής ούτε κανείς Απόστολος ή κάποια από τις Μυροφόρες…ήταν ο Ληστής που μετανόησε πάνω στο σταυρό του, δίπλα στον Σταυρό του Κυρίου, ο Ληστής που Τον πίστεψε όχι βλέποντας κάποια θαυματουργική θεραπεία, κάποιον εξορκισμό ή κάποια νεκρανάσταση, αλλά όταν Τον είδε να συγχωρεί τους Σταυρωτές Του και να ζητάει γι’ αυτούς συγχώρεση από τον Θεό Πατέρα, λίγο πριν πεθάνει βγάζοντας φωνή μεγάλη και άρα δυνατή, φωνή που δεν ανήκε σε απλό άνθρωπο θνητό, εξαντλημένο από το αβάσταχτο μαρτύριο και την αιμορραγία της σταύρωσης, αλλά σε Κάποιον που επέλεξε ο Ίδιος πότε και πώς θα παραδώσει το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα. Και ενώ πριν Τον χλεύαζε τον Χριστό ο Ληστής, μαλάκωσε η καρδιά του, έλιωσε σαν το κερί που το πλησιάζει η φωτιά… και πίστεψε και σώθηκε! Αυτό εύχομαι για όλους τους ανθρώπους, να βιώσουν την αγάπη του Χριστού μας, να ζεσταθούν οι καρδιές τους απ’ αυτήν, να φωτιστούνε οι ψυχές τους απ’ το φως Του, να γιατρευτούν με το άγγιγμά Του οι πληγές τους!

Βλέπω την Ανθρωπότητα -που έχει πια όντως καταντήσει σκυθρωπότητα!- να επιμένει να βαδίζει ξυπόλυτη στ’ αγκάθια και πονάω, πονάω με την τύφλωση και την αλαζονεία μας, με το πείσμα ή την ηττοπάθεια, πονάω με την άρνηση, το φόβο, την υποκρισία και τα ψεύδη μας. Πονάω που νικάει ο διάβολος στον πόλεμο εδώ χάμω, πονάω που χάνονται ψυχές, πονάω που το μέλλον σκοτεινιάζει ολοένα. Πονάω για τους ισχυρούς μα και θυμώνω με τους ισχυρούς -με ράσα ή χωρίς- που πλανούνε τους λαούς με τις αιρέσεις και τα λοιπά αρρωστημένα ψεύδη και τις μοχθηρίες τους, μα ο θυμός δε βοηθά στην προσευχή, προσπαθώ να τον φιλτράρω, να μένει μόνο ο πόνος μέσα μου κείνες τις ώρες. Κρατάω, ωστόσο, τον θυμό -που είναι νεύρο της ψυχής και μας τον έδωσε ο Θεός για να τον στρέφουμε κατά του διαβόλου, όχι κατά των συνανθρώπων μας-, κρατάω τον θυμό τον ιερό, την ιερή αγανάκτηση, ως καύσιμο κι ορμή για να αγωνιστώ, με τη βοήθεια του Θεού, κατά των δυνάμεων του σκότους, όσο μου παρέχει τη δύναμη ο Κύριος, Αυτός που είναι η δύναμή μου.

Θα αναρωτιόταν, ίσως, κανείς, για ποιο λόγο επέμενα να πηγαίνω σε κείνες τις άψυχες, νεκρές, δαιμονικές συνάξεις των δύστυχων Μασόνων, έστω αυτές τις τρεις ή τέσσερις φορές που πήγα, και στις λοιπές κατ’ οίκον συναντήσεις, αφού μάλιστα δεν έπαιρνα τίποτα καλό από αυτές· αντιθέτως, μόλυνα την ψυχή μου προδίδοντας, έστω και εν αγνοία, την αγία Πίστη μου. Προς απάντηση θα έλεγα ότι, ως πλανεμένη και ακατήχητη που ήμουνα η ίδια, και μάλιστα με την επιπλέον θόλωση της κατάθλιψης, η οποία από μόνη της οδηγεί σε αυτοκαταστροφικές οδούς, δεν είχα ορθό κριτήριο ούτε ορθό αισθητήριο περί του τι με βλάπτει και τι όχι. Πήγαιναν εκεί οι φίλοι μου και τους ακολουθούσα τυφλά και παθητικά, όπως παλιότερα είχα ακολουθήσει επανειλημμένως άλλους φίλους σε μέρη που μου ήταν αδιάφορα ή και απωθητικά. Δεν είχα ιδέα ότι όσοι συνάζονταν εκεί ήταν αιρετικοί και μάλιστα Μασόνοι και ότι η συμπροσευχή μαζί τους τιμωρείται με ποινή αφορισμού από τους Ιερούς Κανόνες8· νόμιζα ότι απλώς είχαν έναν άλλο τρόπο να αντιλαμβάνονται τον Χριστιανισμό, αυτό μου έλεγε η θολωμένη διάνοιά μου και ο διάβολος που μου μιλούσε δι’ αυτής. Και ίσως να υπάρχει γενικώς αυτή η εσφαλμένη εντύπωση στο λαό, περί των αιρέσεων ως απλώς διαφορετικής αντίληψης του Χριστιανισμού, αλλιώς δεν θα βλέπαμε, λόγου χάρη, Ελληνορθόδοξους στη Γερμανία να παίρνουνε αντίδωρο από χέρι Παπικού «ιερέα» μέσα σε Ορθόδοξο Ναό, όπως έγινε στην αρχή της εμφάνισης της ψευδοπανδημίας του κορωνοϊού, ούτε Παπικό «Αρχιεπίσκοπο» να παρευρίσκεται στον Εσπερινό της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Τήνο. Βολεύει και εξυπηρετεί τον Οικουμενισμό να μην γνωρίζουν οι πιστοί την αλήθεια της ίδιας της Πίστης τους, να μην έχουν αντιαιρετική Κατήχηση, ώστε να είναι πιο εύκολα χειραγωγήσιμοι στις αιρετικές ατραπούς προς τις οποίες σταδιακά και μεθοδευμένα καθοδηγούνται. Μέχρι να καταλήξω, λοιπόν, και εγώ η τότε πλανεμένη σε Ορθόδοξους χώρους λατρείας, πειραματιζόμουν δώθε κείθε με πολύ ψυχικό και πνευματικό κόστος.

Έτσι, βρέθηκα και σε μία ψευδολειτουργία Παπικών. Τις χαρακτηρίζω όλες αυτές ως ψευδολειτουργίες, επειδή, σύμφωνα και με τους Ιερούς Κανόνες -οι οποίοι είναι αναπόσπαστο μέρος της Ορθόδοξης Παράδοσης και φρουροί της Πίστης-, εκτός της Ορθοδοξίας δεν υπάρχει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και πώς θα μπορούσε να υπάρχει, αφού οι ταλαίπωροι αιρετικοί εμμένουν σε μια εωσφορικά λανθασμένη αντίληψη για τον Άγιο Τριαδικό Θεό μας και τόσα άλλα θεμελιώδη θεολογικά θέματα; Εφόσον, λοιπόν, δεν υπάρχει Χάρη, δεν υπάρχουν και Μυστήρια έγκυρα. Αυτό σημαίνει ότι ούτε το βάπτισμά τους είναι έγκυρο, ούτε οι χειροτονίες τους, ούτε οι γάμοι τους κ.ο.κ.. Εκείνη, λοιπόν, η ψευδολειτουργία των Παπικών ήταν πάλι μια άψυχη κατάσταση, αν και τη νέκρα της αντίστοιχης Ανθρωποσοφικής δεν ξέρω ποιος τάφος μπορεί να τη φτάσει. Λίγο καιρό πριν φύγω για τη Γερμανία, όταν είχα επισκεφθεί για λίγο τις Κυκλάδες, είχα επίσης παρευρεθεί σε έναν εσπερινό σε παπικό μοναστήρι, και ήταν εμφανής η προσπάθεια της ηγουμένης να με τραβήξει προς τον Παπισμό μέσα από το κίνημα των Focolare, αλλά, δόξα τω Θεώ, δε μου φάνηκε θελκτική η πρότασή της και δεν ασχολήθηκα καθόλου.

Επίσης, εκεί στη Βαυαρία παρευρέθηκα σε σύναξη «ελεύθερης εκκλησίας», αμερικανικής προέλευσης, όχι πια σε ναό αλλά σε ένα απλό κτίσμα. Ένας Αμερικανός ιεροκήρυκας υποτίθεται πως «κήρυττε τον λόγο του Θεού» με έναν πολύ «χαρούμενο» τρόπο, ενώ μόλις τελείωσε την ομιλία του, οι δύο νεαρές κόρες του τραγούδησαν, παίζοντας η μία ηλεκτρική κιθάρα και η άλλη καχόν – ένα κρουστό σύνηθες στο φλαμένκο -, ενώ το κοινό από κάτω σιγοντάριζε τους στίχους των «χριστιανικών τραγουδιών» διαβάζοντάς τους από μια γιγαντοοθόνη… Από ό,τι κατάλαβα, σε εκείνη τη σύναξη πήγαιναν άνθρωποι που είχαν κουραστεί ή απηυδήσει από την παπική ή την προτεσταντική καταπίεση και ήθελαν κάτι πιο ανάλαφρο. Ήταν όλοι τους ενθουσιασμένοι. Προσωπικά μού φάνηκε παντελώς αδιάφορη εκείνη η μάζωξη· σαν να είχα πάει σε μια μουσική συνεύρεση όπου έτυχε να μιλήσουν και για τον Θεό λίγο πριν το ομαδικό γεύμα.

Γλυκό κι αγιασμένο αγκυροβόλι μου!

Εκεί κοντά στον τόπο όπου έμενα, υπήρχε ένα Ρωσικό Ορθόδοξο Μοναστήρι. Μου είχε μιλήσει η φίλη μου γι’ αυτό, για το πόση κατάνυξη είχε νιώσει εκεί, και μια μέρα πήγαμε να το επισκεφθούμε. Με έκπληξη είδα τη φίλη μου να κάνει τον σταυρό της ορθόδοξα και όχι με τον κυκλικό τρόπο των Ανθρωποσοφιστών, για να δείξει στη Μοναχή που μας υποδέχθηκε ότι ήταν βαπτισμένη Ορθόδοξη. Δεν το σχολίασα, αν και με ενόχλησε. Κακώς· αν είχα γνώση και εγρήγορση θα είχα ενημερώσει τη Μονή άμεσα. Και το αναφέρω τώρα αυτό, επειδή κάπως έτσι καμουφλάρονται κάποιοι Μασόνοι, παριστάνοντας τους Ορθόδοξους, ενώ δεν είναι. Κατά έναν άκρως ειρωνικό τρόπο, εκείνη η γυναίκα ήταν ο μόνος άνθρωπος που είδα ποτέ να βουρκώνει μόνο και μόνο επειδή ανέφερε το όνομα του Χριστού. Μόνο που ο «Χριστός» τους δεν είναι ο Χριστός μας! Λένε ψέματα στον κόσμο, παραπλανούν και συμπαρασύρουν δολίως ψυχές στην απώλεια. Ο δικός μας Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, ο αληθινός Θεός εκ Θεού αληθινού και Κύριος των πάντων, γεννήθηκε κατά σάρκα ασπόρως από τον Εβραϊκό λαό, από τη φυλή του Ιούδα, από τη Θεοτόκο και Αειπαρθένο Μαρία, η Οποία ήταν απόγονος του Βασιλιά Δαυΐδ. Καμία σχέση δεν είχε ο Χριστός μας με τον Ζαρατούστρα, ούτε η Παναγία μας συνήλθε ποτέ με τον Ιωσήφ για να γεννήσει άλλα αδέλφια στον Χριστό, όπως βλάσφημα πιστεύουν και λέγουν οι αιρετικοί εκείνοι, ούτε κατοικεί ο Θεός μας στον ήλιο, ούτε βγήκε η ψυχή του Βούδα από τον άδη για να πλαισιώσει με την υποτιθέμενη «λάμψη» της τη Γέννηση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού εμφανιζόμενη ως Αστέρι της Βηθλεέμ, για να αναφέρω ελάχιστες από τις οικτρές κακοδοξίες τους.

Το Μοναστήρι εκείνη τη μέρα δε μας δέχθηκε. Οι Μοναχές ήταν σε ώρες ανάπαυσης και φύγαμε χωρίς να τις ενοχλήσουμε. Ξαναπήγα, όμως, κάποια στιγμή μόνη μου. Η Ηγουμένη με υποδέχθηκε με συγκρατημένο χαμόγελο και ερευνητικό βλέμμα. Ίσως και να έβλεπε το χάος και το βόρβορο που υπήρχε μέσα μου, ποιος ξέρει. Κάλυψα το κεφάλι μου με ένα μαντήλι, όπως μου είπε, και μπήκα στο χώρο όπου θα τελούσαν τον Εσπερινό. Ω, εκείνες οι αγγελικές ρωσικές φωνές! Τρεις Αδελφές ήταν όλες κι όλες και ακουγόντουσαν σαν ολόκληρη χορωδία! Εκεί η καρδούλα μου γαλήνεψε, εκεί ένιωσα επιτέλους κατάνυξη και εμπιστοσύνη. Δυστυχώς το ανακάλυψα λίγο αργά αυτό το μέρος, με τη γνωστή καθυστέρηση που με χαρακτηρίζει λόγω της αναβλητικότητας και της βραδύτητάς μου, και δεν μπόρεσα να παρευρεθώ σε πολλές Ακολουθίες. Ο χειμώνας είχε προχωρήσει και ήταν δύσκολο να διανύσω όλη εκείνη την απόσταση με τα πόδια ή έστω και με το ποδήλατο, αφού η Μονή ήταν πάνω σε ένα ύψωμα και ο δρόμος δεν ήταν πάντα εύκολος, στην ολισθηρή ανηφόρα και ανάμεσα στους αγρούς, ιδίως όταν χιόνιζε ή όταν νύχτωνε. Αν και όλα αυτά μπορεί να ήταν και δικαιολογίες, γιατί ό,τι μας ωφελεί πραγματικά, ο διάβολος – με σύμμαχο τη φυγοπονία μας – το κάνει συχνά να φαίνεται δύσκολο, δύσβατο, δυσπρόσιτο. Ωστόσο, εκεί με επισκέφθηκε για τρίτη φορά ο Ναυαγοσώστης μου.

Ήταν πάλι ένας Εσπερινός, μέσα στην αίθουσα που ήταν ο προσωρινός χώρος Λατρείας τους, αφού ο κανονικός Ναός χτιζόταν ακόμα στο προαύλιο της Μονής. Οι τρεις Αδελφές έψαλλαν στο Αναλόγιο, οι πιστοί όρθιοι, σιωπηλοί και ακίνητοι άκουγαν με ευλάβεια. Καθώς, λοιπόν, άκουγα τις ψαλμωδίες, με το κεφάλι σκυμμένο και καταλαβαίνοντας μόνο με την καρδιά και όχι με τον νου μου – αφού όλα ήταν στα ρωσικά, που δεν τα μιλάω-, στο ιλαρό και γαλήνιο φως των κεριών, ένιωσα να εμφανίζεται και να απλώνεται σιωπηλά και ειρηνικά μέσα μου ολόκληρος ο Σταυρός. Ένιωσα ότι ο Σταυρός με κατέλαβε ολόκληρη, με κατακυρίευσε από άκρο σε άκρο. Και εύχομαι με όλη μου την ψυχή να μην ξαναβγεί ποτέ ξανά από μέσα μου. Είναι μια επίγεια κόλαση της ψυχής η πλάνη, ασχέτως αν δεν το αντιλαμβανόμαστε. Ξέρω πως είμαι αμαρτωλή, ξέρω πως φέρω πολλές ατέλειες, αλλά ανήκω και θέλω να ανήκω μόνο στον Άγιο Τριαδικό Θεό μου, γιατί Αυτός είναι η ζωή μου, το φως και η ανάσα μου, η χαρά και η ειρήνη μου, η αγάπη και ο έρωτας και το αίμα της καρδιάς μου. Αυτός μού δίνει δύναμη να αντέχω, να υπομένω, να επιμένω, να Τον προσμένω, μέχρι τη στερνή πνοή μου και με οποιοδήποτε τίμημα.

Περίπου τρεις εβδομάδες πριν επιστρέψω, τελικά, στην Ελλάδα, είχα τη χαρά να βρεθώ και σε Ελληνορθόδοξο Ναό. Άργησα, αλλά κάποτε επιτέλους κατάλαβα ότι άδικα πάσχιζα να αναπαύσω την ψυχή μου σε ξένους δρόμους, σκοτεινούς. Από όλα αυτά τα πειράματα, από όλα αυτά τα βιώματα σε εκείνο το πολύμηνο ταξίδι, το μόνο που με είχε αναπαύσει ψυχικά μέχρι τότε ήταν το Ρωσικό Μοναστήρι, μα λαχταρούσα να ακούσω τη γλώσσα μου, να ακούσω τα ελληνικά και μάλιστα τα αρχαία, που τα τίμησε ο Κύριος ως γλώσσα του Ευαγγελίου Του. Έμαθα λοιπόν για έναν Ναό Ελληνορθόδοξο και ξεκίνησα να πάω.

Στο σταθμό του τρένου συνάντησα ένα ζεύγος Ελλήνων μεταναστών. Με πήρανε μαζί τους, πηγαίνανε και αυτοί εκεί. Πώς έλιωσε η καρδιά μου όταν μπήκα μέσα στον Ναό, όταν άκουσα τις βυζαντινές ψαλμωδίες, όταν αντίκρισα τις βυζαντινές Αγιογραφίες, όταν μύρισα ξανά το δικό μας λιβάνι και όχι το ανθρωποσοφικό! Μόλις που πρόλαβα να κάνω λίγα βήματα και άξαφνα μια γιαγιά ασπρομαλλούσα και μαυροφορεμένη, που πρώτη φορά στη ζωή της με έβλεπε και την έβλεπα, σηκώθηκε από το στασίδι της και με τα ολοφώτεινα, γαλανά της μάτια βουρκωμένα άνοιξε διάπλατα τα χέρια και με αγκάλιασε σφιχτά σαν να με γνώριζε από χρόνια. Ένιωσα κείνη την ώρα ότι η γιαγιά αυτή ήταν η Ορθόδοξη Ελλάδα μου, η Ορθόδοξη Ελλάδα που με υποδεχόταν στα ξένα, η Ορθόδοξη Ελλάδα που με καλούσε και με περίμενε.

Στον Ναό εκείνο γνώρισα έναν Ιερέα που λες και άνοιγε φτερούγες να σκεπάσει το ποίμνιό του με τη στοργή που εξέπεμπε. Τον πλησίασα μετά τη Θεία Λειτουργία, του μίλησα και του ζήτησα να εξομολογηθώ. Ούτε και αυτήν τη φορά ήταν πλήρης η εξομολόγησή μου, η τύφλωση καλά κρατούσε. Εκείνος, όμως, ήταν που μου μίλησε πρώτη φορά για την προσευχή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, το «Κύριε φώτισόν μου το σκότος». Εκείνος μού έδωσε πρώτος την εντολή να έχω «παρρησία Χριστού». Όταν έφευγα από τη Γερμανία, ο αποχωρισμός μου από αυτόν ήταν ο δυσκολότερος από όλους. Ούτε φίλοι, ούτε οικοδεσπότες, ούτε κανείς άλλος μπήκε τόσο βαθιά στην καρδιά μου όσο εκείνος και η καλοσύνη του. Μπορείς, λοιπόν, να φανταστείς, πόσο λυπήθηκα όταν, χρόνια μετά, κατάλαβα ότι, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, δεν έπρεπε να επιτρέψει εκείνος ο Λειτουργός του Υψίστου στον Προτεστάντη «ιερέα» να παρευρεθεί στον Αγιασμό των Θεοφανίων, όπως παρευρέθηκε, ή ότι δεν επιτρεπόταν τα κορίτσια να κρατούν τα Εξαπτέρυγα, όπως είχα δει να συμβαίνει στον Ναό αυτό· βέβαια, δεν έμπαιναν στο Ιερό, αλλά έπαιρναν τα Εξαπτέρυγα από την Πύλη, συνόδευαν τη Μεγάλη Είσοδο και τα παρέδιδαν πάλι εκεί. Εύχομαι να ήταν θέμα άγνοιας και όχι αιρετικού φρονήματος εκ μέρους του όλα αυτά. Ειλικρινά αναρωτιέμαι ώρες ώρες πόσοι Ορθόδοξοι Ιερείς έχουνε κάνει τον κόπο να ανοίξουν το Πηδάλιο. Προφανώς, μέσα στο όλο οικουμενιστικό κλίμα της Μητρόπολης Γερμανίας, δεν ήταν ανοίκειο να φιλοξενούνται Ελληνορθόδοξες Λειτουργίες σε Παπικούς Ναούς, όπως είχα δει να γίνεται αλλού, να παρευρίσκονται Παπικοί ή Προτεστάντες σε Ελληνορθόδοξους Ναούς και Ακολουθίες ή να εισάγονται άλλα κακόδοξα στοιχεία. Αυτά κάνει η έλλειψη αντιαιρετικής Κατήχησης Κλήρου και λαού. ‘Αλλωστε και εδώ στην Ελλάδα υπάρχουν Κληρικοί που είτε δεν αντιλαμβάνονται διάφορες καινοτομίες είτε και συνάδουν ή τις ανέχονται για δικούς τους λόγους. Εύχομαι να έχει καταλάβει το μέγα και βαρύτατο σφάλμα του ο πατέρας εκείνος. Τον θυμάμαι πάντα με αγάπη και ευγνωμοσύνη για την καλοσύνη που μου έδειξε, αλλά και με βαθιά λύπη για όσα ανακάλυψα αργότερα. Άλλος ένας κάτοικος της λίστας.

Αφού γιόρτασα Ορθόδοξα Χριστούγεννα, κάτι που για μένα ήταν δώρο ανεκτίμητο εκεί στην ξενιτειά, άρχισα να ετοιμάζω τα της επιστροφής μου. Άλλη μια σειρά αποτυχιών είχε προστεθεί στο πλούσιο σε ναυάγια βιογραφικό μου και το είχα πάρει πλέον απόφαση ότι αυτά που μπορούσα να κάνω δεν ενδιέφεραν τους Γερμανούς, ενώ αυτά που μου προσφερόντουσαν δεν μπορούσα ή δεν ήθελα να τα κάνω. Υπήρχαν, για παράδειγμα, πολλοί ευκατάστατοι ηλικιωμένοι που αναζητούσαν κάποιον να τους φροντίζει, αλλά το σώμα μου δεν άντεχε άρσεις βαρών και τα συναφή, αλλιώς θα είχα παραμείνει αγρότισσα· χίλιες φορές στο κρύο, αλλά με την ησυχία της αγροτικής εργασίας. Ίσως ένας επιπλέον λόγος της φυγής μου να ήταν ότι, στο μεταξύ, είχα διαπιστώσει ότι η κατάθλιψη που με συνόδευε ήδη από την Ελλάδα δεν είχε φύγει, είχε απλά αλλάξει πρόσωπο και είχε βαθύνει και βαρύνει λόγω και της ενασχόλησής μου με τα διάφορα αιρετικά και μασονικά εκεί πέρα. Γενικώς ο αέρας της Γερμανίας μού μετέδιδε θλίψη, ίσως επειδή είναι γενικώς αιρετική χώρα στη συντριπτική πλειοψηφία της. Πάντως, ένιωθα ότι έπρεπε να γυρίσω στη χώρα μου για να προσφέρω εκεί. Τώρα βέβαια, το τι θα μπορούσε να προσφέρει η ανεπρόκοπη αθλιότητά μου σε μια χώρα που αργοβουλιάζει είναι απορίας άξιο, αλλά εν πάση περιπτώσει έτσι ένιωθα.

Γενικά, πάντως, το ταξίδι στη Γερμανία ήταν μια από εκείνες τις περιπτώσεις που ένιωθα διαρκώς ότι Κάποιος με έδερνε. Το δέχθηκα, όμως· αν είναι κανείς ζημιάρης, λογικό είναι να δέρνεται. Ο Κύριος έχει τον άγιο τρόπο Του να δέρνει, ώστε να ωφελήσει, όχι να ρημάξει, εκτός πια και αν κάποιος έχει καταδικάσει τον εαυτό του στην αμετανοησία και άρα υπογράφει ο ίδιος την καταδίκη του.

Όσο για εκείνους τους δύο φίλους που με κάλεσαν στη Γερμανία, τους Ανθρωποσοφιστές, η μνήμη τους έμεινε ένα αγκάθι στην καρδιά μου. Λυπάμαι και πονώ όταν σκέφτομαι ότι ταξιδεύουν ανά τον κόσμο λέγοντας ότι είναι Ορθόδοξοι και οι άνθρωποι τους πιστεύουν, ενώ οι ίδιοι ούτε καν υποψιάζονται σε τι κίνδυνο βρίσκονται οι ψυχές τους ή τι λόγο θα δώσουν για όσες τυχόν ψυχές παρασύρουν στην απώλεια. Τους έχω στην προσευχή μου, έδινα μάλιστα τα ονόματά τους να διαβαστούν στη Θεία Λειτουργία, ώσπου ένας Πνευματικός μού είπε ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό, δεν μπορώ να δίνω τα ονόματα ανθρώπων, έστω και βαπτισμένων, για να μπούνε οι μερίδες τους στο Άγιο Ποτήριο, όταν αυτοί οι άνθρωποι έχουν βγει από την Εκκλησία λόγω της αίρεσής τους. Μάλιστα μου είπε ότι υπάρχει Άγγελος που ξεχωρίζει τα ονόματα αυτά από τα υπόλοιπα, απομακρύνοντάς τα, ακόμα και αν διαβαστούνε. Εκείνη τη στιγμή που το άκουσα αυτό, ένιωσα μαχαίρι να μου σχίζει την καρδιά. Έβαλα τα κλάματα, γιατί, ως τελείως ακατήχητη που ήμουν, είχα μια ελπίδα ότι ίσως τους βοηθούσε αυτό, το να διαβάζονται. Δεν είχα καταλάβει την ουσία του πράγματος, ότι μέσα στο Άγιο Ποτήριο μπαίνουν μόνο μέλη του μυστικού Σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας. Από τότε μοναχά ο πόνος μού έμεινε, σε αυτόν στηρίζω τις ελπίδες μου για να παρακαλέσω τον Κύριο να ελεήσει εκείνες τις δύο ψυχές, που τόσο πλησιαστήκαν οι καρδιές μας και με τις οποίες πλέον δεν έχω καμιά επαφή, αφού δεν μπορώ να έχω φίλους τους εχθρούς του Θεού μου. Ίσως η ευσπλαχνία και η ελεημοσύνη που τους χαρακτηρίζει ως ανθρώπους να έλξουν το έλεος του Κυρίου κάποτε, αν έχει μείνει μια γωνιά μέσα τους που να μπορεί να πιστέψει και να αγαπήσει τον αληθινό Θεό.

Μου έστελναν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, μετά την επιστροφή μου από τη Γερμανία, ανθρωποσοφικές ζωγραφιές που, μεταξύ άλλων, απεικόνιζαν μια ανδρική μορφή σε κάποια αλλόκοτη στάση των χεριών -μου είχαν εξηγήσει τι συμβολίζει, αλλά δυστυχώς δε θυμάμαι-, ώσπου διαπίστωσα ότι αυτήν ακριβώς τη στάση των χεριών είχε και ο Μπαφομέτ, ο γνωστός τραγόμορφος δαίμονας. Τους ζήτησα λοιπόν, με πόνο καρδιάς, να μη μου ξαναγράψουν, αν δεν αφήσουν την πλάνη τους και δεν επιστρέψουν στην Ορθοδοξία, με της οποίας το άγιο Βάπτισμα τους τίμησε και τους δύο ο Κύριος, κατά τα λεγόμενά τους. Έκτοτε χαθήκαμε. Και θέλω να καταθέσω εδώ ότι αυτό ακριβώς, το να αποχωρίζομαι αγαπημένα πρόσωπα ή καταστάσεις για χάρη του Θεού μου, έχει πόνο πολύ και βαθύ, αλλά έχει επίσης και μια βαθιά γλυκύτητα, επειδή ο Κύριος παρηγορεί το παιδί Του που στερείται και πονά για το Όνομά Του.

Πριν από καιρό έγινε ο μονάκριβος αδελφός μου ανάδοχος σε Βάπτιση και δεν πήγα στην τελετή, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να φορέσω μάσκα μέσα στον Ναό, βλασφημώντας το Πανάγιο Πνεύμα, το τρίτο Πρόσωπο του Αγίου Τριαδικού Θεού μου. Το εξήγησα στον αδελφό μου όμορφα και ήρεμα και το σεβάστηκε, όπως το σεβάστηκε και ο πατέρας των παιδιών που βαπτιζόντουσαν, ο οποίος μάλιστα μου είπε ότι το εκτιμά, αν και είναι μακριά από την Εκκλησία. Αναγκάστηκα, επίσης, να απομακρυνθώ από αγαπημένους μου ανθρώπους, επειδή υποστήριζαν ή αμνήστευαν τους παναιρετικούς Οικουμενιστές. Προσπάθησα να τους εξηγήσω όσο μπορούσα πιο απλά και ευγενικά το σφάλμα τους, αλλά, όταν είδα ότι τηρούσαν την ίδια και απαράλλαχτη πεισμωμένη στάση, απομακρύνθηκα. Έχω πει στους γονείς μου πως, αν κοιμηθούν πριν από μένα και η Εκκλησία μας τότε μαστίζεται ακόμα από αυτήν τη βλάσφημη αίρεση της μασκοφορίας και των λοιπών μέτρων στους Ναούς, θα δώσω να τους θάψουν χωρίς Εξόδιο Ακολουθία, μόνο με μια ταπεινή προσευχή επί του μνήματος από μένα – αν δε βρεθεί ένας φιλότιμος και θαρραλέος Ιερέας έστω να τους διαβάσει -, επειδή δεν μπορώ να προσβάλω τον Θεό μου για να μην προσβάλω τον νεκρό μου. Ο Κύριος βλέπει, ούτως ή άλλως, τι συμβαίνει και γιατί, βλέπει τα αδιέξοδα των παιδιών Του. Τους είπα επίσης πως, αν κοιμηθώ πρώτη και κάνουν το λάθος να μου ετοιμάσουν Εξόδιο Ακολουθία με μάσκες στον Ναό και τα λοιπά αίσχη, θα σηκωθώ από το φέρετρο να τους κυνηγήσω· και ελπίζω να μου το επιτρέψει αυτό ο Κύριος, ακόμα και αν θα οδεύει προς την καταδίκη η ψυχή μου, Θεός φυλάξοι· ίσως μέσα από τον τρόμο και τη φρίκη ξυπνούσαν επιτέλους από τον αιρετικό λήθαργό τους οι Ιερείς και καταλάβαιναν τι κάνουν μέσα στον Οίκο του Θεού, ποια φριχτή βεβήλωση διαπράττουν.

Έχω ακούσει διάφορους χαρακτηρισμούς εξαιτίας αυτών των θέσεών μου. Με έχουν πει αιρετική, σχισματική, άρρωστη, σκοτεινή, ακραία, φανατική, Ταλιμπάν, «όψιμη Χριστιανή» που δεν πρέπει να μιλάει… ακόμα και ότι έχω πέσει σε δαιμονική πλάνη… Αυτά μού τα λένε συνήθως άνθρωποι που υποστηρίζουν τον Αρχιαιρεσιάρχη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο και μεταξύ τους συμπεριλαμβάνεται και πρώην Πνευματικός μου, που υποστήριζε πως όσα κάνει ο Βαρθολομαίος – για τον οποίο έτρεφε μεγάλη αγάπη, κατά ομολογία του- είναι απλώς «φαναριώτικη διπλωματία» που τη ζηλεύουν οι Ευρωπαίοι. Πνευματικός που τον αγάπησα παραπάνω από όλους τους υπόλοιπους. Ω, πάτερ, καλύτερα να με σφάζατε!!! Προφανώς θεωρούν κάποιοι πως, αν κανείς ήταν καιρό μακριά από την Πίστη -και μάλιστα στα δικά μου τα χάλια- και επέστρεψε, δεν έχει δικαίωμα να μιλάει. Μα την Ορθοδοξία υπερασπίζομαι, το φως, το αίμα και το οξυγόνο μου!!! Φέρτε μου κλέφτη και φονιά να τους βάλω μετάνοια, δεν αντέχω τους υποκριτές διαστροφείς της αλήθειας και τους επιτήδειους καταπατητές κάθε ιερού και οσίου. Ναι, μισούσα για πολλά χρόνια τον Χριστό -συγχώρα με, Κύριε!-, αλλά δεν παρίστανα την Ορθόδοξη τα χρόνια εκείνα ούτε προσπαθούσα να ξεγελάσω κανέναν. Και αν βρέθηκα αργότερα μέσα σε αιρετικές καταστάσεις ήταν από καθαρή άγνοια· όταν έμαθα τι εστί αίρεση, απομακρύνθηκα από κάθε αιρετική συναναστροφή, ακόμα και από πολύ αγαπητούς μου ανθρώπους, και αναπόφευκτα στρατεύθηκα, με τη βοήθεια του Θεού, στον αγώνα κατά των αιρέσεων, δεν άντεχε ούτε αντέχει η ψυχή μου να πράξω αλλιώς.

Το ότι ο Κύριος με άρπαξε, κυριολεκτικά, μέσα από τα χέρια των δαιμόνων, για μένα σημαίνει ακριβώς ότι έχω ιδιαίτερο χρέος και καθήκον – πολύ μεγαλύτερο και βαρύτερο από άλλους που δεν αποστάτησαν ποτέ-, αλλά και πόθο και ανάγκη ψυχική να υπερασπιστώ το Όνομά Του και την αγία Πίστη μας από τους εχθρούς. Δεν είμαι Θεολόγος ούτε θα μπορούσα ποτέ να είμαι στις παρούσες συνθήκες, δεν έχω ούτε την καθαρμένη φύση και τη διάνοια ούτε τη φώτιση και τη θεία Χάρη για κάτι τέτοιο· ένα μισοκαμένο εγκέφαλο έχω, διασπασμένη προσοχή και πάμπολλους ψυχικούς ρύπους· και πάλι καλά, δόξα τω Θεώ, θα μπορούσα να είμαι νεκρή και η ψυχή μου να αλυχτά στου άδη τα ερέβη, αλλά ο Κύριος μου δίνει την ευκαιρία να επανορθώσω. Ωστόσο, έστω και στην κατάστασή μου, κάποια απλά στην κατανόηση πράγματα που είναι κατάφωρες παραβάσεις και βεβηλώσεις εις βάρος της Ορθοδοξίας, και με οδηγό πάντα την Αγία Γραφή και τους Αγίους Θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας μας, με τη βοήθεια του Θεού μπορώ και οφείλω να τα πολεμήσω, δεν μου επιτρέπει ούτε η συνείδησή μου ούτε η αγάπη μου για τον Κύριό μου να κάνω αλλιώς, κλείνοντας αυτιά και μάτια και κουρνιάζοντας στην ξεκούραστη και άνετη κερκίδα που λέγεται «Είμαι αμαρτωλή, δεν μπορώ να κρίνω κανέναν». Πόσο υποκριτικό αυτό! Είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να καταξεσχίσουμε με τη γλώσσα – που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει – τις σάρκες του διπλανού μας με την παραμικρή εγωιστική αφορμή, αλλά όταν υβρίζεται ο Άγιος Τριαδικός Θεός μας και η Εκκλησία Του, ξαφνικά θυμόμαστε την αμαρτωλότητά μας και κρατάμε το στόμα μας κλειστό. Είναι και βολικότατο, βέβαια, γιατί έτσι αποφεύγουμε να έλθουμε σε αντιπαράθεση με Ενορίτες, Πνευματικούς, Γεροντάδες, Εφημέριους, Δεσποτάδες, Αρχιεπισκόπους, Πατριάρχες, Μασόνους και μη, αλλά και με την ίδια τη βόλεψή μας.

Στην αρχή ήταν ιδιαίτερα επώδυνοι όλοι εκείνοι οι χαρακτηρισμοί που άκουγα, και μάλιστα από πολύ αγαπημένους ανθρώπους· έχω πονέσει, πικραθεί και κλάψει πάρα πολύ, τόσο ώστε να νιώθω ότι θα σπάσει η καρδιά μου από τον πόνο, και ο πόνος αυτός δεν ήταν τόσο για το ότι με έβριζαν και με συκοφαντούσαν, αφού αυτό στην ουσία δεν έχει κόστος πέραν της οδύνης, όσο κυρίως για το ότι έβλεπα την τύφλωσή τους, τη σκλήρυνση της καρδιάς τους, το ότι συντάσσονται με τους υπηρέτες του διαβόλου. Σιγά σιγά, όμως, το πήρα απόφαση ότι έτσι έχει η κατάσταση, οι άνθρωποι ακολουθούν το φως ή το σκοτάδι ο καθένας για τους λόγους του και δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό. Μπορώ μόνο να πονώ και να προσεύχομαι για εκείνες τις αγαπημένες μου ψυχές, να ελπίζω να μετανοήσουμε – να μετανοούμε διαρκώς! – όλοι για τις αμαρτίες και τις ασέβειές μας και να μας ελεήσει ο Κύριος όλους μας, να περάσει όλος αυτός ο ζόφος σαν κακός εφιάλτης. Ύστατη ελπίδα και ευχή μου για τον κόσμο είναι να ανταμώσουμε όλοι, μα όλοι, μετανοημένοι και σωσμένοι, στη χαρά του Κυρίου μας. Ξέρω πως αυτό δεν είναι δυνατό και πως λίγοι θα σωθούν, κατά τις προφητείες της Αγίας Γραφής και των Αγίων μας, αλλά παρόλα αυτά το εύχομαι, επειδή όλοι είμαστε πλάσματα του Θεού και ο Θεός θέλει τη σωτηρία όλων μας, ασχέτως αν δεν την πραγματοποιεί πάντα επειδή κανέναν δε σώζει με τη βία. «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».

Όταν κάποτε νιώθω ενοχές που έσπασα δεσμούς με ανθρώπους που με είχαν ευεργετήσει στο παρελθόν, τότε πολύ απλά σκέφτομαι ότι ο Θεός μας είναι πάνω από όλους και όλα και ό,τι Τον υβρίζει και Τον βλασφημά είναι προδοσία απέναντί Του, άρα και καταδικαστέο. Υπάρχουν εντολές, από την Αγία Γραφή, από τους Ιερούς Κανόνες και από τους Αγίους Πατέρες μας, ότι πρέπει να απομακρυνόμαστε από την ασέβεια, από την αίρεση και τη βλασφημία. Άλλωστε, αν το δούμε πιο βαθιά, ποιος μας έχει ευεργετήσει περισσότερο από τον ίδιο τον Θεό; Ποιος μας αγαπάει περισσότερο από όλους και δεν πρόκειται να μας προδώσει ποτέ; Ποιος σταυρώθηκε για μας; Ποιος πάτησε τον θάνατο για χάρη μας; Ποιος μας έπιασε από το χέρι και μας έβγαλε από τα σκοτάδια μας; Ποιος μπορεί να μας φυλάξει από όλα τα κακά; Ποιος μας έχει δώσει τόσες αμέτρητες εκ γενετής μας ευλογίες, άσχετα αν τις βλέπουμε, τις εκτιμούμε και Τον ευγνωμονούμε ή όχι; Ποιος μπορεί να μας δώσει την αιώνια ζωή στη Βασιλεία των Ουρανών ή, αντιθέτως, την αιώνια καταδίκη; Κανείς, μόνο ο Θεός!!! Επομένως σε Αυτόν οφείλουμε τη μεγαλύτερη και τη βαθύτερη και την αιώνια ευγνωμοσύνη και δοξολογία και Αυτός πρέπει να είναι η προτεραιότητά μας. Αλλά, δυστυχώς, έχουμε χλιαρύνει τόσο πολύ απέναντί Του! Αν κάποιος μάς βρίσει τη μητέρα, τον πατέρα ή τα αδέλφια μας, θα γίνουμε θηρία για να τους υπερασπιστούμε. Τώρα που βρίζουν τον Θεό μας όλοι οι ασεβείς του πλανήτη, εμείς δεν ενδιαφερόμαστε, κάποτε μάλιστα Τον βρίζουμε και οι ίδιοι, όπως έκανα η άθλια εγώ επί χρόνια, γι’ αυτό και χρειαζόμαστε πολλά ραπίσματα από τον Κύριο για να παιδαγωγηθούμε. Και όσο πιο βαθιά κοιμάται κάποιος, τόσο πιο δυνατά πρέπει να τον ταρακουνήσει κανείς για να ξυπνήσει.

Απώλειες, κέρδη και ανασκόπηση.

Άφησα πίσω μου μια Γερμανία χιονισμένη και γύρισα σε μια Ελλάδα ραγισμένη. Ο λαός μου στέναζε κάτω από το βάρος των μνημονίων και των απατηλών κυβερνήσεων, αν και πιθανότατα δεν υποψιαζόταν τι τον περίμενε από το 2020 και μετά. Πάντως, και μόνο το ότι η εξουσία της χώρας εδώ και δεκαετίες καταλαμβάνεται σταθερά από ανθρώπους που στην πραγματικότητα είναι ανθέλληνες, κατά την ταπεινή μου γνώμη λέει πολλά για την κατάντια μας. Τολμώ να πω, και ας μου συγχωρεθεί, ότι ανθέλληνας είναι ουσιαστικά και κάθε Έλληνας πολίτης που πουλάει την ψήφο του σε ανάξιους με γνώμονα το ιδιωτικό του συμφέρον ή ψηφίζει αντίχριστους πολιτικούς.

Έμεινα λίγο καιρό στην Αθήνα για να εγκλιματιστώ, να συνέλθω από τα μασονικά σκοτάδια και το άγχος της γερμανικής γραφειοκρατίας και να ξαναβρώ τους προσωπικούς ρυθμούς μου, να χαρώ έστω για λίγο τη σιωπή και τη μοναξιά μου. Ύστερα έφυγα για την επαρχία. Εκεί συνέχισα να δέρνομαι, αλλά με άλλους τρόπους. Και είμαι αληθινά ευγνώμων που μου δίνει ο Κύριος τη δυνατότητα να σβήσω έστω ένα μικρό μέρος από τα τόσα αίσχη της ζωής μου.

Βρήκα έναν Πνευματικό λίγο καιρό αφότου εγκαταστάθηκα μετά από άλλη μια μετακόμιση. Τότε πλέον αποφάσισα σοβαρά και συνειδητοποιημένα να εξομολογούμαι κατά το δυνατόν καθαρά και με πάσα ειλικρίνεια· ξεκίνησα, γενικώς, το συνειδητό πνευματικό αγώνα. Συγχρόνως άρχισα να κατηχούμαι σε καθημερινή βάση από διαθέσιμες στο διαδίκτυο ομιλίες του μακαριστού και πολυαγαπητού διδασκάλου και Κατηχητή μου πατέρα Αθανασίου Μυτιληναίου9, στον οποίο έχω αναφερθεί πολλές φορές σε τούτο το βιβλίο, και αυτό με ωφέλησε απίστευτα.

Χωρίς να καταλάβω πώς και γιατί, λίγο καιρό μετά βρέθηκα να κατηχώ παιδιά στο ενοριακό πνευματικό κέντρο, ή, για την ακρίβεια, να προσπαθώ να τα κατηχήσω. Ήταν κάτι που μου ζήτησε ο Πνευματικός μου, προφανώς ελλείψει Κατηχητών. Μου φαινόταν παράξενο το ότι δεν υπήρχαν άνθρωποι να κατηχήσουν αυτές τις ηλικίες, ώσπου αντιλήφθηκα την πνευματική κατάσταση των Χριστιανόπουλων, η οποία ήταν θλιβερή. Παιδιά ως επί το πλείστον στερημένα ευσέβειας, παιδιά θηρία ή παιδιά αδιάφορα, σαν ναρκωμένα, με κάποιες εξαιρέσεις, βέβαια. Η δε ύλη της Κατήχησης, αν μου επιτρέπεται να εκφέρω γνώμη, ήταν αξιοθρήνητη. Βιβλία που παρείχαν μεν κάποιες γνώσεις για την Ορθοδοξία, αλλά με τρόπο που να μην εμπνέουν καμία κατάνυξη στο παιδί, παντελώς στερούμενες μυσταγωγικού χαρακτήρα. Σίγουρα δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος να μιλήσω περί τούτου, αλλά θαρρώ πως, με τη Χάρη του Θεού, υπάρχουν τρόποι να βιώσει το παιδί, όσο μικρό και αν είναι, το κατανυκτικό κλίμα της Ορθοδοξίας μας, να ζεσταθεί από νωρίς η καρδούλα του για την αγία Πίστη μας, και αυτοί οι τρόποι, νομίζω, δεν περιλαμβάνουν βιβλία με καρτούν και μοντέρνες εκφράσεις που δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται περί ενός κοινού κόμικ, υποβιβάζοντας ουσιαστικά κάθε έννοια ιερότητας. Ίσως γι’ αυτό και τα παιδιά αντιδρούσαν συχνά σε αυτά τα αναγνώσματα χλευάζοντάς τα. Ωστόσο ήταν και είναι εμφανές ότι τα Χριστιανόπουλα στην πλειοψηφία τους δεν μεγαλώνουν με τον Χριστό στην οικογένεια, αντιθέτως εισάγονται στην εκκοσμίκευση από μικρή ηλικία.

Όταν φτάνουμε στο σημείο να συζητούμε τι παιχνίδια θα πρέπει να φέρουμε στο Κατηχητικό για να προσελκύσουμε περισσότερα παιδιά, αυτό σημαίνει πως ούτε εμείς οι Κατηχητές έχουμε τη θεία φώτιση, τη θεολογική κατάρτιση, την παιδαγωγική μέθοδο και το κύρος που θα έπρεπε, ούτε τα παιδιά έχουν τη λαχτάρα αλλά και το υπόβαθρο που θα έπρεπε. Έτσι το καταλαβαίνω με το φτωχό μου το μυαλό, δεν ξέρω αν σφάλλω. Για να μη μιλήσω για το οικουμενιστικού χαρακτήρα κατηχητικό υλικό που εντόπισα πολύ αργότερα – με προέλευση και από πηγές, μεταξύ άλλων, επώνυμα παπικές!-, αφού είχα πλέον παραιτηθεί. Πάντως, από ένα σημείο και μετά ένιωθα ότι έκανα φύλαξη παιδιών περισσότερο παρά Κατήχηση, ιδίως σε περιπτώσεις που μέσα στο ίδιο τμήμα είχα ηλικίες από τριών έως δώδεκα ετών και δεν ήξερα τι να πρωτοκάνω, να κατευνάζω τους θερμόαιμους έφηβους και προέφηβους για να μη βρίζουν και να μη πιάνονται στα χέρια ή να τρέχω να προλάβω τα νήπια να μη δραπετεύσουν από την αίθουσα εν αγνοία μου.

Μετά από ενάμιση περίπου έτος άλλης μιας αποτυχημένης προσπάθειας, αφού και ως Κατηχήτρια απέτυχα, παραιτήθηκα από τη θέση αυτή, επειδή έκρινα ότι δεν είχε νόημα ούτε ένιωθα ότι προσέφερα κάτι ουσιώδες, πέρα από το να κρατάω τα παιδιά για να χαλαρώνουν για μία ή δύο ώρες οι γονείς· εκτός αυτού, δεν άντεχα πλέον τις τσιρίδες και τις φωνασκίες τους. Ίσως να μπορούσα να κάνω περισσότερα, αν είχα τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια. Και ίσως να είχα περισσότερη διάθεση να προσπαθήσω, αν δεν είχα ήδη εντοπίσει απαράδεκτες αντι-ορθόδοξες τάσεις στον προϊστάμενο του Ναού, λόγω των οποίων απομακρύνθηκα κατόπιν τελείως από τη Ενορία. Πάντως, κάτι που έχω να αναγνωρίσω είναι η αγάπη που μου έδειξαν κάποια από τα παιδιά εκείνα, τα οποία, όταν με συναντούσαν στον δρόμο ή αλλού, έτρεχαν να με αγκαλιάσουν. Αυτό για μία άτεκνη είναι μεγάλη χαρά και είμαι βαθύτατα ευγνώμων που μου το δώρισε ο Κύριος. Παρόλο που είμαι σίγουρη ότι θα γινόμουν οικτρή μητέρα, ωστόσο αγαπώ τα παιδιά και ευχαριστώ τον Θεό που έχω εισπράξει παιδική αγάπη και στα ταξίδια μου, αλλά και εδώ στην Πατρίδα.

Περίπου ένα χρόνο μετά την επιστροφή μου από τη Γερμανία, αρρώστησα από μία λοίμωξη, σχετικά αθώα κατά τα άλλα, η οποία όμως, με τη βαρύτατη αφυδάτωση που μου προκάλεσε, κόντεψε να με στείλει στον άλλο κόσμο πριν την ώρα μου. Υποτίθεται ότι ο οργανισμός μου θα επανερχόταν στην κανονική του κατάσταση μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ωστόσο νιώθω ότι ποτέ δεν επανήλθε πλήρως. Νιώθω ότι εκείνη η αρρώστια με γέρασε κατά δέκα ή δεκαπέντε χρόνια μέσα σε λίγους μήνες. Η αντοχή μου έπεσε κατακόρυφα, το ίδιο και η ευχέρεια κίνησής μου, και ουδέποτε επανήλθαν. Χάρις σε εκείνη τη λοίμωξη, όμως, έμαθα κάποια πολύ χρήσιμα πράγματα. Το πρώτο ήταν ότι τα ομοιοπαθητικά -και ιδιαίτερα των Ανθρωποσοφιστών – δεν ήταν αθώα. Ήταν τότε που έβλεπα δαίμονες επί δύο συνεχόμενες νύχτες αφότου τα πήρα, όπως είχα γράψει νωρίτερα σε τούτες εδώ τις σελίδες.

Το δεύτερο και σημαντικότερο ήταν η σημασία και η ενέργεια της ευχαριστίας κατά την ασθένεια. Εκείνες τις ώρες του πυρετού ένιωθα τον πόνο να μου σουβλίζει τα σωθικά· το δωμάτιο γύριζε στα μάτια μου και τα αντιπυρετικά δεν έκαναν τίποτα. Ήμουν μόνη, δεν ήθελα παρέα, δεν άντεχα κανέναν δίπλα μου, γιατί ήμουν εξαντλημένη και ακόμα και ο παραμικρός ήχος μού επιδείνωνε τη ναυτία, η οποία ήταν τόσο έντονη ώστε εμπόδιζε ακόμα και τη λήψη Αντιδώρου και Αγιασμού. Και εκεί, μές στη ζάλη και στον πόνο και στη φλόγα που με έκαιγε, ένιωσα μέσα μου έντονη την ανάγκη και την επιθυμία να ευχαριστήσω τον Θεό μου. Δεν είχα κουράγιο να πω κανονική προσευχή, ούτε καν την Ευχή του Ιησού, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με«. Άντεχα μόνο να Του λέγω Ευχαριστώ, ξανά και ξανά. Ευχαριστώ, Ευχαριστώ, Ευχαριστώ!!! Ω, η λεπτή και δροσερή αύρα, το δροσερό αεράκι γλυκιάς ανακούφισης που άρχισε μετά από λίγο να πνέει -κυριολεκτικά!- στα φλογισμένα σωθικά μου! Κι ήταν αυτή η ανακούφιση πιο σημαντική για την ψυχή μου από ό,τι για το σώμα μου, γιατί ένιωθα ότι ο Κύριος ήταν εκεί, μέσα μου, πλάι μου, από πάνω μου, πάνω από το παιδί Του αυτό το άθλιο και αδιόρθωτο, και το ανακούφιζε. Γλυκύτατο αίσθημα ήταν και αλησμόνητο, που το κουβαλάω μέσα στη φαρέτρα της μνήμης μου. Του κόβουμε τα καμένα του φτερά του διαβόλου, όταν ευχαριστούμε τον Θεό μας την ώρα που υποφέρουμε, επειδή ενισχύεται απίστευτα ο άνθρωπος με την ευχαριστία και τη δοξολογία του Θεού, παίρνει δύναμη άνωθεν, ενώ ο δαίμονας σακατεύεται. Τυχαίο είναι, θαρρείς, ότι οι Άγιοι Μάρτυρες δοξολογούσαν τον Θεό την ώρα του Μαρτυρίου και άλλοτε έμεναν θαυματουργικά αλώβητοι άλλοτε όχι, αλλά πάντοτε ενισχύονταν από τη θεία Χάρη; Τυχαίο είναι το ότι οι Άγιοι Τρεις Παίδες στο καμίνι δοξολογούσαν τον Θεό και καλούσαν όλη την Κτίση να Τον δοξολογήσει…και οι φλόγες γύρω τους γινόντουσαν δροσιά;

Λιγότερο από ένα χρόνο μετά τη λοίμωξη εκείνη διαγνώστηκα με βρογχικό άσθμα. Τα πνευμόνια μου πλέον κουράστηκαν και άρχισαν να το δείχνουν. Συνέβαλα πολύ σε αυτό, με το ενεργητικό και παθητικό κάπνισμα τόσα χρόνια, τη χασισοποσία, τα μουχλιασμένα δωμάτια όπου ζούσα για καιρό. Κι όμως, πόσο μεγάλη ευλογία το άσθμα! Αυτή η αρρώστια που μου δυσκολεύει την αναπνοή και που με κάνει να νιώθω ακόμα πιο γερασμένη και ανήμπορη, είναι αυτή ακριβώς που νιώθω να με φέρνει πιο κοντά στον Θεό μου! Εκείνες οι στιγμές της δύσπνοιας, που δεν μπορούσα να αναπνεύσω και τα μάτια μου έτρεχαν από την ασφυξία και από τη λύπη στη σκέψη του απροετοίμαστου θανάτου, τότε που όλη μου η καρδιά γέμιζε με τα λόγια «Δόξα Σοὶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν!«, ήταν οι στιγμές που ένιωθα άυλα το χέρι του Χριστού επάνω στο σφιγμένο στέρνο μου, ένιωθε η καρδιά μου να ησυχάζει με την αγάπη Του και το σφίξιμο μαλάκωνε, σιγά σιγά ηρεμούσε η αγωνία. Πέρα από αυτό, όμως, το άσθμα, ακριβώς επειδή νιώθω να με γερνάει γρήγορα και να μου καταβροχθίζει σωματικές δυνάμεις κάνοντάς με να νιώθω όλο και πιο αδύναμη, με ταπεινώνει. Μου θυμίζει, δηλαδή, ότι δεν είμαι παρά ένα μικρό ανθρωπάκι που αυταπατάται αν νιώθει μεγάλο. Κείνα τα χρόνια της νιότης μου, τα χρόνια που ήμουν υγιής και δυνατή, που ένιωθα πως δήθεν μπορώ να κάνω ο,τιδήποτε αρκεί να το θελήσω, ήταν τα χρόνια τα αλαζονικά, που καυχιόμουν κρυφά και φανερά για τη δύναμή μου. Μη με παρεξηγείς, δεν υποτιμώ το αγαθό της υγείας ούτε περιφρονώ αυτό το πολύτιμο δώρο του Κυρίου. Λέγω απλώς ότι κάποτε οι άνθρωποι που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, όπως εγώ, μπορούν να ωφεληθούν πολύ σε πνευματικό επίπεδο από μια ασθένεια που τους αφαιρεί τις σωματικές τους δυνάμεις. Και καμιά αίσθηση δύναμης που είχα εκείνα τα χρόνια δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό το υπέροχο αίσθημα που έχω τώρα: ότι είμαι ένα τόσο δα μικρούλι πλασματάκι μέσα στην παντοδύναμη και αγαπώσα παλάμη του Θεού μου, όπως όλα τα παιδιά Του. Είμαι στο άπειρο έλεος της αγάπης Του και εκεί αναπαύομαι, αυτή είναι η δύναμή μου.

Ο Κύριος μας δυναμώνει, ώστε σταδιακά να μπορούμε να αντέξουμε όλο και βαρύτερες παιδαγωγίες, όλο και περισσότερους πειρασμούς και δοκιμασίες καθώς συνεχίζουμε τον αγώνα για την κάθαρσή μας. Έτσι, μετά τα πνευμόνια άρχισε να διαμαρτύρεται και η καρδιά. Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ότι θα πεθάνω επί τόπου και παρακαλούσα εναγωνίως τον Κύριο να μη με πάρει, γιατί δεν ένιωθα έτοιμη να φύγω, είμαι ακόμα σε ελεεινή πνευματική κατάσταση. Αλλιώς, αν ήμουν έτοιμη να πάω κοντά Του, ευχαρίστως θα έφευγα και αυτή τη στιγμή· δεν έχω τίποτα να με κρατάει εδώ κάτω, σε αυτή την επίγεια κόλαση, πέρα από τις πάμπολλες αμαρτίες που έχω να σβήσω και τον καρπό μετάνοιας που ποθώ και οφείλω να προσφέρω στον Κύριό μου και την Εκκλησία Του.

Πόσο δίκαια είναι όλα αυτά, πόση θεία δικαιοσύνη βιώνω μέσα από όσα δύσκολα έρχονται στο δρόμο μου! Μας πλάθει ο Κύριος σαν καλλιελαίες, προορισμένες να παράγουν λάδι· το λάδι για την καντήλα, το λάδι για να τρέφονται οι αδελφοί. Εμείς διώχνουμε τον Γεωργό από το λιόφυτο, Εκείνος ευγενικός και όλος σεβασμό προς την ελευθερία μας φεύγει περιφρονημένος. Και τότε αρχίζουν και θεριεύουν τα ζιζάνια τριγύρω -οι πειρασμοί του κόσμου και του πονηρού-, θεριεύουν και τα άγρια παρακλάδια στη ρίζα του δέντρου μας -τα πάθη μας τα ανεξέλεγκτα- και σιγά σιγά γινόμαστε αγριελιές. Μόνο που οι αγριελιές… λάδι να κάνουν δεν μπορούν, πικρός φαρμάκι ο χυμός τους! Πρέπει να κλαδευτούν και μετά να μπολιαστούν με ήμερη ελιά για να ξαναγίνουν δέντρα γόνιμα. Και έτσι όπως βιώνω τις παιδαγωγίες το νιώθω πια πως κλάδεμα είναι οι δοκιμασίες που έρχονται στις διάφορες συνθήκες του βίου μας, ενώ μπόλιασμα είναι η ενίσχυση που παίρνουμε από τον Άγιο Τριαδικό Θεό μας, από την Εκκλησία Του, με την προσευχή και τον όλο πνευματικό αγώνα, με τη συμμετοχή στη Λειτουργική ζωή και τα Άχραντα Μυστήρια, με τη μελέτη της Αγίας Γραφής, των Αγίων Πατέρων, των Συναξαρίων, των Ιερών Κανόνων, με την καλλιέργεια της έμπρακτης αγάπης προς τους αδελφούς και προς όλη την κτίση, με τη διαρκή και άφοβη Ομολογία του Χριστού σε κάθε περίσταση του βίου μας και ιδίως όταν η Πίστη απειλείται.

Είναι φορές που νιώθουμε τη θεία παρηγοριά, είναι και άλλες που σαν να παλεύουμε μόνοι μας, αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το πραγματικό βάρος που θα σηκώναμε, αν δεν είχαμε την ενίσχυση από τον Θεό, ενίσχυση που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε, αφού Εκείνος σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος μας μυστικά. Και ίσως έλθουνε καιροί που θα βιώνουμε αυτό που λέγεται παιδαγωγική – ελπίζω όχι και καταδικαστική – εγκατάλειψη από τον Θεό, που δεν θα νιώθουμε καμιά ενίσχυση και θα κολυμπάμε, ίσως, στα σκοτάδια. Όλα αυτά είναι αναμενόμενα για έναν αγωνιζόμενο πιστό. Κάποτε απομακρύνει τη Χάρη Του ο Κύριος για να Τον ζητήσουμε, να μην Τον έχουμε ως δεδομένο· κάποτε επειδή Τον λυπήσαμε ή Τον διώξαμε με τον τρόπο μας και μας παιδαγωγεί, όπως ο γονιός το άτακτο και ζημιάρικο παιδί του· κάποτε για να ταπεινωθούμε, να συναισθανθούμε την αδυναμία μας και κάποτε για να αποδειχθεί στο φθονερό διάβολο η αγάπη και η πίστη μας στον Θεό, όπως έγινε, λόγου χάρη, με τον Δίκαιο πολύαθλο Ιώβ.

Όταν κάποτε ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας ξυλοκοπήθηκε άγρια από τους δαίμονες και κατόπιν τού εμφανίστηκε ο Χριστός, Του παραπονέθηκε, Τον ρώτησε πού ήταν όταν τον έδερναν. Και ο Χριστός τού απάντησε ότι ήταν εκεί και τον έβλεπε να παλεύει. Κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει και με τους αθλητές της πάλης; Είναι κοντά ο προπονητής τους την ώρα που παλεύουν, τους παρακολουθεί. Τους δίδαξε, τους εκπαίδευσε και τους έστειλε στον αγώνα, επειδή γνωρίζει ότι μπορούν να παλέψουν. Εκεί θα αποδείξουν πόσο καλοί αθλητές είναι και, αν κερδίσουν, θα πάρουν το βραβείο, με τη διαφορά, βέβαια, ότι ο δικός μας ο Διδάσκαλος μας ενισχύει μυστικά σε όλη τη διάρκεια του αγώνα μας, δεν μας παρακολουθεί απλά. Ο Μέγας Αντώνιος δεν θα είχε βγει νικητής από την πάλη με τους δαίμονες χωρίς τη Χάρη του Κυρίου. Δεν φεύγει ποτέ το βλέμμα του Θεού από πάνω μας, είτε Τον αγαπούμε και αγωνιζόμαστε, είτε Τον αγνοούμε και παραδινόμαστε στον εχθρό.

Κάτι, όμως, που συχνά ξεχνούμε, είναι ότι ο Κύριος πάντοτε ενεργεί με κριτήριο την αιωνιότητα, όχι την παρούσα ζωή. Φαντάσου μια μικρή κουκίδα από την οποία ξεκινάει μια γραμμή που εκτείνεται στο άπειρο. Η κουκίδα είναι η παρούσα ζωή μας, η γραμμή είναι η αιωνιότητα. Εμείς οι άνθρωποι τείνουμε να κρίνουμε και να ενεργούμε βάσει της κουκίδας. Εδώ στην κουκίδα θέλουμε να τα ζήσουμε όλα, εδώ θέλουμε να δούμε τις χαρές μας και τις απολαύσεις, δε σκεφτόμαστε πόσο μικρή είναι τούτη η πρόσκαιρη ζωή συγκρινόμενη με την αιώνια. Μας ενοχλούνε οι δυσκολίες, δυσανασχετούμε με κάθε άσκηση, στέρηση, ταλαιπωρία, τα θέλουμε όλα ρόδινα, επειδή ουσιαστικά σε αυτήν την κουκίδα περιορίζουμε τη ζωή μας και τις προσδοκίες μας. Ο Κύριος, όμως, επειδή μας αγαπά, ενεργεί βάσει της γραμμής, δηλαδή του αιώνιου. Όπως ο σωστός γονιός θα παιδαγωγήσει με αγάπη αλλά και αυστηρότητα το παιδί του προκειμένου να το βοηθήσει να διαπλάσει σωστό χαρακτήρα, έτσι και ο Θεός μάς στέλνει τα μαθήματα που χρειαζόμαστε για να μη χάσουμε τον δρόμο, όπως τον χάνουν τα παιδιά που εισπράττουν αδιαφορία από τους γονείς τους ή που οι γονείς τους τα καλομαθαίνουν, φουσκώνοντας το εγώ τους και μετατρέποντάς τα σε μικρούς -και αργότερα μεγαλύτερους- τυράννους. Αυτή ακριβώς η μνήμη της πρόνοιας του Θεού με βοηθάει πολύ να αντέχω και να προσπαθώ συν Θεώ να αξιοποιώ κάθε περίσταση, όσο μου επιτρέπει η διαύγειά μου, γιατί καμιά φορά θολώνω και τότε ταράζομαι, χάνω το μάθημα που έπρεπε να πάρω. Αλλά έχω τόσα να διορθώσω στον εαυτό μου, που δεν ξέρω τι να πρωτοαλλάξω. Δόξα τω Θεώ που δεν τα διορθώνω μόνη μου.

Αρκετό καιρό μετά τη λοίμωξη, και αφού πλέον είχα αναλάβει κάπως τις δυνάμεις μου, έκανα μια τελευταία προσπάθεια να βιοποριστώ με ένα εργόχειρο που μιλούσε στην καρδιά μου, επειδή συνδύαζε την Πίστη μας με την αισθητική ομορφιά. Πέρασα αμέτρητες ώρες σχεδιάζοντας, ζωγραφίζοντας, φωτογραφίζοντας, μαθαίνοντας και χρησιμοποιώντας εφαρμογές επεξεργασίας εικόνας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, δημιουργώντας ιστοσελίδες ξανά και ξανά από την αρχή, ερευνώντας για τα υλικά και επιλέγοντας τα πιο ποιοτικά που μπορούσα να βρω, προσπαθώντας να βρω συνεργάτες γραφίστες για το τεχνικό μέρος αλλά και έναν τρόπο να διοχετεύω τα εργόχειρά μου στην αγορά, σε μια χώρα ιδιαίτερα εχθρική προς τους χειροτέχνες, όπως είναι η Ελλάδα, με τη βαριά φορολογία και όλα τα υπόλοιπα εμπόδια που θέτει η πολιτεία σε όποιον ξεκινάει από το μηδέν. Επίσης, χρειάστηκε πάρα πολλή υπομονή για να αντιμετωπίσω τον πόλεμο του πονηρού, που κάποιες φορές ένιωθα ότι με έφτανε στα όριά μου, παρουσιάζοντας προβλήματα από το πουθενά, όπως τότε που παραμορφώθηκε ξαφνικά η γραμματοσειρά στον υπολογιστή ακριβώς τη στιγμή που ξεκινούσα ένα έργο που περιείχε απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννου σχετικό με την εμφάνιση του θηρίου.

Κατάφερα με τη βοήθεια του Θεού να ανοίξω ένα ηλεκτρονικό κατάστημα πειραματικά. Λίγο καιρό μετά, όμως, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να εξαπατώ τον κόσμο αν ήθελα να το προωθήσω. Η πλατφόρμα ανάγκαζε τους χειροτέχνες να ψεύδονται ότι είναι δωρεάν τα μεταφορικά, ενώ ή ίδια έδινε λεπτομερείς οδηγίες για την ενσωμάτωση των μεταφορικών στην τιμή του προϊόντος. Αρνήθηκα να το κάνω, για λόγους συνείδησης, με αποτέλεσμα να καταποντιστεί το κατάστημά μου στα χαμηλότερα επίπεδα προβολής· στην ουσία θάφτηκε. Πλήρωσα ένα μικρό ποσό στη διαφήμιση μήπως το σώσω, αλλά μόλις άρχισε, μήνες μετά, ελάχιστα να κινείται, έγινε κάτι άλλο.

Δέχθηκα μια παραγγελία από κάποιον στις ΗΠΑ. Κάτι μου έλεγε έντονα μέσα μου να ελέγξω το δημόσιο προφίλ του λογαριασμού του πριν προχωρήσω στην πώληση. Και τότε ανακάλυψα ότι στο προφίλ του είχε επιλεγμένα αρκετά αντικείμενα μαγείας, μεταξύ άλλων. Ήξερα ότι η πλατφόρμα πουλούσε και τέτοια, αλλά το είχα παραβλέψει προσωρινά· κακώς. Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, είχε παραγγείλει ένα απόσπασμα από τον Λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου στο Πάσχα, εκείνο το υπέροχο «Μηδείς φοβείσθω θάνατον», που το αγαπώ ιδιαίτερα και καμαρώνω απέραντα όταν το ακούω ή το διαβάζω· καμαρώνω για τον νικητή του θανάτου Θεό μας αλλά και για τον μέγιστο Πατέρα της Εκκλησίας μας. Μέσα μου, όμως, είχα απαγορευτικό, δεν μπορούσα να το στείλω. Ερευνώντας είδα ότι στο προφίλ του υπήρχε και ένα παράξενο σύμβολο, το οποίο ανακάλυψα ότι ήταν το έμβλημα της κοινότητας μάγων (!!!) της πόλης του εκεί στο Τέξας. Κατακαημένο Τέξας, δε σου έφτανε η Μασονική Στοά, η Ku Klux Klan και τα υπόλοιπα που σε δέρνουν…! Με περαιτέρω έρευνα βρήκα, επίσης, στο προφίλ του και μια ασεβέστατη εικόνα που διακωμωδούσε το πρόσωπο του Χριστού και, το πιο ειρωνικό, βρήκα ότι αυτός ο ταλαίπωρος άνθρωπος ήταν…Παπικός «ιερέας» !!! Στη σκέψη ότι ίσως να ήθελε το κείμενο για να το βεβηλώσει, όπως ξέρω ότι κάνουν συχνά οι μάγοι με τα ιερά της Πίστης μας, και έχοντας ακόμα ισχυρό απαγορευτικό μέσα μου, αρνήθηκα την πώληση, εκθέτοντας τους λόγους όσο μπορούσα ευγενικά. Αφού είδε ότι οι δικαιολογίες του δεν έπιαναν -τάχα καθηγητής θρησκειολογίας που δίδασκε σχετικά με όλες τις θρησκείες και άρα και τη μαγεία…-, άρχισε το υβρεολόγιο και τις απειλές ότι θα μου κλείσει το μαγαζί λόγω ρατσισμού· μέχρι εκεί έφταναν τα χριστιανικά του αισθήματα. Ιδού και πάλι η «πολιτική ορθότητα» που λέγαμε. Δεν ενοχλούνται οι «πολιτικώς ορθοί» -και πνευματικώς σαθροί- αν κάποιος ασεβής διακωμωδεί τον Χριστό ή ασχολείται με δαιμονικά τεχνάσματα, αλλά αν κάποιος Χριστιανός διαμαρτυρηθεί για τη διακωμώδηση του Χριστού ή την επιστράτευση δαιμονικών δυνάμεων, χαρακτηρίζεται ρατσιστής και φιμώνεται λόγω «ρητορικής μίσους».

Δεν τον άφησα να μου κλείσει το μαγαζί -πράγμα που μπορούσε όντως να κάνει σύμφωνα με την πολιτική της πλατφόρμας-, το έκλεισα μόνη μου, αηδιασμένη από την όλη κατάσταση. Θα μου πεις, είχα δικαίωμα να ερευνήσω το -έστω και δημόσιο- προφίλ του πελάτη πριν την πώληση; Όταν διαχειρίζομαι κάτι ιερό, υποχρεούμαι να το διαφυλάττω· αυτό, τουλάχιστον, επιτάσσει η συνείδησή μου, από τη στιγμή που έχω μέσα μου ισχυρή αρνητική ειδοποίηση η οποία επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα. Δεν πωλούσα ρούχα ούτε κοσμήματα και αρώματα ώστε να αδιαφορώ. Πέρα από όλα αυτά, όμως, έκλεισα το κατάστημα και επειδή ένιωσα ότι δεν είχα τελικά καμία διάθεση να εκθέτω τον λόγο του Θεού δίπλα σε αντικείμενα μαγείας και πολλά άλλα ασεβή σε εκείνη την πλατφόρμα, ούτε να ψεύδομαι και να εξαπατώ επί μονίμου βάσεως για ένα μεροκάματο. Έχω πει αρκετά ψέμματα στη ζωή μου, δε μου έλειψαν καθόλου. Ωστόσο, και από αυτό το περιστατικό πήρα ένα πολύ όμορφο μάθημα. Καθώς πονούσα και λυπόμουν για το ναυάγιο τόσων κόπων, τόσης κατάθεσης ψυχής και χρόνου -περίπου δυόμισι χρόνια κράτησε όλη αυτή η προσπάθεια- , αλλά και για το ότι ένας αιρετικός με είχε βρίσει και μάλιστα και με αγιογραφικά χωρία («Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων», κάτι που κανονικά αυτός θα έπρεπε να ακούσει, αλλά τον λυπήθηκα), τότε, λοιπόν, έγινε κάτι τελείως απρόσμενο. Εκεί που έκλαιγα μπρος στις Εικόνες των Αγίων Επισκόπων μου και έλεγα τον πόνο και το παράπονό μου, ξαφνικά με πλημμύρισε μια απίστευτη γλυκύτητα καρδιάς, ένα ασύλληπτο βάλσαμο, και άρχισα να νιώθω απερίγραπτη αγάπη για εκείνον τον ταλαίπωρο άνθρωπο, τόσο ώστε να κλαίω πλέον από την αγάπη γι’ αυτόν και από τη λύπη για την πλάνη του. Τι γλυκιά γαλήνη ήταν εκείνη! Άλλος ένας ισόβιος κάτοικος στη λίστα με τα ονόματα. Θέλω να πληρωθεί αδρά για όσα έκανε. Θέλω να γίνει Ορθόδοξος, να σωθεί!

Ξέρω ότι πάλι μπορεί να με πεις πλανεμένη με αυτά που σου λέγω σε τούτες τις σελίδες. Σου καταθέτω όμως το βίωμά μου με το χέρι στην καρδιά, δε σου λέγω ψέμματα. Εσύ θα κρίνεις αν και πώς θα ανταποκριθείς σε όλα αυτά που έχεις διαβάσει. Μπορείς, αν θες, να τα απορρίψεις. Εύχομαι μόνο να μην έχεις μετανιώσει που διάβασες τούτο το βιβλίο. Κάνε τώρα, σε παρακαλώ, λίγη υπομονή ακόμα, κοντεύουμε να φτάσουμε στο τέλος.

Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση ότι δεν μπορούσα να είμαι παραγωγικό μέλος αυτής της κοινωνίας. Πριν από αρκετά χρόνια έκανα μια καταμέτρηση και βρήκα ότι μέχρι τότε είχα αλλάξει εικοσιπέντε τόπους κατοικίας και τριάντα εργοδότες. Έκτοτε έπαψα να μετράω. Όλοι, λοιπόν, μπορούν να με κατηγορήσουν ότι απέτυχα και στο θέμα του βιοπορισμού, αλλά κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει ότι δεν προσπάθησα. Μετά από χιλιάδες αγγελίες επί δύο και πλέον δεκαετίες, μετά από αφόρητη ψυχική φθορά και πολλές απορρίψεις και αποτυχίες, μετά από πολλά πειράματα σε πολλά και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους επαγγέλματα, με το καθένα από τα οποία κέρδισα περισσότερα ή λιγότερα χρήματα, διαπίστωσα και αποδέχθηκα ότι τελικά όλα αυτά τα τάλαντα που μου έδωσε ο καλός Θεός, όπως δίνει σε όλους μας, η κοινωνία δεν τα ήθελε. Όλα εκείνα τα επαγγέλματα, πλην ελαχίστων, ήταν άσχετα με τις κλίσεις μου, οι οποίες, όπως είπα, για κάποιο λόγο που ο Κύριος γνωρίζει, εκτείνονται στο δημιουργικό πεδίο. Δεν βρήκα τις κατάλληλες συνθήκες για να τις αναπτύξω και να τις αξιοποιήσω, ούτε και ήμουν ποτέ καλή στις δημόσιες σχέσεις ώστε να (αν)ελίσσομαι, μάλλον το αντίθετο, αφού η ευθύτητα συνήθως κλείνει πόρτες στην εποχή που ζούμε, δεν τις ανοίγει.

Λυπάμαι και πονώ για τους νέους ανθρώπους που δεν μπορούν να χτίσουν το μέλλον τους σε αυτές τις δεινές συνθήκες που διαιωνίζει η Ελληνική Πολιτεία και η Νέα Τάξη Πραγμάτων, για τους γονείς που μένουν άνεργοι, για τους ανθρώπους που χάνουν τη δουλειά τους σε προχωρημένη ηλικία και αδυνατούν να βρουν αλλού εργασία, λυπάμαι για τα παιδιά που έρχονται σε τέτοιο νοσηρό κόσμο. Λυπάμαι και πονώ για όλους εκείνους που υποχρεώνονται να μασκοφορούν επί ώρες, ακόμα και να εμβολιαστούν με αυτά τα σκοτεινά εμβόλια, μόνο και μόνο για να μη μείνουν χωρίς εισόδημα, περιφρονώντας έτσι τη θεία πρόνοια και βασιζόμενοι αποκλειστικά στον ανθρώπινο παράγοντα. Άλλο ένα παράδοξο των καιρών μας: «Είμαι διατεθειμένος να πεθάνω προκειμένου να μπορώ να βιοποριστώ«. Ακόμα και όσοι δεν πιστεύουν στον Θεό και άρα δεν έχουν πνευματικά διλήμματα, βλέπουν, ωστόσο, τι γίνεται με τους εμβολιασμούς, βλέπουν πόσες ζωές χάνονται ή καταστρέφονται, αλλά θεωρούν ύψιστο καθήκον να παράσχουν τα επιούσια στον οίκο τους και τελικά υποκύπτουν και βάζουν το θάνατο και το διάολο μέσα τους. Θα μου πεις, ίσως, ότι μιλάω εκ του ασφαλούς. Θα σου απαντήσω ότι λαχταρώ να πεινάσω για τον Θεό μου. Τόσα χρόνια που σκορπιζόμουν σε βιοπορισμούς ποικίλους, ήξερα πώς είναι να κερδίζω χρήματα, αλλά η ψυχή μου ήταν λιμοκτονημένη. Όχι μόνο επειδή ήμουν μακριά από τον Θεό, αλλά και επειδή βιοποριζόμουν εις βάρος των συνανθρώπων μου.

Το έχω ήδη γράψει πιο πριν, θα το ξαναπώ και εδώ, προς αισχύνη δική μου και καταγγελία κατά της κοινωνίας: ντρέπομαι και λυπάμαι για το ότι κέρδιζα χρήματα πουλώντας οινόπνευμα σε ανθρώπους, βοηθώντας τους, κάποτε, να γίνουν αλκοολικοί ή επιδεινώνοντας τον ήδη υπάρχοντα αλκοολισμό τους, ή ακόμα διευκολύνοντάς τους να σπαταλάνε πολύτιμο σωτηριώδη χρόνο από τη ζωή τους αλλά και χρήματα με ένα ποτήρι στο χέρι. Πες μου ειλικρινά, σε τι διαφέρει αυτό από το να πουλάς ναρκωτικά; Κάποιοι αποφάσισαν ότι το αλκοόλ, που σκοτώνει έμμεσα ή άμεσα, είναι νόμιμο, ενώ η ηρωίνη, λόγου χάρη, όχι· και όλοι συμφωνήσαμε. Άραγε πόσοι αδελφοί μας πεθαίνουν ετησίως από ηρωίνη και πόσοι από τροχαία λόγω μέθης ή από αλκοολισμό; Επίσης ντρέπομαι και λυπάμαι που εκμεταλλευόμουν – και δι’ εμού οι πολυεθνικές – την ανασφάλεια, τη δυστυχία ή την αφέλεια κάποιων γυναικών για να τους πουλήσω πανάκριβα «καλλυντικά» και «προϊόντα περιποίησης». Το έβλεπες στα βλέμματά τους, ότι πολλές από αυτές δεν ένιωθαν καλά με τον εαυτό τους ή με τη ζωή τους, έψαχναν απεγνωσμένα κάτι για να τις κάνει να νιώσουν όμορφα, μα έψαχναν με λάθος τρόπο. Άλλοτε πάλι η ομορφιά καλλιεργεί ματαιοδοξία, γίνεται όπλο, και ξεχνούμε ότι κάποτε το εξωτερικό κάλλος αναπόφευκτα μαραίνεται και τότε όποιος το έχει ως όπλο αναγκαστικά μένει άοπλος, αν δεν φτάσουμε και στο άλλο άκρο -ο Θεός να φυλάξει-, των άσχημων γηρατειών μιας κακιάς ψυχής, που η κακία της δεν κρύβεται ούτε με πλαστικές επεμβάσεις ούτε με μπότοξ. Ω, εκείνες οι ανεπιτήδευτες παλιές γιαγιούλες, σαν είχαν καθαρές χριστιανικές καρδιές και βλέμματα που έλαμπαν μέσα στη φτώχεια των καιρών, ακόμα κι αν είχαν σκαφτεί τα πρόσωπά τους από την ηλικία, τις πολλές γέννες και τις στερήσεις! Ντρέπομαι, ακόμα, και λυπάμαι που πουλούσα κοσμήματα, ώστε κάποια σώματα να καλλωπίζονται με ασήμια και λίθους, όπως έκανα κάποτε και εγώ η ματαιόδοξη λατέρνα, νομίζοντας ότι εκεί είναι η ομορφιά, ενώ κόσμημα αληθινό είναι οι αρετές, η καλοσύνη, η αγιότητα. Ντρέπομαι και λυπάμαι που κέρδιζα χρήματα σερβίροντας ακριβό «γκουρμέ» φαγητό σε χορτασμένους, ενώ δεν τάισα τόσους και τόσους που πεινούσαν μπρος στα μάτια μου.

Ντρέπομαι επίσης και κλαίει η ψυχή μου, όχι μόνο για τον κακό βιοπορισμό μου, αλλά και για το ότι μέσα από τις εργασιακές συνθήκες μου αναζητούσα και έβρισκα ευκαιρίες να βεβηλώνω το σώμα μου, τον ναό του Αγίου Πνεύματος, καταστρέφοντάς το με τις καταχρήσεις ή σπαταλώντας το σαν να ήτανε το πιο φτηνό πράγμα του κόσμου. Παρέσυρα ανθρώπους στην αμαρτία, έδωσα κακό παράδειγμα σε παιδιά αστήρικτα στην ηθική, λύπησα τον Άγγελό μου που ήταν πάντα παρών και θλιμμένος σε όλα εκείνα τα αίσχη και, κυρίως και πρωτίστως, λύπησα τον Άγιο Τριαδικό Θεό μου τον πανταχού παρόντα, λύπησα τη Θριαμβεύουσα Εκκλησία, ντρόπιασα την ιδιότητά μου ως βαπτισμένης Χριστιανής Ορθόδοξης. Ο δαίμων της μέθης, ο δαίμων της ματαιοδοξίας, ο δαίμων της γαστριμαργίας, ο δαίμων της πορνείας…και πόσοι άλλοι δαίμονες μαζί τους…! Άραγε πόσοι από εμάς έχουμε κατά νου ότι υπάρχουν και τα αντίστοιχα τελώνια, μαζί με πολλά άλλα, που απειλούν να αρπάξουν μετά θάνατον την ψυχή η οποία δεν μετανόησε για όλα αυτά τα αμαρτήματα; Ω, πόσο καλά και πρόθυμα τον υπηρέτησα τον διάβολο! Και πόσο καλά και πρόθυμα τον υπηρετεί ο πολιτισμός μας, που στηρίζεται σε ένα διαρκές κυνήγι της σαρκικής απόλαυσης, στη νοσηρή εξύψωση του «εγώ»! «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Αυτή είναι η κουκίδα μας! Έβαλε ο Θεός άπειρη σοφία για να μας πλάσει, και εμείς περιφρονήσαμε τα πάντα χάριν της κοιλιάς μας, των αισθήσεών μας, της φιληδονίας μας, των χαμηλότατων ενστίκτων μας. Μας έδωσε φτερά για να πετάξουμε, και εμείς τα φορτώσαμε βαριά στολίδια και τα επιδεικνύουμε καμαρώνοντας σαν τα παγώνια· ούτε λόγος για πτήση! Καταστρέψαμε τη γη την ευλογημένη και πανέμορφη και τώρα αναζητούμε άλλους πλανήτες να καταφύγουμε, γιατί ο ορίζοντας μυρίζει πυρ και θείο, όπως χιλιάδες χρόνια πριν. Μας έδωσε ο Θεός καρδιά να αγαπούμε, και εμείς την καταντήσαμε σκληρή σαν γρανίτη ή μαλθακή σαν μαραμένο άνθος. Πού είναι η θέρμη μας; Πού είναι η ζέση μας; Πού είναι η πίστη και η ελπίδα και η αγάπη μας; Πώς γίναμε έτσι;

Δεν ήταν, όμως, μόνο το ηθικό μέρος της ζωής μου λάθος, όπως είδες. Η σημαντικότερη πτώση μου ήταν η αποστασία από την Πίστη. Οι τέσσερις πρώτες Εντολές από τις Δέκα που έλαβε ο θεόπτης Μωυσής επάνω εκεί, στην Αγία Κορυφή του Σινά, αναφέρονται στη σχέση μας με τον Θεό και οι επόμενες έξι στη σχέση μας με τους συνανθρώπους. Ο Θεός μας προέχει και τον Θεό μας Τον πρόδωσα. Πριν λίγο καιρό έμαθα ότι με όλα αυτά τα «ταξίδια» μου εκτός Ορθοδοξίας έχασα το Άγιο Χρίσμα μου! Έχασα το Χρίσμα εκείνο που έλαβα αμέσως μετά το Άγιο Βάπτισμά μου, το Χρίσμα που στην πρώτη του μορφή το έδιναν οι Άγιοι Απόστολοι, μεταδίδοντας με τα χέρια τους τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος σε όσους εισέρχονταν στην Εκκλησία, στου Χριστού την Πίστη την αγία. Έχασα το Χρίσμα εκείνο που συνιστά την πανοπλία του Αγίου Πνεύματος, με την οποία μπαίνει ο πιστός στην πνευματική παλαίστρα για να παλέψει με τον διάβολο, τον αιώνιο εχθρό της Ανθρωπότητας. Έμεινα άοπλη! Άοπλη μέσα στο μπαρούτι του πολέμου!! Δε με λήστεψε κανείς από τα όπλα μου, εγώ τα πέταξα περιφρονώντας τα!!! Και, αν έχασα το Χρίσμα μου εγώ η άθλια, που απλώς πειραματιζόμουν παίζοντας -κάποτε εν αγνοία μου- με τη φωτιά, καταλαβαίνεις τι έχουν κάνει στο Χρίσμα τους όλοι αυτοί οι Οικουμενιστές, που, ενώ γνωρίζουν τις εντολές της Αγίας Γραφής, ενώ γνωρίζουν τους Ιερούς Κανόνες και τα επιτίμια, αυτοί οι γραμματιζούμενοι κακούργοι και ψυχοφονιάδες των λαών, επιμένουν να έχουν άρρωστες αγάπες με τους αιρετικούς και τους αλλόθρησκους, υπονομεύοντας και τραυματίζοντας την Ορθοδοξία και συμπαρασύροντας αμέτρητες ψυχές στην πλάνη και την απώλεια!

Πονά η καρδιά μου όταν σκέφτομαι πόσα μας δίνει ο Κύριος κι εμείς τα πετάμε σαν να μας ήταν άχρηστα. Δοξάζω, όμως, με όλη μου την ψυχή τον Άγιο Τριαδικό Θεό, που έφερε στο δρόμο μου ευλογημένους αγωνιστές Ορθόδοξους Ιερείς και Μοναχούς, αγαπημένους ανθρώπους και ευεργέτες μου, οι οποίοι μού επεσήμαναν την κατάστασή μου και με βοήθησαν να λάβω εκ νέου το Άγιο Χρίσμα που έχασα.

«καὶ διῆλθον διὰ σοῦ καὶ εἶδόν σε, καὶ ἰδοὺ καιρός σου καὶ καιρὸς καταλυόντων, καὶ διεπέτασα τὰς πτέρυγάς μου ἐπὶ σὲ καὶ ἐκάλυψα τὴν ἀσχημοσύνην σου· καὶ ὤμοσά σοι καὶ εἰσῆλθον ἐν διαθήκῃ μετὰ σοῦ, λέγει Κύριος, καὶ ἐγένου μοι. καὶ ἔλουσά σε ἐν ὕδατι καὶ ἀπέπλυνα τὸ αἷμά σου ἀπὸ σοῦ καὶ ἔχρισά σε ἐν ἐλαίῳ«.

Όλη η ύπαρξή μου ευγνωμονεί τον Κύριο και τους Ανθρώπους Του για αυτήν την ευλογία. Πονάω, όμως, στη σκέψη όλων εκείνων των αδελφών μας που έχουνε χάσει το Χρίσμα τους και δεν το ξέρουν. Πονώ όταν τους σκέφτομαι να ζούνε όπως ζούσα, ανέμελα, αβασάνιστα, σε μια διαρκή παραζάλη, χωρίς να αντιλαμβάνονται τι κάνουν και τι χάνουν. Το έγραψα πιο πριν, θα το ξαναπώ και τώρα, γέμισε η ορθόδοξη Ελλάδα μας με κέντρα διαλογισμού, «πνευματικά μονοπάτια», γκουρού, δασκάλους, «life coaches» και σχολές που είναι όλο προθυμία να δείξουν τον δρόμο προς την «εσωτερική ολοκλήρωση και εκπλήρωση», προς τις «αυτο»-πεποιθήσεις, προς μια πλαστή ευημερία, προς κάθε πλανεμένη κατεύθυνση, ενώ στην ουσία τι κάνουν; Σπρώχνουν τους βαπτισμένους Ορθόδοξους να απεκδυθούν τα όπλα τους, να μείνουνε κι αυτοί γυμνοί μέσα στη μάχη, όπως εγώ, σε καιρούς μάλιστα έσχατους, τώρα που πλησιάζει ο καιρός του Αντιχρίστου! «πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι».

Δεν το χωράει ανθρώπου νους το πόσοι τρόποι υπάρχουν και πόσοι δρόμοι και πόσα διαφορετικά ονόματα για όλα αυτά τα μονοπάτια, ούτε το τι πλανεμένες θεωρίες και ενίοτε τι βλασφημίες ακούγονται εκεί μέσα εναντίον του Θεού μας και των Αγίων Του. Και όπως κάποτε εγώ, έτσι και οι Χριστιανοί μας εκείνοι, που ουδέποτε γνώρισαν πραγματικά τον Χριστό, θαρρούνε πως ελευθερώνονται με αυτούς τους τρόπους από τα δεσμά -όπως τα ένιωθα και όπως τα νιώθουν- του Χριστιανισμού, πως τώρα πια χειραφετούνται και εξερευνούν τον κόσμο και τις δυνατότητές του. Όπως εγώ, αφήνουν τον ωκεανό για ένα έλος, αφήνουν την Αλήθεια για ένα ψέμα, αφήνουνε το Φως για το σκοτάδι κι αυτό το ονομάζουνε απελευθέρωση, πρόοδο, ανάπτυξη. Πάλιωσε γι’ αυτούς ο Χριστός, δεν είναι της μόδας, θεωρούνται καθυστερημένοι αν μιλήσουν για το Ευαγγέλιο, τη Σταύρωση και την Ανάσταση. Είναι μακρύς και ανηφορικός και δύσβατος ο δρόμος για τον Παράδεισο, ενώ είναι πανεύκολο να βγεις απ’ την πορεία και να κατηφορίσεις στα καλντερίμια μαύρων πόλεων, έχω πικρότατη πείρα αυτής της αλήθειας. Καταθέτω, όμως, εδώ, στον ίδιο τόπο όπου κατέθεσα την πτώση και την πλάνη μου αλλά και την επιστροφή μου, ότι πουθενά, μα πουθενά δεν μπόρεσε η ψυχή μου να βρει γαλήνη και χαρά και αληθινή ζωή όσο ήμουν μακριά από την Ορθοδοξία. Οι χαρές που μπορεί να ένιωθα ήταν ψεύτικες, ρηχές και κίβδηλες και το να τις συγκρίνω με τη χαρά του Αγίου Τριαδικού Θεού μου είναι σαν να συγκρίνω την ευθυμία που φέρνει το τρίτο ποτήρι νοθευμένο κρασί με τη γέννηση ενός παιδιού. Συγκρίνονται;

«Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει».

Όταν πριν από χρόνια με περιμάζεψε ο Κύριος από τη μακροχρόνια αποστασία μου και με επανέφερε στην Εκκλησία Του, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ερχόταν καιρός που θα βρισκόμουν -μαζί με όλον τον ελληνικό λαό- κλειδωμένη έξω από τους Ναούς ή, ακόμα περισσότερο, ότι θα έφτανα στο σημείο να διακόψω εκουσίως τον εκκλησιασμό μου. Και τούτο επειδή δεν είχα ιδέα για την κατάσταση που κυριαρχεί στην Εκκλησία της Ελλάδας και, δυστυχώς, όχι μόνο. Δεν είχα ακούσει ούτε για τις Πατριαρχικές Εγκυκλίους 1902 και 1920 ούτε για τη δημιουργία και τη δράση του Παγκοσμίου Συμβουλίου «Εκκλησιών» – δηλαδή αιρέσεων – από το 1948 ούτε για την αντικανονική άρση των αναθεμάτων και της ακοινωνησίας με τους αιρετικούς Παπικούς το 1965 ούτε, καθώς περνούσαν τα χρόνια, για την ψευδοσύνοδο του Κολυμπαρίου το 2016 ούτε για την αναγνώριση, ακόμα πιο μετά, του σχισματικού Ουκρανικού Αυτοκέφαλου το 2018-2019 ούτε για τα λοιπά αιρετικά που έλαβαν χώρα μέσα στον τελευταίο αιώνα. Ήμουν χαρούμενη και ευγνώμων για την επιστροφή μου από τη χιονοθύελλα της αποστασίας στο ζεστό και ασφαλές καταφύγιο της αγίας Πίστης μας και θεωρούσα ότι πλέον η ζωή μου θα ήταν μοναχά η καλλιέργεια του καρπού της μετάνοιας: η κάθαρσή μου, με τη βοήθεια του Θεού, από τα πάθη και η καλλιέργεια των αρετών· αυτά νόμιζα ότι αρκούσαν για την πλήρη αφοσίωσή μου στον Θεό και την Εκκλησία Του. Λαχταρούσα – και λαχταρώ – να αγαπήσω με κάθε τρόπο τον Θεό μου, να Τον πλησιάσω κατά το δυνατόν με ένα ισόβιο «Συγγνώμη και Ευχαριστώ», Αυτόν που φιλεύσπλαχνα, αγαπητικά και μακρόθυμα με έσωσε από τον επίγειο άδη μου.

Αυτήν την ψευδαίσθηση βλέπω να έχει μεγάλη -αν όχι η μεγαλύτερη- μερίδα των Χριστιανών μας σήμερα: ότι όλα είναι καλά· ότι ο Κλήρος και η Ιεραρχία βρίσκονται εκεί για να μας ποιμαίνουν με ασφάλεια στα θαλερά λιβάδια του θείου θελήματος· ότι όσα βγαίνουν από τα στόματα των Πατριαρχών, (Αρχι)Επισκόπων, Μητροπολιτών, Ιερέων, Πνευματικών και Γερόντων είναι ορθά και μας οδηγούν στη σωτηρία. Και όμως, ο Οικουμενισμός είναι παλαιός, πολύ παλαιός, το ίδιο και η εκκοσμίκευση. Ο Οικουμενισμός που θέλει να σμίξει την Ορθοδοξία με όλες τις αιρέσεις και τις θρησκείες της γης, και η εκκοσμίκευση που θέλει να φέρει την Ορθοδοξία στα μέτρα αυτού εδώ του υλικού κόσμου. Δεν υπηρετούν, λοιπόν, όλοι αυτοί τον Δεσπότη Χριστό ούτε θέλουν το καλό μας· αντιθέτως, ετοιμάζουν τον ερχομό του Αντιχρίστου. Ο αγώνας μας δεν περιορίζεται στην κάθαρση από τα πάθη και την καλλιέργεια των αρετών, χρειάζεται και η Ομολογία και υπεράσπιση της Πίστης, αφού, χωρίς αυτήν, τι απολογία θα δώσουμε; «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».

Κάποτε, λοιπόν, άρχισα πλέον να ανησυχώ με την καλή ανησυχία και να προβληματίζομαι. Άρχισα να διαβάζω, να ενημερώνομαι. Άρχισα να μαθαίνω για τα αιρετικά-μασονικά αίσχη που συμβαίνουν στους κόλπους της διοίκησης της Εκκλησίας. Έχασα την αρχική μου ψευδαίσθηση και αυτό από μόνο του ήταν μια λύτρωση, αφού η ψευδαίσθηση δένει τα πόδια του ανθρώπου, δεν τον αφήνει να τρέξει προς την Αλήθεια. Συνάμα η συμμετοχή στις Ακολουθίες με ανέπαυε όλο και λιγότερο πλέον, αφού η μνημόνευση ενός Μητροπολίτη του οποίου την εωσφορική ασέβεια πλέον γνώριζα ήταν αγκάθι στην καρδιά μου. Ήδη η Αγία Γραφή και οι Άγιοι Πατέρες μάς προειδοποιούνε για το πόσο βλάπτει την ψυχή η κοινωνία με τους αιρετικούς Επισκόπους και λοιπούς Κληρικούς. Κάτι ράγιζε μέσα μου, κάτι γκρεμιζόταν, όπως καταρρέει ένα παραπέτασμα αποκαλύπτοντας αυτό που κρύβεται από πίσω. Πρόσφατη, όμως, καθώς ήταν η επιστροφή μου στην Εκκλησία, αδύναμη καθώς ήταν ακόμα η πίστη μου και σχεδόν μηδαμινές καθώς ήταν ακόμα οι όποιες θεολογικές γνώσεις μου, περίμενα. Και καθώς περίμενα υπέφερα και προσευχόμουν, ζητούσα από τον Κύριο να μου δείξει το δρόμο.

Και ήρθε ο κορωνοϊός… και η πρώτη καραντίνα.

Και αφού μαλάκωσε κάπως ο πρώτος πόνος του αποκλεισμού από τη Λατρεία, ο πόνος του διωγμένου, άρχισε να φουντώνει η ιερή αγανάκτηση. Ποιοι είναι αυτοί που θα «απολυμάνουν» τους Ναούς μας, τους καθαγιασμένους από το Πανάγιο Πνεύμα; Ποιοι είναι αυτοί που θα απαγορέψουν τις Θείες Λειτουργίες ή θα μας αποκλείσουν από αυτές και θα τιμωρήσουν όποιον Ορθόδοξο Κληρικό, Μοναχό ή λαϊκό τολμήσει να κάνει το καθήκον του για να ξεδιψάσει την ψυχή του; Ποιοι είναι αυτοί οι τύραννοι που θα μας πούνε να σιωπήσουμε μπροστά σε όλα αυτά τα ανόσια που συμβαίνουν;

Κλείστηκα στο κελάκι μου, εδώ, μέσα στον κόσμο, και μελέτησα. Έμαθα για σύγχρονους αγωνιστές της Ορθοδοξίας, Κληρικούς και Μοναχούς που αντιστέκονται στον Οικουμενισμό, αλλά η διαφωνία μεταξύ τους αρχικά μού έφερε σύγχυση, δεν είχα τη διαύγεια και το κριτήριο για να διακρίνω με ποιους έπρεπε να συνταχθώ. Αποτραβήχτηκα και προσευχήθηκα με πόνο και αγωνία ψυχής. Ζήτησα τη βοήθεια της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας, Εκείνης που είναι στον Παράδεισο, μακριά από την κακία και τους ρύπους και το ψέμα αυτού του κόσμου. Έχοντας προδοθεί από τρεις κατά σειρά Πνευματικούς, τους οποίους αναγκάστηκα να εγκαταλείψω, όταν με φρίκη διαπίστωσα ότι οι συμβουλές τους με απομάκρυναν από το πνεύμα της Ορθοδοξίας και ενίοτε, μάλιστα, με οδηγούσαν κατευθείαν στον Ιεροκανονικό αφορισμό, αφού υποστήριζαν τον Οικουμενισμό έμμεσα ή άμεσα, ένιωθα σαν βρέφος εγκαταλελειμμένο ανάμεσα σε πεινασμένους λύκους. Κάποτε, όμως, συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι μόνη μου σε αυτή τη δοκιμασία και ότι ο Άγιος Τριαδικός Θεός μας είναι δίπλα μας, όπως και η Παναγία, οι Άγγελοι και οι Άγιοί μας με την αγιοπνευματική παρακαταθήκη τους.

Και τελικά ήρθε ο καιρός.

Οι τελευταίες φορές που εκκλησιάστηκα σε Ναό με μνημόνευση του παναιρετικού Μητροπολίτη της πόλης μου ήταν το καλοκαίρι του 2020. Δεν άντεχε πλέον ούτε η ψυχή ούτε η συνείδηση ούτε η καρδιά ούτε το στομάχι μου εκείνο το αίσχος, όλα πλέον μέσα μου αρρώσταιναν με την τραγική κατάσταση των βεβηλωμένων από τα υγειονομικά μέτρα Ναών, η οποία ήταν το νομοτελειακό επακόλουθο του όλου αιρετικού κατήφορου και της εγκληματικής αδιαφορίας της Ιεραρχίας και των Κληρικών, Μοναχών και λαϊκών. Η τελευταία Θεία Λειτουργία πριν διακόψω την κοινωνία μου με τα αιρετικά και βλάσφημα αίσχη της διοικούσης Εκκλησίας της Πατρίδας μας ήταν την παραμονή της μνήμης των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Μια Κυριακή.

Και μετά σιωπή.

Μετά ησυχία.

Μετά ήλθε εκείνη η βαθιά ανακούφιση που νιώθει κανείς όταν βγαίνει από ένα χώρο με φασαρία και βρισιές και θόρυβο…στην ειρήνη του Θεού.

Έπαψα πλέον τους θλιβερούς και βαυκαλιστικούς «διαδικτυακούς εκκλησιασμούς» της πρώτης καραντίνας. Άρχισα να κατεβάζω Ακολουθίες (Όρθρους, Εσπερινούς κλπ) από το διαδίκτυο και να τις τελώ μόνη μου στο κελί μου. Μεγάλη ήταν η χαρά μου όταν βρήκα ψηφιοποιημένες εκδόσεις Λειτουργικών βιβλίων του 19ου αιώνα. Τα Μηναία, το Τριώδιο, το Πεντηκοστάριο, η Οκτώηχος, το Θεοτοκάριο! Ανοίχτηκε μπροστά στα μάτια μου το μεγαλείο της βυζαντινής υμνογραφίας που πριν δεν είχα προσέξει όπως της άξιζε. Ω, οι απαράμιλλοι υμνογράφοι μας, οι Άγιοι και Ομολογητές υμνογράφοι μας, οι πένες οι αθάνατες και αγιασμένες!

Καθώς ο καιρός περνούσε και απαλλασσόμουν σιγά σιγά από εκείνη τη θόλωση και τη δειλία που με είχε διαποτίσει λόγω και της μέχρι τότε κοινωνίας μου με την αίρεση, άρχισε να θερμαίνεται περισσότερο η προσευχή μου. Άρχισε να δυναμώνει η πίστη μου στην πρόνοια του Κυρίου, ακριβώς επειδή Τον ένιωθα και Τον νιώθω με όλη μου την ύπαρξη εδώ, παρόντα σε κάθε βήμα πονεμένο. Παράλληλα άρχισε πλέον να ξεκαθαρίζει μέσα μου πού αναπαύεται η ψυχή και η συνείδησή μου. Οι ομιλίες και τα συγγράμματα του ομότιμου Καθηγητή Πατρολογίας του ΑΠΘ, Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση10, του σεβαστού και αγαπητού μας πατέρα, διδασκάλου και Ορθόδοξου αγωνιστή με την τόσο σημαντική προσφορά στη Θεολογία αλλά και τη δυναμική παρουσία στην Ομολογία Πίστης, αλλά και το έργο του αγωνιστή Θεολόγου Μοναχού Σεραφείμ Ζήση11, με τις σημαντικότατες ιστορικοδογματικές μελέτες αλλά και τις θαρραλέες και αποκαλυπτικές έρευνές του κατά της Μασονίας, η οποία μαστίζει την Εκκλησία και τη χώρα μας μα και την Ανθρωπότητα ολάκερη, έγιναν οι μακρινοί και συνάμα κοντινοί παραστάτες στον ομολογιακό αγώνα μου.

Στις ώρες του πόνου, όταν η καρδιά μου σφαδάζει απ’ την οδύνη της στέρησης της Θείας Κοινωνίας, της Θείας Λειτουργίας, της σύναξης των αδελφών, το χέρι του Κυρίου είναι εδώ, θεραπευτικό επάνω στη σφαγμένη και αιμορραγούσα καρδιά μου. Το ζεστό βλέμμα της γλυκύτατης Αειπαρθένου Δέσποινας Μητέρας Του και Μητέρας μας, το βλέμμα αυτό που πάντα σπέρνει σπόρο εμπιστοσύνης, αλλά και οι μορφές των Αγγέλων και των Αγίων είναι εδώ, στο Εικονοστάσι αλλά και μέσα μου. Με τον καιρό όλοι εκεί Πάνω έγιναν αγαπημένοι οδηγοί και σύμμαχοί μου με έναν τρόπο μυστικό. Μας χωρίζει η απόσταση μεταξύ επίγειας ζωής και Ουρανού, μεταξύ υλικού κόσμου και Παραδείσου, μεταξύ της ολόλαμπρης αγιότητάς τους και της θλιβερής και ελεεινής αμαρτωλότητας και αθλιότητάς μου, αλλά παίρνω μια μικρή, απειροελάχιστη γεύση της αγάπης τους, της καλοσύνης τους, της φωτεινότητάς τους, ακριβώς επειδή τους αγαπώ τόσο πολύ και τους παρακαλώ να μου σταθούνε εδώ στην πνευματική εξορία μου. Και έτσι ο πόνος αργοχάνεται, όπως χάνεται ένα σύννεφο στο χαρούμενο γαλάζιο του ουρανού, διαλυμένο από τη θέρμη την ανίκητη του ήλιου. Έρχεται ένα δακρυσμένο χαμόγελο που ούτε καν καταλαβαίνω πότε πρόλαβε να ανθίσει πάνω στο αγκάθι της οδύνης.

Στην Ιερή Αποτείχιση έμαθα πως μπορεί να παραμένω θλιβερά χοϊκή, αμαρτωλή και ελεεινή – και η ευλογία είναι ότι τώρα το βλέπω, όσο μου επιτρέπει ο Κύριος, και με τη βοήθειά Του το πολεμώ· στα χρόνια της αποστασίας μου δεν το έβλεπα-, μα ο νους και η καρδιά μου, ζώντας στον επίγειο άδη, με τις λαβωματιές από τα βέλη που δέχεται το μυστικό Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία μας, αλλά και από τα βέλη των δαιμόνων που έχουν πάρει εργολαβία τους προσωπικούς πειρασμούς μου, ο νους, λοιπόν, και η καρδιά μου, η ψυχή μου ολάκερη, βιώνοντας τη θλίψη των καιρών, στρέφονται προς τα Πάνω, στην Ουράνια Πατρίδα, και Τη λαχταρούν όπως λαχταρά ο εξόριστος και ο ξενιτεμένος τους οικείους του, το νήπιο τους γονείς του. Παίρνω ζωή έτσι, παίρνω δύναμη και πίστη, αφού η νοητή αυτή επαφή μού ανταποδίδει χαρά, μέλι ουράνιο, ειρήνη ψυχής και σώματος. Συνάμα, όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο βλέπω τα λάθη μου, τις πτώσεις και τα πάθη μου και μόνο με την πίστη και την πλήρη εμπιστοσύνη στην αγάπη και το έλεος του Θεού μας μπορώ να συνεχίσω τον αγώνα κατά του διαβόλου, που θέλει να με ρίξει στην απελπισία, να με πείσει πως τώρα που κατάφερε να πάρει με το μέρος του τους περισσότερους Κληρικούς και Αρχιερείς, τώρα που οι λίγοι αγωνιστές και Ομολογητές Ορθόδοξοι είναι μακριά, ο πόλεμος είναι πια χαμένος, εμείς που απομακρυνθήκαμε από τους ασεβείς και ολέθριους προδότες της Πίστης και τους βεβηλωμένους Ναούς δεν έχουμε ελπίδα.

Στην Ιερή Αποτείχιση έμαθα να σκέφτομαι όλο και περισσότερο το θάνατο. Σκέφτομαι τον άδη, το σκοτάδι του, τις βασάνους του, τη μοχθηρία των δαιμόνων, κάποιους από τους οποίους επέτρεψε ο Κύριος να δω σε όνειρα με φανερωμένη τη φρικτή ασκήμια τους. Σκέφτομαι την αιώνια Κόλαση, τη γέεννα του πυρός την ατελεύτητη. Αλλά αυτά είναι για να με φυλάνε από την αμαρτία. Και η σκέψη του Παραδείσου μπορεί να είναι φυλακτήρια, όταν, λόγου χάρη, συγκρίνω τον εαυτό μου με την Παναγία, με τους Αγγέλους ή τους Αγίους σαν πάω να υπερηφανευθώ ή όταν σκεφτώ τον πόνο και τη φρίκη της απώλειας της ψυχής μου και άρα και του Παραδείσου και της θέας του Προσώπου του Θεού μου, αν τελικά με αρπάξουν μετά θάνατον οι δαίμονες από τα χέρια του Αγγέλου μου, Θεός φυλάξοι. Για μένα, ωστόσο, η σκέψη του Παραδείσου είναι κυρίως μετάγγιση αίματος, όπως μετάγγιση αίματος σε αυτήν την αναιμική και βαμπιρική εποχή είναι η μελέτη της Αγίας Γραφής, των Αγίων Πατέρων, των Συναξαρίων καθώς και των Ιερών Κανόνων. Εκεί αναπαύεται η ψυχή μου, εκεί μπορώ να αφεθώ με απόλυτη εμπιστοσύνη.

Στην Ιερή Αποτείχιση έμαθα να παίρνω φως, ζωή, χαρά και ενίσχυση από τη διαρκή μνήμη της Ανάστασης του Θεανθρώπου Κυρίου μας Ιησού Χριστού. «Χθές συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι».

Στην Ιερή Αποτείχιση έμαθα, επίσης, τι θα πει να μάχεται το πνεύμα, ενώ η καρδιά παραμένει ειρηνική. Έμαθα τι θα πει να είναι κανείς σχεδόν αποκομμένος από τους ανθρώπους, επειδή δεν αντέχει πλέον να ακούει τα ψεύδη, τις πλάνες και τις οικτρές προφάσεις τους, αλλά συνάμα η καρδιά του να οδυνάται για όλη την Κτίση, να αγκαλιάζει την υδρόγειο με όλο τον πόνο και τη θλίψη και το σκότος και τη μοχθηρία των έλλογων κατοίκων της -που παρασύρουνε στην πτώση τους και την άλογη φύση-, να στενάζει καθώς παρακαλεί τον Θεό να δείξει έλεος. Έλεος στα ψεύδη, έλεος στην κακία, έλεος στην οδύνη, έλεος στη δειλία, έλεος στην υποκρισία, τη νοσηρότητα, την τύφλωση, την προδοσία, έλεος για όλους μας, γιατί όλοι δοκιμαζόμαστε εδώ στη γη, όλοι κινδυνεύουμε.

Ενδεχομένως να πιστεύουν κάποιοι ότι πρέπει να είναι κανείς Άγιος για να το βιώσει όλο αυτό που περιγράφω και θα προσπαθούσαν, ίσως, να με πείσουν ότι πλανώμαι, επειδή έχω πέσει σε υπερηφάνεια. Δεν αρνούμαι ότι είμαι υπερήφανη, τουναντίον, με πόνο και λύπη ονομάζω την υπερηφάνεια μου πνευματική σύφιλη, αφού εκτός από θανάσιμο αμάρτημα της ψυχής είναι και αβάσταχτη ντροπή και οδύνη για έναν Ορθόδοξο να ξέρει ότι πάσχει από την πρώτη αρρώστια του διαβόλου. Εύχομαι και ελπίζω πως θα με λυπηθεί ο Κύριος για τα χάλια μου, θα με βοηθήσει να γιατρευτώ, δε θα με αφήσει να ηττηθώ και να χάσω την ψυχή μου εξαιτίας αυτού του μέγιστου πνευματικού μιάσματος. Αναρωτιέμαι, όμως: σε καιρούς τόσης και τέτοιας αποστασίας και πνευματικής ορφάνιας είναι άραγε δυνατόν ο Κύριος να προνοεί μόνο για τους Αγίους Του; Πλανώμαι άραγε που νιώθω ότι ο Κύριος συντηρεί και φροντίζει και εμέ την έρμη μέσα σε όλον αυτόν το χαμό, όπως πιστεύω ακράδαντα ότι συντηρεί και φροντίζει όλα τα παιδιά Του που βρίσκονται σε ανάλογη ή σε οποιαδήποτε άλλη δοκιμασία για το πανάγιο Όνομά Του; Για να καταφέρουν να με πείσουν για κάτι τέτοιο, θα έπρεπε στην ουσία να γκρεμίσουν την πίστη μου, την πίστη που με κρατάει όρθια και δε με αφήνει να κρεμαστώ απ’ την αγχόνη αυτή που κρέμεται φρικτή και ανελέητη από πάνω μου: την αγχόνη της πλήρους και πικρής πικρότατης προδοσίας και εγκατάλειψής μας από τους υποταγμένους στην αίρεση Αρχιερείς και λοιπούς Κληρικούς, οι οποίοι μάς παρέδωσαν αμαχητί στο στόμα των λύκων.

«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν».

Έχοντας περάσει μέσα από μια σκοτεινή άβυσσο, έχοντας τραυματιστεί βαθύτατα και έχοντας κινδυνεύσει αφάνταστα, αλλά έχοντας, συνάμα, επιστρέψει με τη Χάρη του Θεού και βιώσει αυτό που πάσχισε να δείξει τούτο το βιβλίο, την αγάπη, δηλαδή, του Θεού μας, τη θεραπευτική, μεταμορφωτική και αναγεννητική δύναμη του Θεού μας, προσκαλώ ταπεινά κάθε άνθρωπο που είναι μακριά από Αυτόν. Προσκαλώ κάθε άνθρωπο που δεν Τον γνώρισε ποτέ ή που Τον αρνήθηκε από άγνοια, θυμό, πλάνη ή οποιονδήποτε άλλο λόγο. Προσκαλώ εσένα που διαβάζεις τούτες τις γραμμές, αν είσαι μακριά Του, να Του αφεθείς, να Του αφεθείς με εμπιστοσύνη.

Αγαπά ο Θεός μας να συγχωρεί, αγαπά και να κάνει θαύματα στους ανθρώπους. Αγαπά να δίνει ζωή, γιατί Αυτός είναι η Ζωή. Αγαπά να αποκαλύπτει την αλήθεια, γιατί Αυτός είναι η Αλήθεια. Αγαπά να σε παίρνει από το χέρι και να σου δείχνει το δρόμο, γιατί Αυτός είναι ο Δρόμος. Βάδισε, Άνθρωπε, με εμπιστοσύνη στο δρόμο Του! Άνοιξε την αγκαλιά σου για να δεχθείς τα δώρα Του, αυτά που ετοίμασε ειδικά για σένα και περιμένει να έλθεις να τα λάβεις! Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα γύρω, κοίτα πόση αγάπη και πόση σοφία έβαλε μέσα στον κόσμο για να ζούμε εμείς σε αυτόν. Νιώσε τη στοργή και την πρόνοιά Του! Και όταν θα έλθουν οι παιδαγωγίες Του, να θυμάσαι ότι ποτέ, μα ποτέ δεν θα ακουμπήσει στους ώμους σου παραπάνω βάρος από όσο μπορείς να σηκώσεις, αφού το μεγαλύτερο βάρος θα το σηκώσει Αυτός για χάρη σου. Όταν θα πονάς, να θυμάσαι πως ο πόνος αυτός είναι το πύον που βγαίνει απ’ τις παλιές, τις κακοφορμισμένες πληγές σου, τις πληγές από τα βέλη του διαβόλου που τώρα σού αφαιρούνται ένα ένα· είναι το κλάδεμα για να φύγουν οι αγριάδες απ’ το δέντρο σου, ο καρυοθραύστης που θα σπάσει το σκληρό το κέλυφός σου για να έλθει ο καρπός σου, η ουσία σου, στο φως.

Μη σε επηρεάζει τι γίνεται τριγύρω. Μη σε επηρεάζει η προδοσία του Κλήρου, μη σε επηρεάζουν τα αίσχη, οι αιρέσεις και τα σχίσματα που μαστίζουν την Εκκλησία μας. Όποιος έχει διαβάσει την ιστορία του λαού του Θεού, εδώ και χιλιάδες χρόνια, ξέρει πως, όταν εμείς απομακρυνόμαστε από Αυτόν και λατρεύουμε πράγματα και ανθρώπους ως θεούς, τότε αναγκάζεται ο Θεός να πάρει τις ευλογίες Του και να μας αφήσει γυμνούς, αφού εμείς οι ίδιοι περιφρονήσαμε τα ενδύματα και τα όπλα που μας έδωσε. Αναγκάζεται να επιτρέψει να έλθουν εχθροί της Πίστης και της Πατρίδας και να μας απειλήσουν, ακόμα και να μας βλάψουν. Έτσι αναγκαζόμαστε να στραφούμε και πάλι προς Αυτόν, να Τον θυμηθούμε και να Τον ξανααγαπήσουμε. Έτσι έχουμε και την ευκαιρία να Του δείξουμε αν και πόσο πραγματικά Τον αγαπούμε, όσοι Τον αγαπούμε. Μη σε επηρεάζει, λοιπόν, η αποστασία του Κλήρου ή του λαού.

Αν θες να μάθεις τι θα πει αληθινός Επίσκοπος, αληθινός Ιερέας, αληθινός Μοναχός, αληθινός Ορθόδοξος, διάβασε βίους Αγίων. Διάβασε για τους Αγίους Επισκόπους και Διδασκάλους μας, που δίδασκαν, πρόσφεραν, προστάτευαν, μάχονταν για τον Άγιο Τριαδικό Θεό και το λαό Του και λαό τους. Διάβασε για τους Ιερομάρτυρες, τους Οσιομάρτυρες και τους απλούς και κάποτε άσημους Μάρτυρες, εκείνους που είτε από μια δοξασμένη είτε από μια ταπεινή ζωή βρισκόντουσαν να θηριομαχούν με ανθρώπους και με δαίμονες και με τη Χάρη του Θεού να βγαίνουν πάντα νικητές, αν και νεκροί. Διάβασε για τους Ομολογητές μας, που δεν τους φόβιζε η εξορία, ο εξευτελισμός, το μαρτύριο ή ο θάνατος προκειμένου να μη χωριστούν από την αγάπη του Χριστού και την αλήθεια Του. Διάβασε για τους Ασκητές μας, που άφηναν πίσω τον κόσμο, κάποτε και τις οικογένειές τους, τα ίδια τους τα πλούτη, τα αξιώματα και τη δόξα τους, και έφευγαν στην έρημο για να μείνουν μόνοι με τον Θεό τους, παλεύοντας με τον ίδιο το διάβολο. Διάβασε για τους δια Χριστόν σαλούς, που για να κρύψουνε την αγιότητά τους παριστάναν τους τρελούς, δεχόμενοι πολλές φορές τη βία των ανθρώπων και ζώντας μέσα σε κακουχίες πολλές. Κι ύστερα ψάξε γύρω σου να βρεις εκείνους τους Κληρικούς, Μοναχούς και λαϊκούς που παλεύουν να μιμηθούν τους Αγίους και δια των Αγίων τον Χριστό, παλεύουν με όλη τους την καρδιά και την ψυχή και την ισχύ και τη διάνοια να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, του Ευαγγελίου την εφαρμογή. Υπάρχουν· είναι λίγοι, αλλά υπάρχουν.

Μα, πάνω απ’ όλα, αν έχει μαλακώσει η καρδιά σου και έχουν αρχίσει να ανοίγουνε τα μάτια της ψυχής σου, διάβασε τα βήματα του Θεού μας στη γη, διάβασε την Καινή Διαθήκη! Διάβασε τα λόγια του Χριστού μας, τον Οποίο ο Θεός Πατέρας Του και Πατέρας μας Τον έστειλε στη γη από την πολλή Του αγάπη για τους ανθρώπους· διάβασε τα θαύματά Του, τα Μαρτύρια που πέρασε για να μας σώσει από τον θάνατο ψυχής και σώματος, διάβασε για τη Σταύρωσή Του, την Ανάστασή Του, την Ανάληψή Του στους Ουρανούς! Διάβασε πώς ποθούσε το Άγιο Πνεύμα, το τρίτο Πρόσωπο του Αγίου Τριαδικού Θεού μας, να κατεβεί και να αγκαλιάσει τους Αγίους Αποστόλους την Πεντηκοστή, ώστε ακούστηκε ως βίαιη πνοή η ορμή Του! Διάβασε τα λόγια των Αποστόλων, εκείνων των αγνών και ταπεινών ψυχών που τα αφήσαν όλα πίσω τους και ακολουθήσαν τον Χριστό, επειδή Τον πίστεψαν και Τον αγάπησαν και οι περισσότεροι από αυτούς μαρτύρησαν για το Όνομά Του. Διάβασε την Αποκάλυψη να δεις πώς όσα ζούμε σήμερα προφητεύθηκαν πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Κι όταν με τη βοήθεια του Θεού στερεωθείς στην πίστη και στην αγάπη σου, άνοιξε ταπεινά και την Παλαιά Διαθήκη, για να πας ακόμα πιο πίσω, τότε που ο Υιός του Θεού, ο Θεός Λόγος, μιλούσε στο λαό Του, πριν ακόμα φορέσει σάρκα ανθρώπινη και κατεβεί στη γη· να δεις πώς έγινε ο κόσμος, να ακούσεις τους Προφήτες και τους Δίκαιους της ιστορίας της αγίας Πίστης μας, να δεις το ύψος της αγάπης και τα βάθη του ελέους του Θεού, τη σοφία και την παντοδυναμία Του.

Άνοιξε την καρδιά σου και κάλεσε τον Χριστό να μπει μέσα της, μην Τον αφήνεις να χτυπά την πόρτα περιφρονημένος! Άφησε τα σπλάχνα σου να περπατηθούν από τα απαλά και ευγενικά βήματά Του. Άφησε τη θεία, τη φίλη, τη γλυκύτατη φωνή Του να σου μιλήσει σιωπηλά. Άφησε το θαυματουργό και παντοδύναμο χέρι Του να σε γιατρέψει. Άφησε το γλυκύτατο και πανίσχυρο Όνομά Του να πλύνει τους ρύπους σου, να γίνει βάλσαμο για τις πληγές σου, φωτισμός για τα σκοτάδια σου, όπλο και ασπίδα για τις μάχες σου, μέσα από τη μονολόγιστη Ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», που αν το αγαπήσεις θα γίνει ένα με την ανάσα σου. Γνωρίζει ο Κύριος κάθε σου σκέψη, κάθε σου πόνο, κάθε θλίψη, φόβο και θυμό από τότε που ξεκίνησες να υπάρχεις, γιατί Αυτός σε έπλασε και είναι πάντα και πανταχού παρών. Δεν χρειάζεται να Του εξηγήσεις τίποτα, τα γνωρίζει όλα. Μόνο να Του αφεθείς, μόνο να παραδεχθείς ειλικρινά τα λάθη σου και Εκείνος θα χαρεί να σου τα συγχωρήσει. Ό,τι και αν έχεις κάνει στη ζωή σου, τα στυγνότερα εγκλήματα κι αν έχεις διαπράξει, στη χειρότερη βλασφημία και στο βαθύτερο σκοτάδι αν έχεις πέσει, γι’ Αυτόν είναι όλα πύργοι στην άμμο. Στέλνει ένα κύμα από το πέλαγος του άπειρου ελέους Του και τα διαλύει. Και αν χρειάζεται αγώνας, είναι για να καθαρθείς εσύ, για να ενισχυθείς και να στερεωθείς εσύ, όχι επειδή Εκείνος το χρειάζεται. Είναι Ιατρός, και κάποτε πρέπει να σε χειρουργήσει για να θεραπευθείς από αυτό που σε αρρωσταίνει και σε αργοσκοτώνει. Ο πόνος που θα βιώσεις θα είναι ο πόνος ο σωτήριος της θεραπείας σου. Δεν είναι εύκολος ο δρόμος Του, όχι, έχει αγώνα. Αλλά πες μου εσύ, αν θες και αν μπορείς, τι από όσα είναι εύκολα εδώ στη γη μπορούνε νόμιμα να σε πλουτίσουν; Σε ποια τίμια εργασία θα περίμενες ποτέ να κάθεσαι ολημερίς και το βράδυ να αποταμιεύεις θησαυρούς; Πώς θα κερδίσεις την αιώνια χαρά της Βασιλείας Του χωρίς κόπο; Θα είναι, όμως, πάντα εκεί, δίπλα σου, βοηθώντας σε να σηκώσεις τον σταυρό σου. Και όσο Τον αγαπάς, όσο Τον πιστεύεις και Τον ακολουθείς, υπομένοντας τον πόνο και τη θλίψη του αιώνα τούτου, δεχόμενος τη στοργή και τη χαρά και την ειρήνη και το μέλι Του το θείο και περιμένοντάς Τον με λαχτάρα να ξανάρθει, τόσο πιο έντονη θα είναι μέσα σου η αίσθηση ότι γνωρίζεις, μυστικά και σιγανά, ζώντας ακόμα εδώ στη γη, ένα απειροελάχιστο γλυκό κομμάτι Παραδείσου.

Η πάναγνη Μητέρα Του θα είναι πάντα οδηγός και σκέπη και παρηγοριά σου. Άλλη Μητέρα σαν Αυτήν εδώ στη γη δε θα’ βρεις! Οι Άγιοί Του θα είναι σύμβουλοι και φίλοι και προστάτες σου, με τις πρεσβείες τους στον Θεό, με τον άγιο βίο τους που καλούμαστε να τον μιμηθούμε, με τα λόγια τους τα αγιασμένα και αθάνατα που μένουν στους αιώνες για να μας κρατούνε στην ορθή την Πίστη, αφού μέσα από αυτούς μιλά το Άγιο Πνεύμα. Και αυτή η σκέψη του Παραδείσου, του φωτός και της καλοσύνης και της χαράς που υπάρχει εκεί Πάνω, θα είναι για σένα ενίσχυση στην επίγεια τούτη κόλαση όπου ζούμε. Ο θάνατος, που για όσους αγαπούν και ακολουθούνε τον Χριστό είναι η πολυπόθητη πύλη που περνούν για να Τον συναντήσουν, θα είναι το φρένο σου, όταν κινδυνεύεις να βγεις από τον δρόμο, γιατί η μνήμη του θανάτου μάς βοηθάει να αποφεύγουμε ό,τι μας απομακρύνει από Αυτόν. Παύει ο θάνατος για τον πιστό να είναι φόβος, γίνεται σύμμαχος. Ο Τίμιος Σταυρός θα είναι το μέγα όπλο και η ασπίδα σου, θα είναι και το σημάδι της αγάπης σου, γιατί ο πιστός σηκώνει τον σταυρό του και ακολουθεί του Χριστού τα βήματα. Σταυροαναστάσιμη είναι η Ορθοδοξία μας! Σταυρωνόμαστε εκουσίως επί γης για να αναστηθούμε αιωνίως στον Ουρανό! Ω, η χαρά που περιμένει να λαμπρύνει τις ψυχές μας! Τις ψυχές αυτές, τις γερασμένες απ’ του κόσμου τις ρυτίδες, τις λαβωμένες απ’ του κόσμου τις παγίδες, τις παίρνει ο Κύριος και τις ξανακάνει παιδικές, για να τις πάρει καθαρές και αγνές κοντά Του!

Συγγνώμη και ευχαριστώ. Καλή αντάμωση!

Εσένα που έφτασες μέχρι το τέλος αυτού του βιβλίου, σε ευχαριστώ από την καρδιά μου για την υπομονή σου. Σε ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο που διέθεσες για να διαβάσεις τούτες τις σελίδες, που ήταν για μένα κι από μένα εξομολόγηση μα και ομολογία, καταγγελία κι αποταγή.

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε με τη βοήθεια του Θεού, μετά από πολλές προτροπές που δέχθηκα για να το γράψω, από πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους σε πολλά διαφορετικά μέρη ανά τις δεκαετίες. Πριν χρόνια ζήτησα την ευλογία του τότε Πνευματικού μου για τη συγγραφή, ως εξιστόρηση της ελεεινής και αμαρτωλής ζωής μου, για να δοξαστεί το όνομα του Κυρίου και να ωφεληθούν, ίσως, κάποιες ψυχές που θαλασσοδέρνουν καταμεσής της τρικυμίας όπως εγώ κάποτε· και μου την έδωσε, με τον όρο, όμως, να γράψω και για τα θαύματα που έχω ζήσει. Αν, λοιπόν, έγραψα για κάποια θαυμαστά γεγονότα, που προσωπικά θα προτιμούσα να μην τα μοιραστώ με τον κόσμο, το έκανα καθ’ υπακοήν και όχι, βέβαια, για να καυχηθώ -πώς να καυχηθεί η χέρσα γη για τη βροχή που δέχεται ή ο ναυαγός για το σωσίβιο που του ρίχνουν-, αλλά για να δείξω ένα ελάχιστο δείγμα της αγάπης του Θεού ακόμα και για τα πλάσματά Του που έχουν βγει από το δρόμο Του ή που δεν Τον έχουν καν γνωρίσει· για να δείξω, επίσης, ένα ελάχιστο δείγμα από τη δύναμή Του καθώς και λίγους από τους άπειρους τρόπους με τους οποίους ενεργεί στη ζωή μας, αλλά και τη διαρκή παρουσία Του σε αυτήν, είτε τη νιώθουμε και την επιθυμούμε είτε όχι.

Σου ζητώ ταπεινά συγγνώμη αν σε κούρασα ή αν σε στενοχώρησα με κάτι από όσα έγραψα -εκτός από τα θέματα Πίστης, όπου δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Όποια κριτική έχω ασκήσει στην κοινωνία και στον πολιτισμό μας ήταν καρπός του πόνου μου για την κατάπτωσή μας, του πόνου εμού που λαβώθηκα, μάτωσα και κινδύνεψα από του κόσμου τούτου τις παγίδες. Δεν είμαι άξια να κρίνω οποιονδήποτε, τουναντίον· θαρρώ θα συμφωνήσεις πως ο βίος μου υπήρξε πιστός καθρέφτης της παθογένειας της κοινωνίας μας και αυτό ακριβώς προσπάθησα να καταδείξω. Σου ζητώ συγγνώμη, επίσης, που δε σου είπα το αληθινό όνομά μου· δεν ήθελα να αδειάσει ο τόπος το φαρμάκι του επάνω στους ανθρώπους μου. Κατά τα άλλα θα με ωφελούσε το όνειδος ενώπιον του κόσμου, γιατί γνωρίζω ότι είναι φάρμακο για την ψυχή -ιδίως ημών των υπερήφανων- πικρό αλλά πολύτιμο. Κι όσοι ενοχλημένοι θελήσουν να με βρουν, θα βρούνε τρόπο να με βρουν, τους περιμένω.

Όσο για μένα, που ένας λεκές ήταν το πέρασμά μου από τη γη, αυτό που πλέον ποθώ ολόψυχα σε τούτη τη ζωή πιότερο απ’ όλα είναι να μείνω μόνη μόνω τω Θεώ μου. Αν θα μου το δώσει αυτό ο Κύριος ή όχι και με ποιο τρόπο είναι βουλή δική Του· γενηθήτω το θέλημά Του, όποιο και αν είναι αυτό. Πανταχού παρών και τα πάντα πληρών ο Άγιος Τριαδικός Θεός μας, μόνο να είμαι κοντά Του.

Εύχομαι να μας αξιώσει να ανταμώσουμε, μετανοημένοι, καθαρμένοι, φωτεινοί και θεωμένοι, στη χαρά της Βασιλείας Του, ουράνιοι συμπολίτες. Αμήν.

«καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ». Κατά Λουκάν ζ’ 37-38

«Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,ὁ νεφέλαις διεξάγων, τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι, πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει· καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ, Εὔα τὸ δειλινόν,κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη, καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους,τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος». Από το Τροπάριο της Κασσιανής (Όρθρος Μεγάλης Τετάρτης)

«Χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις… Χαῖρε, Νύμφη Ανύμφευτε». Από τους Χαιρετισμούς της Παναγίας

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι ἔστησας ἐπὶ πέτραν τῆς ὑπομονῆς τοὺς πόδας μου καὶ κατεύθυνάς μου τὰ διαβήματα· ἔκτεινον τώρα τὰς ἀχράντους παλάμας Σου, ὅπου εἰς τὸν Σταυρὸν ἐτραυμάτισες, καὶ δέξαι μου τὴν ψυχήν, τὴν ὁποίαν ἔθυσα διὰ τὴν ἀγάπην Σου. Μνήσθητι Κύριε, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα εἴμεθα, καὶ μὴ ἀφήσῃς νὰ φανερωθῶσιν ἀπὸ τοὺς δεινοὺς ἐξεταστὰς εἰς τὸ φοβερόν Σου Κριτήριον τα ἐν ἀγνοίᾳ μου πταίσματα, ἀλλὰ ἀπόπλυνον αὐτὰ μὲ τὰ αἵματα, ὅπου ἔχυσα διὰ τὴν ἀγάπην Σου, καὶ οἰκονόμησαι νὰ γένῃ τὸ σῶμα τοῦτο, ὅπου διὰ Σὲ κατεκόπῃ, ἀθέατον εἰς ἐκείνους ὅπου θέλουν ζητήσει αὐτό, καὶ φύλαξον αὐτὸ σῶον καὶ ἀκέραιον ὅπου ὁρίσει ἡ Βασιλεία Σου. Ἐπίβλεψον ἐξ ὕψους ἁγίου Σου Κύριε, ἐπὶ τὸν περιεστώτα λαὸν τοῦτον, καὶ ὁδήγησον αὐτοὺς εἰς τὸ φῶς τῆς Σῆς ἐπιγνώσεως. Δίδου δὲ καὶ εἰς ὅσους ἐπικαλέσονται δί᾿ ἐμοῦ τὸ Πανάγιόν Σοῦ Ὄνομα τὰ πρὸς τὸ συμφέρον αἰτήματα, διὰ νά Σε δοξάζουσι μὲ τὸν συνάναρχον Πατέρα καὶ τὸ συναίδιον Πνεύμά Σου, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν». Η προσευχή της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης της Πανσόφου πριν τον αποκεφαλισμό της.

«Χαίροις ὁ τῶν τυφλῶν ὁδηγός, τῶν ἀσθενούντων ἰατρός, ἡ ἀνάστασις, ἁπάντων τῶν τεθνεώτων, ὁ ἀνυψώσας ἡμᾶς, εἰς φθορὰν πεσόντας, Σταυρὲ Τίμιε». Από τα Στιχηρά της Εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού

«Ἐπίσκεψαι ἡμᾶς ἐν τῇ χρηστότητί σου, Κύριε, ἐπιφάνηθι ἡμῖν ἐν τοῖς πλουσίοις σου οἰκτιρμοῖς, εὐκράτους καὶ ἐπωφελεῖς τοὺς ἀέρας ἡμῖν χάρισαι, ὄμβρους εἰρηνικοὺς τῇ γῇ πρὸς καρποφορίαν δώρησαι. Εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, παῦσον τὰ σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν, σβέσον τὰ φρυάγματα τῶν ἐθνῶν, τὰς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις ταχέως κατάλυσον, τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος. Πάντας ἡμᾶς πρόσδεξαι εἰς τὴν βασιλείαν σου, υἱούς φωτὸς καὶ υἱοὺς ἡμέρας ἀναδείξας, τὴν σὴν εἰρήνην, καὶ τὴν σὴν ἀγάπην χάρισαι ἡμῖν, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν· πάντα γὰρ ἀπέδωκας ἡμῖν». Από τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου

Δόξα Σοὶ Πάτερ, Λόγε, Πνεῦμα πάντων ἕνεκεν.

Α☧Ω

Παραπομπές

[1] Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί Ειδικών Ποιμαντικών Θεμάτων και Καταστάσεων (Κανονισμός 135/1999)

«Ανορθόδοξες θεραπευτικές μέθοδοι Ιατρικώς και Εκκλησιαστικώς» του Αθανασίου Β. Αβραμίδη, Καρδιολόγου Καθηγητού Παθολογίας τoυ Πανεπιστημίου Αθηνών

http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/pastoral/alli_iatriki.html

[2] Θα έδιναν προνόμια μέσω αναπηρίας σε παιδόφιλους

https://www.ischool.gr/threads/Θα-έδιναν-προνόμια-μέσω-αναπηρίας-σε-παιδόφιλους.94838/

[3] π. Σεραφείμ Ζήση Μοναχού, Οι μυστικές εταιρείες, η Παιδεία & ο ΟΗΕ [ΒΙΝΤΕΟ 2018]

[4] Ελλάδα: Πέρασε η ρύθμιση για την αλλαγή φύλου στα 15

https://www.tothemaonline.com/Article/95875/ellada-perase-h-rythmish-gia-thn-allagh-fyloy-sta-15

[5] – «Θερίζουν» τα παιχνίδια θανάτου «Μπλε Φάλαινα» και «Νεράιδες της φωτιάς»-Πώς θα προστατευτούν τα παιδιά. Ποιες οδηγίες δίνει η δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος.

https://thecaller.gr/ellada/therizoun-ta-paixnidia-tha-mple-falai-kai-nerai-tis-foti-pos-tha-prost-ta-paidia/

– Η «Γαλάζια Φάλαινα» δεν είναι το μόνο επικίνδυνο ιντερνετικό παιχνίδι

https://www.thepressroom.gr/tehnologia/i-galazia-falaina-den-einai-mono-epikindyno

– Momo: Το νέο παιχνίδι αυτοκτονίας προκαλεί τρόμο στις Αρχές

https://www.cnn.gr/kosmos/story/141303/momo-to-neo-paixnidi-aytoktonias-prokalei-tromo-stis-arxes

[6] Βρυξέλλες: Έκθεση βρεφών και μητρών προς αγορά και ενοικίαση από gay ζευγάρια…

https://www.pronews.gr/kosmos/eyropaiki-enosi/716247_vryxelles-ekthesi-vrefon-kai-mitron-pros-agora-kai-enoikiasi-apo-gay

Men Having Babies (Ο επίσημος διοργανωτής της ως άνω αγοραπωλησίας)

https://www.menhavingbabies.org/

[7] Από την επίσημη ιστοσελίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος

ΟΜΑΔΕΣ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ

(Παραδόξως δε γίνεται καθόλου λόγος στους καταλόγους αυτούς περί Παπισμού ή Οικουμενισμού…)

Χριστιανικές αἱρέσεις καί παραχριστιανικές ὁμάδες

http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/heresies/omades_christ.html

Ἐξωχριστιανικές καί παραθρησκευτικές ὁμάδες

http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/heresies/omades_outchrist.html

[8]Το Πηδάλιον, έργο του μεγάλου Διδασκάλου της Εκκλησίας μας Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, το οποίο περιέχει τους Ιερούς Κανόνες της Ορθοδοξίας μας, μπορεί κανείς, πέραν των βιβλιοπωλείων, να το βρει διαδικτυακώς και σε αυτόν τον σύνδεσμο, από την Ανέμη, την ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, πληκτρολογώντας τη λέξη Πηδάλιον στην Αναζήτηση:

https://anemi.lib.uoc.gr/

[9] Χιλιάδες ομιλίες του μακαριστού π. Αθανασίου Μυτιληναίου στην ιστοσελίδα Αρνίον:

http://arnion.gr/

[10] Ομιλίες, βιβλία και κείμενα του π. Θεοδώρου Ζήση στους παρακάτω συνδέσμους:

Στην Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών Θεοδρομία:

http://www.theodromia.gr/root.el.aspx

στον Ορθόδοξο Χριστιανικό Σύλλογο Αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστή:

https://agiosiosif.gr/draseis/ekdoseis/

και στην Κατάνυξη, το ιστολόγιο του μακαριστού π. Νικολάου Μανώλη, το οποίο πλέον έχουν αναλάβει τα πνευματικά τέκνα του:

https://katanixi.gr/category/synergates/p-theodoros-zisis/

[11] Ομιλίες και κείμενα του Μοναχού Σεραφείμ Ζήση στην Κατάνυξη:

https://katanixi.gr/category/synergates/m-serafeim-zisis/